Πώς αποτυπώνεται η γεωπολιτική ισχύς των κρατών έναντι των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών
Η έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μιας χώρας, αποτελεί στρατηγική και μακροχρόνια πολιτική επιλογή εκ μέρους μιας κυβέρνησης και ως εκ τούτου είναι (ή, τουλάχιστον, πρέπει να είναι) μέρος της γενικότερης οικονομικής και αναπτυξιακής στρατηγικής της με τρεις κεντρικούς στόχους, την εμπέδωση της κυριαρχίας και της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων επί των κοιτασμάτων, την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού, και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι υδρογονάνθρακες αποτελούν δημόσιο αγαθό και η κυβέρνηση της χώρας στην οποία βρίσκονται, έχει τα πλήρη και αποκλειστικά δικαιώματα νομής, κατοχής, κυριότητας και εκμετάλλευσής τους. Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τομέα των υδρογονανθράκων είναι ότι η έρευνα, η εξόρυξη και η εκμετάλλευσή τους γίνονται ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκονται οι υδρογονάνθρακες, είτε στο υπέδαφος είτε στον βυθό.
Σύμφωνα με την διεθνή πρακτική, οι χώρες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή την τεχνογνωσία (ή και τα δύο) για να αναπτύξουν μόνες τους τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του υπεδάφους ή/ και του βυθού τους, υπογράφουν συμβάσεις με ξένες εταιρείες ή κοινοπραξίες, στις οποίες εκχωρούν τα δικαιώματα έρευνας, εκμετάλλευσης και, ενδεχομένως, πώλησης των υδρογονανθράκων, είτε κατόπιν διμερών διαπραγματεύσεων είτε ακολουθώντας την διαδικασία των ανοικτών διεθνών διαγωνισμών.
Στην διεθνή πρακτική υφίστανται δύο μέθοδοι σύναψης συμβολαίων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων: α) με διμερή διαπραγμάτευση και β) με διεθνή διαγωνισμό. Στην πρώτη περίπτωση, είτε η ξένη εταιρεία προσεγγίζει την κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας, με σκοπό κατ’ αρχήν την αγορά των σεισμικών/γεωφυσικών δεδομένων και στην συνέχεια την επίτευξη ενός επωφελούς για την ίδια συμβολαίου, είτε, κατά δεύτερο λόγο, η κυβέρνηση «διαφημίζει» τα κοιτάσματά της και προσκαλεί, συνήθως μέσω παρουσιάσεων και συμμετοχής σε διεθνή fora, τις ξένες εταιρείες να επενδύσουν στην έρευνα και εξόρυξη των υδρογονανθράκων της χώρας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι από την αρχή δημόσια, δηλαδή δεν έχει προκηρυχθεί ανοικτός διαγωνισμός, ενώ τα συμβόλαια, που συνάπτονται με αυτή τη διαδικασία δεν υπόκεινται σε δημοσιότητα. Συνήθως, χορηγείται μια παραχώρηση (concession) από πλευράς κυβέρνησης και σε αντάλλαγμα η εταιρεία πληρώνει στην κυβέρνηση μερίσματα (royalties), δηλαδή ένα ποσό υπό τύπου δικαιώματος επί της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων, καθώς και bonus άμα τη υπογραφή των συμβολαίων, τα οποία αποτελούν στην ουσία καθαρά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό.
Στην δεύτερη περίπτωση, όταν η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας έχει προκηρύξει ανοικτό διαγωνισμό, οι εταιρείες που θα συμμετέχουν σε αυτόν οφείλουν να πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην εσωτερική νομοθεσία περί έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων της φιλοξενούσας χώρας. Ο σχετικός διαγωνισμός δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης, καθώς και (όταν πρόκειται για κράτη-μέλη της ΕΕ) στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ, στο αντίστοιχο φύλλο, και περιλαμβάνει αυστηρά χρονοδιαγράμματα για την υποβολή της πρώτης αίτησης και στην συνέχεια των αναλυτικών φακέλων με τις προσφορές των εταιρειών. Το συμβόλαιο απονέμεται στην εταιρεία που θα πληροί όλα τα απαιτούμενα κριτήρια και θα πλειοδοτήσει στον διαγωνισμό, υπό συνθήκες ανταγωνισμού και με τη διαδικασία της υποβολής των σφραγισμένων φακέλων.
