Η εποχή της ανήσυχης ειρήνης – Κινεζική ισχύς σε έναν διχασμένο κόσμο*

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η ηγεσία της Κίνας έχει πλήρη επίγνωση των οφελών που αποκομίζει η χώρα από το status quo για την ώρα και θα αποφύγει να βάλει τα οφέλη αυτά σε κίνδυνο οποτεδήποτε σύντομα, εκτός αν τα βασικά συμφέροντα της Κίνας γίνουν αβέβαια.

Στις αρχές Οκτωβρίου του 2018, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, έκανε μια έντονη ομιλία σε ένα think tank της Ουάσινγκτον, απαριθμώντας έναν μακρύ κατάλογο επικρίσεων κατά της Κίνας. Από τις εδαφικές διαμάχες στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας [1] έως την υποτιθέμενη κινεζική εμπλοκή στις εκλογές στις ΗΠΑ, ο Pence κατηγόρησε το Πεκίνο ότι παρέβη διεθνείς κανόνες και ενήργησε ενάντια στα αμερικανικά συμφέροντα. Ο τόνος ήταν ασυνήθιστα απότομος –τόσο απότομος ώστε κάποιοι να το ερμηνεύσουν ως πρόλογο ενός νέου ψυχρού πολέμου [2] μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών.
Τέτοιες ιστορικές αναλογίες είναι τόσο δημοφιλείς όσο και παραπλανητικές, αλλά η σύγκριση περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας: Η μετα-ψυχροπολεμική μεσοβασιλεία των ΗΠΑ έχει τελειώσει και η διπολικότητα πρόκειται να επιστρέψει, με την Κίνα να παίζει τον ρόλο της κατώτερης υπερδύναμης. Η μετάβαση θα είναι μια συγκλονιστική, ίσως μάλιστα βίαιη [3] υπόθεση, καθώς η άνοδος της Κίνας θέτει την χώρα σε πορεία σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια σειρά αντικρουόμενων συμφερόντων. Αλλά καθώς η Ουάσινγκτον αποχωρεί αργά από κάποιες από τις διπλωματικές και στρατιωτικές της υποχρεώσεις στο εξωτερικό, το Πεκίνο δεν έχει σαφές σχέδιο για την πλήρωση αυτού του κενού ηγεσίας και την διαμόρφωση νέων διεθνών κανόνων από το μηδέν.
Τι είδους παγκόσμια τάξη θα φέρει αυτό; Σε αντίθεση με ό, τι πρότειναν οι φωνές που σπέρνουν ανησυχία, ένας διπολικός αμερικανο-κινεζικός κόσμος δεν θα είναι ένας κόσμος στο χείλος ενός πολέμου αποκάλυψης. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι φιλοδοξίες της Κίνας για τα επόμενα χρόνια είναι πολύ πιο περιορισμένες από ό, τι πολλοί στο Δυτικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής έχουν την τάση να συμπεραίνουν. Αντί να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την θέση της πρώτης υπερδύναμης του κόσμου, η κινεζική εξωτερική πολιτική στην προσεχή δεκαετία θα επικεντρωθεί κυρίως στην διατήρηση των απαραίτητων συνθηκών για την συνεχή οικονομική ανάπτυξη της χώρας –μια εστίαση που πιθανώς θα ωθήσει τους ηγέτες στο Πεκίνο να αποφύγουν την ανοιχτή αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή με τους πρωταρχικούς συμμάχους τους.
Αντίθετα, η επερχόμενη διπολικότητα θα είναι μια εποχή ανήσυχης ειρήνης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Και οι δύο πλευρές θα μεγαλώσουν τους στρατούς τους, αλλά θα παραμείνουν προσεκτικές για να αντιμετωπίσουν τις εντάσεις προτού να φτάσουν στο σημείο βρασμού της απόλυτης σύγκρουσης. Και αντί να ανταγωνίζονται για την παγκόσμια υπεροχή μέσω αντιτιθέμενων συμμαχιών, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον θα πραγματοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό τον ανταγωνισμό τους στις οικονομικές [4] και τεχνολογικές [5] σφαίρες. Ταυτόχρονα, η αμερικανο-κινεζική διπολικότητα πιθανότατα θα σημάνει το τέλος της διαρκούς πολυμέρειας εκτός των αυστηρά οικονομικών πεδίων, καθώς ο συνδυασμός του εθνικιστικού λαϊκισμού στην Δύση και της δέσμευσης της Κίνας στην εθνική κυριαρχία θα αφήσουν ελάχιστο χώρο για το είδος της πολιτικής εναρμόνισης και της θέσπισης κανόνων που ήταν κάποτε η σφραγίδα του φιλελεύθερου διεθνισμού.
