Η ολιστική αποτροπή της θαλάσσιας υπερισχύος πριν αποφέρει «γεωγραφικά ντετερμινιστικά» αποτελέσματα*
Η έξυπνη άμυνα και οι μακροπρόθεσμες υποδομές θα εξασφαλίσουν στην Ελλάδα μεγαλύτερη ασφάλεια με λιγότερο κόστος, πέραν της αναπτυξιακής προοπτικής, ιδιαίτερα σε περιόδους λιτότητας, όπου κάθε ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου επιβάλλεται να είναι πολλαπλάσια αποτελεσματικό και αποδοτικό.
Ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους ναυάρχους και στρατηγιστές, ο James Stavridis, ο οποίος υπηρέτησε ως Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής στο ΝΑΤΟ αλλά και ως Κοσμήτορας του Fletcher School of Law and Diplomacy, σε πρόσφατο βιβλίο του (Stavridis 2017), περιέγραψε ένα ιστορικό πανόραμα της ναυτικής δύναμης ως οδηγού της ανθρώπινης ιστορίας και ως ένα κρίσιμο στοιχείο για καταλυτικές αλλαγές στην γεωπολιτική πορεία των εθνών.
Παρόλο που σήμερα ο ρόλος της συχνά υποτιμάται, εξακολουθεί να ισχύει. Η γεωγραφία των ωκεανών έχει διαμορφώσει το πεπρωμένο των εθνών με αποκορύφωμα τις περιόδους των ανακαλύψεων και της αποικιοκρατίας έως και σήμερα με όσα διαδραματίζονται στα επιχειρησιακά θέατρα των Αντ/Αρκτικών Ωκεανών, της Ανατολικής Μεσογείου και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας. Ενώ οι περισσότεροι από εμάς κοιτάζουμε την υδρόγειο σφαίρα και εστιάζουμε στο σχήμα των επτά ηπείρων, ο ίδιος διακρίνει τα σχήματα των επτά θαλασσών, όπως άλλωστε δίδαξε και ο γνωστότερος υπέρμαχος της θαλάσσιας ισχύος, Alfred Thayer Mahan (Mahan 2012).
Από μια τέτοια αφετηρία εκκινεί και το πιο πρόσφατο συμβολικό όσο και ρεαλιστικό αφήγημα ευάριθμων Τούρκων αξιωματούχων για μια τουρκική «γαλάζια πατρίδα», στο οποίο συμπυκνώνονται μηνύματα προς πολλαπλούς αποδέκτες, για την περιφερειακή ισχύ της χώρας, την κατανόηση και επένδυση στην θαλάσσια δύναμη, αλλά και την διεκδίκηση ενός ρόλου με τον οποίο οι γείτονες της Τουρκίας, Έλληνες, επί αιώνες γαλουχήθηκαν, φέροντας πραγματικά σημαία με γαλάζια χρώματα που καθρεφτίζουν μια από τις πιο πλατιές και βαθιές ναυτικές παραδόσεις στον κόσμο.
ΤΟ ΕΥΦΥΕΣ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Στην ίδια λογική των τουρκικών «παιχνιδιών» με το Δίκαιο της Θάλασσας, η επίκληση μιας γαλάζιας πατρίδας από την Τουρκία παρουσιάζει το θαλάσσιο τόξο από την Κύπρο ως τη Μαύρη Θάλασσα διά του Αιγαίου σε μια στρατηγική ενότητα και συνέχεια οι οποίες ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ενιαίου δόγματος και περιφερειακής κλίμακας προβολή ισχύος (Σιούσιουρας 2018). Μεταγενέστερα του A.T. Mahan, ένα ρεύμα ακαδημαϊκών και αξιωματούχων συνέχισε να υποστηρίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θαλάσσιας έναντι της ηπειρωτικής ισχύος.
Οι Corbett, Castex και Spykman προσπάθησαν επίσης να διατρανώσουν την δύναμη του θαλάσσιου ελέγχου ως αναπόφευκτου μέσου για την επαύξηση της κρατικής και εθνικής ισχύος. Συνάντησαν αντίσταση, ωστόσο, από άλλους σπουδαίους διανοούμενους, όπως οι MacKinder, Kennedy και Mearsheimer, οι οποίοι τόνισαν την ηπειρωτική ισχύ ως φυσική και καθοριστική έδρα της ισχύος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και της διαρκούς «ισορροπίας του τρόμου» διά της απειλής χρήσης πυρηνικών όπλων. Ενδιαφέρουσα στάθηκε και η παρέμβαση του Ιταλού Gulio Douhet υπέρ της υπεροχής στους αιθέρες (Mahan 2012, Corbett 2018, Castex 1933, Spykman 2017, Mackinder 1904, Kennedy 2010, Mearsheimer 2001, Douhet et al. 2009).
Η Τουρκία περιβάλλεται από τη Μαύρη Θάλασσα, την Θάλασσα του Μαρμαρά, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και έχει συνολική ακτογραμμή μήκους περίπου 7.200 χλμ., αλλά είναι αξιοσημείωτο όσο και συχνά παραλειπόμενο ότι η Ελλάδα έχει περισσότερα χιλιόμετρα ακτογραμμής (η Τουρκία είναι 19η στην παγκόσμια κατάταξη με την Ελλάδα στη 13η θέση λόγω ακτογραμμής μήκους 13.676 χλμ.).