Η έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μιας χώρας, (upstream), αποτελεί στρατηγική και μακροχρόνια πολιτική επιλογή εκ μέρους μιας κυβέρνησης και ως εκ τούτου είναι -ή τουλάχιστον πρέπει να είναι- μέρος της γενικότερης οικονομικής και αναπτυξιακής στρατηγικής της με τρεις κεντρικούς στόχους, την εμπέδωση της κυριαρχίας και της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων επί των κοιτασμάτων, την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού, και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι τρεις αυτοί στόχοι εξυπηρετούνται με την θεσμοθέτηση μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής πολιτικής, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει το κατάλληλο νομικό και φορολογικό πλαίσιο για την ανάπτυξη όλου του φάσματος των ενεργειακών δραστηριοτήτων και τον τύπο του συμβολαίου, σύμφωνα με το οποίο θα υπογράφονται οι συμβάσεις με τις ξένες εταιρείες.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται από τις ξένες ενεργειακές πολυεθνικές στην ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου και εμπεδωμένου ειδικού φορολογικού συστήματος, που θα ισχύει αποκλειστικά για τον ενεργειακό τομέα και το οποίο θα είναι σταθερό σε βάθος χρόνου, ούτως ώστε να μειώνεται, κατά το δυνατόν, το επενδυτικό ρίσκο και να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντά τους σε μακροχρόνια προοπτική.
Οι όροι και το περιεχόμενο της κάθε σύμβασης διαφέρουν. Γενικά, παρατηρείται το φαινόμενο, οι πρώτες εταιρείες που ξεκινούν έρευνα και εξόρυξη σε μια τρίτη χώρα να εξασφαλίζουν ευνοϊκότερους όρους στα πρώτα συμβόλαια που υπογράφει η κυβέρνηση της χώρας, σε σύγκριση με τις εταιρείες που έπονται. Το γεγονός αυτό οφείλεται, από πλευράς κυβέρνησης, αφενός στην έλλειψη εμπειρίας σε ό,τι αφορά τον συγκεκριμένο τύπο συμβάσεων, αφετέρου στην αγωνιώδη προσπάθεια να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους ξένους επενδυτές. Προϊόντος του χρόνου και μετά την σύναψη των πρώτων συμβάσεων, παρατηρείται ενίοτε μια σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης έναντι των επενδυτών, η οποία εκφράζεται συνήθως με αλλαγές στο φορολογικό σύστημα και την συνακόλουθη επιβολή νέων φόρων στις επενδύτριες εταιρείες ή την διεκδίκηση μεγαλύτερου μέρους από την κύρια παραγωγή.
Η ερευνητική ιστορία των κοιτασμάτων της Βόρειας Θάλασσας αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα, καθώς το δεύτερο πλέον κύμα επενδυτών εξασφάλισε [στις κυβερνήσεις] αληθινά ευνοϊκούς όρους στις συμβάσεις παραχώρησης, γιατί η έρευνα και εξόρυξη είχαν πια προχωρήσει και είχαν αρχίσει να εισρέουν στα κρατικά ταμεία τα πρώτα καθαρά έσοδα (profit oil) από την παραγωγή και πώληση του πετρελαίου.
Ιστορικά, έχουν υπάρξει αρκετά παραδείγματα χωρών, που έχουν προσπαθήσει να ανακτήσουν τον έλεγχο των κοιτασμάτων, μετά την υπογραφή των πρώτων συμβάσεων, όπως οι Πράξεις Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης του Ιράν (1951 Β53) και του Μεξικό (1938), πράξεις σταδιακής απαλλοτρίωσης μέσω φορολογικών αυξήσεων και υποχρεωτικών επιστροφών γης στην Βενεζουέλα, καθώς και σημαντικές τροποποιήσεις των συμβολαίων από πλευράς Σαουδικής Αραβίας.