Σύμφωνα με την Σύμβαση του Μοντρέ του 1936, ελέγχει τον Βόσπορο. Ενώ η πρωταρχική ανησυχία του τουρκικού ναυτικού είναι να διασφαλίσει την ελεύθερη πρόσβαση στα διεθνή ύδατα από τους λιμένες του Αιγαίου, η ανάπτυξη τεράστιων αποθεμάτων πετρελαίου και αερίου στην Κεντρική Ασία αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο εγείρει ζητήματα σχετικά με τον έλεγχο των αντίστοιχων θαλάσσιων ζωνών, καθώς πρόκειται για κύριες διαδρομές εξαγωγής προς την Δύση. Οι διακηρύξεις περί γαλάζιας πατρίδας, μεταξύ των άλλων αποβλέπουν και στον έλεγχο της παραγωγής και διακίνησης ενεργειακών αποθεμάτων.
Η στρατηγική της Γαλάζιας Πατρίδας («Blue Water Navy», όπως έχει επικρατήσει στις διεθνείς μελέτες, και αντίστοιχα «Mavi Vatan» για τα τουρκικά ενδιαφέροντα) δεν είναι απλώς ευφυής, αλλά αποτελεί συνάμα καταλύτη για τις έννοιες της εθνικής ταυτότητας, της στρατηγικής κουλτούρας και των κανόνων στην διαδικασία αλλαγής μιας κρατικής ταυτότητας (Till 1994). Είναι κρίσιμο να διερευνηθούν συστηματικά τόσο τα κίνητρα όσο και οι προεκτάσεις της ερώτησης γιατί ένα κράτος, στην προκείμενη περίπτωση η Τουρκία, όπως και η Κίνα κατά την τρέχουσα περίοδο σε ένα διαφορετικό θέατρο θαλάσσιων επιχειρήσεων, η Ινδία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η Σοβιετική Ένωση από την δεκαετία του ’50 και, βέβαια, η υπερδύναμη των ΗΠΑ και η άλλοτε θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία, επιχειρεί να αλλάξει προτεραιότητα και προβολή ισχύος από την ηπειρωτική στη ναυτική δύναμη (Scott 2008).
Η υπόθεση έρευνας που έμμεσα διατυπώνεται είναι η αντίληψη και λειτουργία της θαλάσσιας ισχύος όχι μόνο στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού δόγματος, αλλά και ως στρατηγική ταυτότητα, κουλτούρα και κατευθυντήρια γραμμή για την πορεία προς την υλοποίηση μακροπρόθεσμων εθνικών στόχων. Χαρακτηριστικά, οι Blagden, Levy και Thompson (Blagden, Levy, and Thompson 2011) περιγράφουν την επιλογή της θαλάσσιας υπερ-ισχύος ως κοινωνικο-πολιτική νόρμα και στρατηγικό πρόταγμα που αποφέρει, αν δεν αποτραπεί κατάλληλα, προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα με τρόπο «γεωγραφικά ντετερμινιστικό».
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΚΑΙ ΟΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ
Το εν λόγω υπόδειγμα προϋποθέτει όχι μόνο σχετικές επενδύσεις και υποδομές, αλλά και διαμόρφωση αντίστοιχης νοοτροπίας σε ποικίλα επίπεδα της ηγεσίας και της κοινωνίας. Οι Έλληνες έχουν μια μακραίωνη τέτοια εμπειρία, τόσο σε θαλάσσιες δραστηριότητες σε πόλεμο ή σε ειρήνη όσο και στην ψυχοσύνθεσή τους ή στις κοινωνικές ζυμώσεις που, με πρώτη ύλη την αγάπη για την θάλασσα, ενέπνευσαν και συντήρησαν το οικείο υπόδειγμα της «θαλασσοκρατίας» (Momigliano 1944). Οπότε παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η προοπτική της Τουρκίας να προσχωρήσει στην συγκεκριμένη στρατηγική, καθώς πλέον δεν πρόκειται μόνον για ρητορική και λεκτικές διακηρύξεις, αλλά και για εκτενή προγράμματα σε υποδομές, ναυτιλιακές, εκπαιδευτικές, επιχειρησιακές και ναυπηγικές (Gorshkov 1977, Nohara 2017).