Η ιστορία της Saudi Aramco είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αφορά στην διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης των συμβολαίων της. Την εταιρεία κατείχαν τέσσερις αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες είχαν επιτύχει παραχωρήσεις από τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Το 1948, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε ότι το μερίδιό της δεν ήταν αρκετό, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τις πολυεθνικές. Τελικά, οι Σαουδάραβες πέτυχαν επαναπροσδιορισμό των όρων του συμβολαίου σε ποσοστό 50%- 50%. Επιπλέον, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας αποκτούσε δύο μέλη στο Διοικητικό Συμβούλιο της Saudi Aramco. Μετά την ίδρυση του OPEC, το 1960, κατοχυρώθηκε θεσμικά η συμμετοχή της φιλοξενούσας χώρας στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας ή της κοινοπραξίας που είχε αναλάβει την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων με ποσοστό τουλάχιστον 25%. Αρχικά, η Σαουδική Αραβία έλαβε αυτό το ποσοστό, ωστόσο, προϊόντος του χρόνου και των γεωπολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, σήμερα είναι ο μοναδικός και απόλυτος μέτοχος στην Saudi Aramco.
Στη διεθνή πρακτική, οι εταιρείες χρησιμοποιούν συνήθως τέσσερις συμβατικούς τύπους για την έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε τρίτες χώρες:
– Την σύμβαση παροχής υπηρεσιών (service contract),
– Την παραχώρηση ή αδειοδότηση (concession or licence),
– Τη μικτή επιχείρηση (joint venture) και
– Την σύμβαση καταμερισμού της παραγωγής (production sharing agreement, PSA).
Αυτοί οι τύποι συμβολαίων επιδιώκουν να συμφιλιώσουν δύο εξ αρχής αντικρουόμενα συμφέροντα: Εκείνα της χώρας που έχει τα κοιτάσματα αλλά αδυνατεί να τα αναπτύξει και να τα εκμεταλλευτεί οικονομικά από μόνη της, και εκείνα της ξένης εταιρείας που πραγματοποιεί, εξ ορισμού, πανάκριβες επενδύσεις στα κοιτάσματα της ξένης χώρας και αποσκοπεί στον όσο δυνατόν μεγαλύτερο προσπορισμό κέρδους από την εκμετάλλευσή τους.
Τα συμβόλαια, που έχουν κατά κάποιο τρόπο «καθιερωθεί» ως ο πλέον προτιμητέος συμβατικός τύπος έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων -τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις ξένες εταιρείες- είναι τα συμβόλαια καταμερισμού της παραγωγής (production sharing agreement, PSAs).
Από το 1966 μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί εκατοντάδες συμβόλαια PSAs σε πολλές πλουτοπαραγωγικές περιοχές του πλανήτη. Οι χώρες με τα περισσότερα συμβόλαια, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, είναι οι: Ινδονησία, Γουατεμάλα, Αζερμπαϊτζάν, Υεμένη, Αίγυπτος, Λιβύη, Νιγηρία και Περού. Τα διαθέσιμα στοιχεία για τα PSAs προέρχονται από τις σχετικές ανακοινώσεις των κυβερνήσεων και των εταιρειών που τα υπογράφουν, καθώς και από διεθνείς συμβουλευτικές εταιρείες και νομικά γραφεία. Σε λίγες περιπτώσεις το κείμενο ενός PSA έχει δοθεί στην δημοσιότητα, και πάλι όχι στο σύνολό του. Η επίσημη αιτιολόγηση για το απόρρητο των συμβολαίων αφορά στο περιεχόμενο των πληροφοριών, καθώς περιλαμβάνουν τους εμπορικούς όρους της συμφωνίας και τα ειδικά ωφελήματα (bonus) για τις εταιρείες και για την κυβέρνηση, όταν η παραγωγή θα έχει φτάσει σε κάποιο επίπεδο. Επίσης, περιλαμβάνουν γεωλογικές μελέτες και σεισμικές έρευνες, οι οποίες αποτελούν απόρρητες πληροφορίες εθνικής σημασίας.
Κατά την δεκαετία του ’90 παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση υπογραφών συμβολαίων PSAs, καθώς αρκετές χώρες, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ανεξαρτητοποιήθηκαν και αποφάσισαν να «ανοίξουν» τα πλούσια κοιτάσματά τους στις ξένες επενδύσεις. Οι χώρες οι οποίες ουσιαστικά «υιοθέτησαν» αυτόν τον τύπο συμβολαίου είναι οι χώρες της Κασπίας και ιδιαίτερα το Αζερμπαϊτζάν και το Καζακστάν. Το πρώτο PSA, που υπεγράφη στην Κασπία ήταν το επονομαζόμενο «Συμβόλαιο του Αιώνα», το 1994, μεταξύ της κυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν και της διεθνούς κοινοπραξίας AIOC (Azerbaijan International Oil Company), στην οποία συμμετείχαν μεγάλες διεθνείς ενεργειακές εταιρείες, ενώ διαχειρίστρια του υπό ανάπτυξη πετρελαϊκού συμπλέγματος Azeri- Chirag- Guneshli (ACG), ανέλαβε η βρετανική ΒΡ.
Το Αζερμπαϊτζάν, μέχρι σήμερα, έχει υπογράψει εν συνόλω 34 PSAs με ξένες εταιρείες για την εκμετάλλευση των χερσαίων και υποθαλάσσιων κοιτασμάτων του. Με την είσοδο των χωρών της Κασπίας στο καθεστώς των PSAs, παρατηρήθηκαν και σταδιακές αλλαγές στο περιεχόμενο των συμβολαίων, καθώς αυξήθηκε ο διεθνής ανταγωνισμός των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών που πραγματοποιούν επενδύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, και, άρα, τα συμβόλαια έπρεπε να γίνουν πιο «ελκυστικά» για τις ξένες εταιρείες, ειδικά στην Κασπία όπου το κόστος εξόρυξης είναι αρκετά πιο υψηλό, λόγω της δύσκολης μορφολογίας του βυθού και της υψηλής σεισμικότητας σε σχέση με τις χώρες του Βόρειας Αφρικής και του Κόλπου. Έτσι, άρχισαν να δίδονται πιο ευνοϊκοί όροι στις κοινοπραξίες από τις κυβερνήσεις των χωρών, όπως μεγαλύτερο ποσοστό στα καθαρά έσοδα- profit oil και μεγαλύτερα ωφελήματα- bonus.
Δύο βασικά χαρακτηριστικά ξεχωρίζουν το PSA από τους άλλους συμβατικούς τύπους έρευνας και εξόρυξης: Το πρώτο αφορά στην ξένη εταιρεία, με την έννοια ότι αυτή παρέχει όλες τις τεχνικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που υποστηρίζουν τις εργασίες έρευνας και εξόρυξης, άρα φέρει και όλο τον επιχειρηματικό κίνδυνο σε περίπτωση μη ανεύρεσης αξιόλογων και εμπορεύσιμων αποθεμάτων. Το δεύτερο αφορά στην κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας, η οποία διατηρεί όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα επί των κοιτασμάτων, καθώς και επί των συναφών υποδομών. Επίσης, η κυβέρνηση δε φέρει κανένα κίνδυνο, ούτε πραγματοποιεί κανενός είδους άμεση επένδυση, όμως έχει συμμετοχή στα κέρδη, με ποσοστό, το οποίο προκαθορίζεται και αναγράφεται στο PSA. Η πράξη, ωστόσο, έχει δείξει ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της κυβέρνησης περιορίζονται σημαντικά από τους όρους που επιβάλουν οι ξένοι επενδυτές στο συμβόλαιο, όπως είναι π.χ. η αναλυτική και λεπτομερής ενημέρωση της κυβέρνησης για την πορεία των εργασιών, η οποία γίνεται στην πράξη όποτε και όπως επιθυμεί η ξένη κοινοπραξία, ή μοιράζεται με την κυβέρνηση τις πληροφορίες που εκείνη θεωρεί σκόπιμο να μοιραστεί.
Ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο επιδιώκουν οι ξένες εταιρείες να αναγράφεται ρητά στο κείμενο του συμβολαίου, είναι οι ρήτρες σταθερότητας (stabilization clauses), με τις οποίες απαγορεύεται η εφαρμογή μελλοντικών νόμων και διατάξεων, ιδιαιτέρως φορολογικών, που θα ψηφιστούν μετά την υπογραφή και την έναρξη ισχύος του PSA. Επί παραδείγματι, κατά την διάρκεια της ισχύος ενός PSA συμβαίνει να προκηρυχθούν εθνικές εκλογές και να αλλάξει η κυβέρνηση της φιλοξενούσας χώρας. Η επόμενη κυβέρνηση ενδέχεται να ψηφίσει νέους νόμους, πιθανόν πιο αυστηρούς, σε ό, τι αφορά τη φορολογία των ξένων επιχειρήσεων που επενδύουν στην χώρα. Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί περίπτωση υψηλού κινδύνου (high risk) για την ξένη κοινοπραξία, γι’ αυτό και πριν την λήψη της τελικής απόφασης για την πραγματοποίηση ή μη της επένδυσης, αναλύεται ενδελεχώς η εν γένει εσωτερική πολιτική κατάσταση της φιλοξενούσας χώρας (risk assessment analysis).
Η εξαίρεση ενός PSA από τέτοια μελλοντική νομοθεσία καθίσταται εφικτή όταν περιλαμβάνεται στο κείμενο η ρήτρα σταθερότητας και εφόσον ισχύουν σωρευτικά οι παρακάτω δύο προϋποθέσεις: α) Το PSA πρέπει να ενδύεται την περιβολή του νόμου του κράτους, έχοντας επικυρωθεί από το Εθνικό Κοινοβούλιο της φιλοξενούσας χώρας και ενίοτε περιβάλλεται και με αυξημένη τυπική ισχύ έναντι επόμενου νόμου, πλην του συντάγματος της χώρας. Έτσι, σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων του PSA και ενός επόμενου νόμου, το PSA έχει προτεραιότητα, παρά την γενική αρχή ότι ο νέος νόμος αναιρεί τον προηγούμενο και β) Το PSA πρέπει να περιλαμβάνει ρητά την ρήτρα ότι σε περίπτωση αύξησης της φορολογίας, αυτή θα πληρωθεί από την κρατική εταιρεία και όχι από την ξένη κοινοπραξία. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένα PSA διαρκεί από 25 έως και 40 χρόνια, γιατί αυτός είναι ο συνήθης κύκλος ζωής ενός κοιτάσματος, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τον πλέον ισχυρό διεθνή τύπο συμβολαίου, καθώς υπέρκειται οιασδήποτε μελλοντικής εθνικής νομοθεσίας σε βάθος χρόνου και άρα αποτελεί την καλύτερη εξασφάλιση για τα επενδυτικά και τα οικονομικά συμφέροντα των ξένων εταιρειών έναντι των κυβερνήσεων.
Για τους λόγους αυτούς, είθισται τα συμβόλαια τύπου PSA να εφαρμόζονται κυρίως στις «αναπτυσσόμενες» οικονομίες, όπου οι διεθνείς ενεργειακές εταιρείες μπορούν πιο άνετα να επιβάλουν τους οικονομικούς όρους, που επιθυμούν, και όχι τόσο στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, επίσης δεν εφαρμόζουν καθόλου αυτόν τον συμβατικό τύπο και προτιμούν τις συμβάσεις παραχώρησης (tax-royalty system), όπου διενεργείται διαπραγμάτευση επί ίσοις όροις και η κυβέρνηση λαμβάνει συγκεκριμένα οικονομικά ανταλλάγματα και όχι πληρωμή σε είδος, δηλαδή με μέρος της παραγωγής πετρελαίου.
Οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου έχουν μακρά παράδοση στην εφαρμογή του συμβατικού τύπου του PSA στην έρευνα και εξόρυξη των υδρογονανθράκων, ειδικά η Αίγυπτος, όπου δραστηριοποιούνται μερικές από τις μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες, όπως η ΕΝΙ, η ΒΡ και η Royal Dutch Shell. Από το 1973, όλες οι παραχωρήσεις, που έχουν δοθεί για έρευνα και εξόρυξη σε ξένες ενεργειακές εταιρείες, λειτουργούν υπό καθεστώς καταμερισμού της παραγωγής. Όταν, στα μέσα της δεκαετίας 80, ξεκίνησαν οι ερευνητικές δραστηριότητες στον τομέα του φυσικού αερίου, τα συμβόλαια προσαρμόστηκαν ούτως ώστε να εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των ξένων εταιρειών. Μέχρι τότε, οι ξένες εταιρείες δεν είχαν το δικαίωμα μεριδίου από την παραγωγή του φυσικού αερίου από ένα κοίτασμα, εκτός αν αυτό εξαγόταν με τη μορφή LNG. Ο περιορισμός αυτός καταργήθηκε, προκειμένου να συμπεριληφθούν όλες οι μορφές φυσικού αερίου στην φόρμουλα καταμερισμού της παραγωγής μεταξύ κυβέρνησης και ξένων εταιρειών.
Εξ αρχής, η Αίγυπτος εφάρμοσε την περιβολή κάθε συμβολαίου PSA με τη μορφή νόμου του κράτους, χωρίς ωστόσο αυξημένη τυπική ισχύ, ακολουθώντας την διαδικασία ψήφισης και κύρωσης από την Βουλή. Το γεγονός αυτό έδωσε και εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλο κίνητρο στις ξένες εταιρείες να επενδύουν στην Αίγυπτο, γιατί τους εξασφαλίζει ένα σταθερό νομικό πλαίσιο για την υλοποίηση των επενδύσεών τους, καθώς τα PSAs υπέρκεινται προηγούμενης νομοθεσίας. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Βόρεια Αφρική πέρασε μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, με διατάραξη της περιφερειακής ασφάλειας λόγω της Αραβικής Άνοιξης, οι επιπτώσεις στην ενεργειακή βιομηχανία της Αιγύπτου υπήρξαν περιορισμένες, με εξαίρεση την περίοδο διακυβέρνησης Morsi, όταν οι Ισλαμιστές κατέλαβαν την εξουσία στην χώρα.
Το γενικό χαρακτηριστικό των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου και συνακόλουθα το βασικό πρόβλημα για τις ξένες εταιρείες επικεντρώνεται στα μεγάλα υποθαλάσσια κοιτάσματα, τα οποία βρίσκονται σε μεγάλα βάθη και απαιτείται αυξημένο κόστος εξόρυξης (deepwater drilling) και χρήση της πλέον εξελιγμένης τεχνολογίας υποθαλασσίων εξορύξεων. Τέτοια περίπτωση είναι το πρόσφατα ανακαλυφθέν κοίτασμα Zhor, όπως και τα υποθαλάσσια ελληνικά τεμάχια «Νότια Κρήτη» και «Νοτιο-Δυτική Κρήτη».