Εν προκειμένω, η ελληνική στρατηγική ελέγχου και αποτροπής πρέπει να χαραχθεί σε μακροπρόθεσμο και ολιστικό επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στα στενά στρατιωτικά-επιχειρησιακά όρια είτε μιας τιμωρητικής οπουδήποτε αντίδρασης (deterrence by punishment) είτε μιας δυναμικής αντίδρασης στο σημείο εισβολής (detterence by denial) (Snyder 2015), αλλά προβλέπει, διαψεύδει και ακυρώνει, για παράδειγμα, το συνολικό πλαίσιο εγκαθίδρυσης μιας τουρκικής de facto θαλάσσιας κυριαρχίας που θα διαπερνά και θα υπονομεύει τα αντίστοιχα ελληνικά de jure δικαιώματα. Η ερντογανική Τουρκία έχει εκδιπλώσει τόσο καταναγκαστικές (coercive) όσο και ήπιες (soft) εξωτερικές πολιτικές, αλλά και τις πρόσφατα αποκαλούμενες αιχμηρές αντίστοιχες (sharp), που προτιμώνται εν γένει από απολυταρχικά καθεστώτα και ασκούν σταθερή όχληση σε φιλειρηνικούς γείτονες μέχρι εξαντλήσεως και υποχωρήσεώς τους (Walker and Ludwig 2017).
Για αυτόν τον λόγο και η ελληνική πολιτεία οφείλει να αναπτύξει λύσεις σε όλα τα αντίστοιχα πεδία, προσλαμβάνοντας ιδεαλιστικές προτάσεις και θεσμικές λύσεις, εκπορευόμενες από το σύγχρονο νομικό πολιτισμό, τις «ανοιχτές» οικονομίες και κοινωνίες, αλλά και ρεαλιστικές πρωτοβουλίες με όρους ευθείας στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος που προετοιμάζεται για πόλεμο προκειμένου να επιτύχει την ειρήνη (Gofas, Hamati-Ataya, and Onuf 2018). Παράλληλα, ωστόσο, είναι χρήσιμο να αποτυπωθεί και πόση πρόοδος έχει ιστορικά συντελεσθεί στις σχετικές υποδομές της Τουρκίας, αλλά και ποια είναι η προοπτική δεδομένων των αναπτυσσόμενων ναυπηγικών και ναυτιλιακών δομών, προκειμένου να έχουμε αντικειμενική επίγνωση της τουρκικής δυνατότητας να υλοποιήσει το πρόγραμμα της «γαλάζιας πατρίδας» αποτελεσματικά. Πρόκειται, εν ολίγοις, για επιφανειακή ρητορική και λεονταρισμούς ή χτίζεται βιομηχανία παραγωγής και υποστήριξης; Πρόκειται για έργα επικεντρωμένα μόνο στην στρατιωτική ενδυνάμωση ή εμπνέεται και εμπεδώνεται και συμμετοχή στην παγκόσμια ναυτιλιακή και ναυπηγική δυναμική και τεχνογνωσία;
Η ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΑ ΜΑΚΡΙΑΙΩΝΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ανατρέχοντας δύο περίπου αιώνες στο παρελθόν, οι ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας ήδη παραχωρήσεις λιμενικών και εμπορικών διευκολύνσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, απέκτησαν περαιτέρω πολλά και ειδικά δικαιώματα περί τις ναυτιλιακές υπηρεσίες κατά την κήρυξη μεταρρυθμίσεων στην διάρκεια του Τανζιμάτ μετά το 1839. Δράττοντας αυτήν την ευκαιρία, οι Δυτικές χώρες ανέλαβαν τον έλεγχο περίπου όλων των οικείων ναυτιλιακών δραστηριοτήτων. Ιδρύθηκαν πολλές εταιρείες στα μεγάλα οθωμανικά λιμάνια. Γενικότερα, αυτές οι επιχειρήσεις προσέφεραν διέξοδο στις χριστιανικές και εβραϊκές μειονότητες, οι οποίες κατέλαβαν κρίσιμες θέσεις και, μάλιστα, ίδρυσαν και δικές τους ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις.
Το κύριο πρόβλημα για τους Οθωμανούς ήταν η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στη ναυτιλιακή δραστηριότητα. Δεν υπήρχε Σχολή Εμποροπλοιάρχων για να επανδρωθεί ο εμπορικός στόλος, ενώ η Σχολή Εμπορικού Ναυτικού που ιδρύθηκε το 1881, έκλεισε μόλις το 1888 (Sirin 2000). Κατά συνέπεια, οι υφιστάμενες ναυτιλιακές εταιρείες λειτουργούσαν από αλλοδαπούς ή μειονοτικούς παράγοντες, των οποίων η δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό ανεξαρτητοποιήθηκε.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Κατά την δεκαετία του 1980, η τουρκική ναυτιλία εκκίνησε με την αγορά σε πολύ χαμηλές τιμές σκουριασμένων και μεταχειρισμένων πλοίων. Το Τουρκικό Ναυτικό Επιμελητήριο ιδρύθηκε το 1981 και επιτέλεσε έναν αξιοσημείωτο ρόλο ως εργαλείο για την οργάνωση του ιδιωτικού ναυτιλιακού τομέα. Ο Τουργκούτ Οζάλ ενέταξε αργότερα τους ναυτιλιακούς και ναυπηγικούς τομείς σε ένα ευρύτερο αναπτυξιακό πλαίσιο με όραμα και συστηματικές οργανωτικές προσπάθειες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τ. Οζάλ ήταν ο πρώτος εκ των σύγχρονων πολιτικών που διαμόρφωσε πτυχές της πολιτικής που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως νεο-οθωμανική.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 60 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Χ. ΜΠΑΛΤΟΣ είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.