Σύμφωνα με τον μηχανισμό του PSA, μέρος της πρώτης παραγωγής καταβάλλεται στην ξένη εταιρεία, προκειμένου να καλύψει τις αρχικές δαπάνες (cost oil). Όταν πρόκειται για υποθαλάσσιο κοίτασμα και η γεώτρηση γίνεται σε μεγάλα βάθη και συναντά υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες, χαρακτηριστικά τα οποία μεταφράζονται σε δαπάνες εκατομμυρίων δολαρίων εκ μέρους της εταιρείας, τότε η καταβολή του cost oil είναι δυνατόν να αγγίξει ποσοστό 70-80% ούτως ώστε η ξένη εταιρεία να μπορέσει να έχει μια αποδεκτή επιστροφή της αρχικής επένδυσής της. Στην Αίγυπτο, παραδοσιακά, το ποσοστό ανάκτησης του cost oil δεν ξεπερνά το 40%. Αν η κυβέρνηση αποδεχόταν ένα ποσοστό της τάξης του 70%, τότε η εταιρεία θα ελάμβανε μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής και από την ίδια την κυβέρνηση, κάτι το οποίο δε γίνεται σε καμία περίπτωση αποδεκτό. Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί προβλήματα και καθυστερήσεις εκ μέρους των κρατικών συμβαλλόμενων εταιρειών της Αιγύπτου, EGAS και EGPC, στην έγκριση και καταβολή των αρχικών δαπανών στις ξένες εταιρείες, με αποτέλεσμα οι τελευταίες στο τέλος να μη λαμβάνουν το συνολικό οφειλόμενο ποσό.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει τα θέματα αυτά αλλά και να ανταποκριθεί στα αιτήματα των ευρωπαϊκών εταιρειών, όπως π.χ. της ΕΝΙ, οι οποίες έχουν αναλάβει τα νέας γενιάς κοιτάσματα της Αιγύπτου (Zhor, Noor) η αιγυπτιακή κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει μεγαλύτερη ευελιξία και χορηγεί μεγαλύτερα ποσοστά του cost oil και του profit oil στις ξένες εταιρείες, με σκοπό να μην θέσει σε κίνδυνο τις επενδύσεις τους και να προωθήσει όσο το δυνατόν ταχύτερα την παραγωγή φυσικού αερίου στα εγχώρια κοιτάσματα.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, ως κράτος-μέλος της ΕΕ έχει προσαρμόσει την ενεργειακή της νομοθεσία στο κοινοτικό κεκτημένο και συγκεκριμένα ο Ν. 4 (Ι) 2007 για τους υδρογονάνθρακες έχει ενσωματώσει στην εσωτερική κυπριακή νομοθεσία την Οδηγία 94/22 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που αφορά στους όρους και τις προϋποθέσεις έρευνας, εξόρυξης και παραγωγής υδρογονανθράκων. Σε γενικές γραμμές, ο μηχανισμός λειτουργίας του συμβατικού τύπου του PSA εφαρμόζεται στο σύνολό του από όλες τις μεγάλες εταιρείες, που συμβάλλονται με την Κυπριακή Δημοκρατία, με μια ουσιώδη παρέκκλιση: Κάθε συμβόλαιο που υπογράφεται, επικυρώνεται μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι από την κυπριακή Βουλή, και ως εκ τούτου αποτελεί ιδιωτικό και όχι δημόσιο έγγραφο, χωρίς την περιβολή νόμου του κράτους και βέβαια χωρίς αυξημένη τυπική ισχύ έναντι της κυπριακής νομοθεσίας, κάτι το οποίο θα ήταν αντίθετο στην κοινοτική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά τα θέματα φορολογίας, ισχύουν οι νόμοι σχετικά με τους εταιρικούς φόρους και τον ΦΠΑ που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να ισχύει κάτι ξεχωριστό για τα εν λόγω συμβόλαια.
Γενικά, στην γεωπολιτικά δύσκολη και ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ο συμβατικός τύπος του καταμερισμού της παραγωγής είναι ο πλέον διαδεδομένος, γιατί καταφέρνει να συνδυάζει τα οφέλη των κυβερνήσεων με τα επιδιωκόμενα κέρδη των ξένων επενδυτριών εταιρειών κατά βέλτιστο τρόπο, ενώ το περιεχόμενο των συμβολαίων μπορεί να παραλλάσσεται ανάλογα με την περίπτωση του κάθε κοιτάσματος, τα οικονομικά δεδομένα της κάθε χώρας και την διεθνή συγκυρία. Αποτελεί δε την καλύτερη εξασφάλιση σε μακροχρόνια προοπτική των συμφερόντων και των δύο συμβαλλομένων μερών σε μια θαλάσσια περιοχή με πολλές αμφισβητήσεις και εντάσεις.
Η Δρ. ΜΑΡΙΚΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ είναι PhD- Post Doc στην Ενέργεια στο ΠΕΔΙΣ, στο Παν. Πελοποννήσου.
foreignaffairs.gr