ΤΙ ΘΕΛΕΙ Η ΚΙΝΑ
Η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή σχετίζεται τόσο με την παραίτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την παγκόσμια ηγεσία υπό τον πρόεδρο Donald Trump όσο και με την οικονομική άνοδο της Κίνας. Από ουσιαστική άποψη, το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών δεν έχει περιοριστεί κατά πολύ [6] τα τελευταία χρόνια: Από το 2015, η αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας έχει επιβραδυνθεί σε λιγότερο από 7% ετησίως και οι πρόσφατες εκτιμήσεις έφεραν την ανάπτυξη των ΗΠΑ πάνω από το όριο του 3%. Την ίδια περίοδο, η αξία του γιουάν μειώθηκε κατά περίπου 10% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, περικόπτοντας την ικανότητα εισαγωγών της Κίνας και την παγκόσμια ισχύ του νομίσματός της. Αυτό που άλλαξε πολύ, ωστόσο, είναι η προσδοκία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να προωθούν -μέσω της διπλωματίας και, αν χρειασθεί, της στρατιωτικής ισχύος- μια διεθνή τάξη χτισμένη κυρίως γύρω από τις φιλελεύθερες διεθνιστικές αρχές.
Υπό τον Trump, η χώρα έχει αποσπαστεί από αυτήν την παράδοση, αμφισβητώντας την αξία του ελεύθερου εμπορίου και υιοθετώντας έναν τοξικό, ασυγκράτητο εθνικισμό. Η διοίκηση του Trump εκσυγχρονίζει το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ, προσπαθώντας να επιδείξει ισχύ σε φίλους και εχθρούς ομοίως, και αποσύρεται από διάφορες διεθνείς συμφωνίες και θεσμούς. Μόνο το 2018 απαλλάχθηκε από την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty), την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν [7] και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.
Δεν είναι ακόμη σαφές εάν αυτή η υποχώρηση είναι απλώς ένα στιγμιαίο ολίσθημα -μια βραχύβια εκτροπή από τον κανόνα- ή ένα νέο παράδειγμα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που θα μπορούσε να επιζήσει και μετά την θητεία του Trump. Αλλά οι παγκόσμιες επιπτώσεις του Τραμπισμού έχουν ήδη ωθήσει ορισμένες χώρες προς την Κίνα με τρόπους που θα φαίνονταν αδιανόητοι πριν από μερικά χρόνια. Δείτε τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας Shinzo Abe, ο οποίος ουσιαστικά αντέστρεψε τις σχέσεις της Ιαπωνίας με την Κίνα από την απροκάλυπτη εχθρότητα στην συνεργασία [8], κατά την διάρκεια μιας επίσημης επίσκεψης στο Πεκίνο τον Οκτώβριο του 2018, όταν η Κίνα και η Ιαπωνία υπέγραψαν πάνω από 50 συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας. Εν τω μεταξύ, διαρθρωτικοί παράγοντες συνεχίζουν να διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των δύο παγκόσμιων πρωτοπόρων, της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, και του υπόλοιπου κόσμου. Ήδη, οι στρατιωτικές δαπάνες των δύο χωρών κάνουν όλους τους άλλους να φαίνονται μικροί. Μέχρι το 2023, ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ μπορεί να φτάσει τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια και ο κινεζικός μπορεί να ξεπεράσει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ καμία άλλη παγκόσμια δύναμη δεν θα δαπανήσει περισσότερα από 80 δισεκατομμύρια δολάρια για τις δυνάμεις της. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι κατά πόσον θα δημιουργηθεί μια διπολική αμερικανο-κινεζική τάξη, αλλά πώς θα μοιάζει αυτή η τάξη.
Στην κορυφή των προτεραιοτήτων του Πεκίνου είναι μια φιλελεύθερη οικονομική τάξη που βασίζεται στο ελεύθερο εμπόριο. Ο οικονομικός μετασχηματισμός της Κίνας κατά τις περασμένες δεκαετίες από μια γεωργική κοινωνία σε μια μεγάλη παγκόσμια ατμομηχανή -και την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο- βασίστηκε στις εξαγωγές. Η χώρα έχει σιγά-σιγά δουλέψει για την άνοδό της στην αλυσίδα αξίας, οι εξαγωγές της αρχίζουν να ανταγωνίζονται με εκείνες των εξαιρετικά προηγμένων οικονομιών. Τώρα, όπως και παλαιότερα, αυτές οι εξαγωγές αποτελούν την γραμμή ζωής της κινεζικής οικονομίας: Εξασφαλίζουν σταθερό εμπορικό πλεόνασμα, και οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν αποτελούν ζωτική κινητήρια δύναμη της εσωτερικής κοινωνικής σταθερότητας. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτό θα αλλάξει κατά την επόμενη δεκαετία. Ακόμη και ενόψει της κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον, ο συνολικός όγκος των κινεζικών εξαγωγών συνέχισε να αυξάνεται το 2018. Οι δασμοί των ΗΠΑ ίσως να πονέσουν, αλλά δεν θα αλλάξουν τα θεμελιώδη κίνητρα του Πεκίνου ούτε θα προοιωνίσουν μια γενική στροφή μακριά από το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο από την πλευρά της.
Ακριβώς το αντίθετο: Επειδή οι εξαγωγές της Κίνας είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική και πολιτική επιτυχία της, θα πρέπει να περιμένουμε από το Πεκίνο να διπλασιάσει τις προσπάθειές του να κερδίσει και να διατηρήσει την πρόσβασή του στις ξένες αγορές. Αυτή η στρατηγική ορμή βρίσκεται στο επίκεντρο της πολυσυζητημένης Πρωτοβουλίας Belt and Road [9], μέσω της οποίας η Κίνα ελπίζει να αναπτύξει ένα τεράστιο δίκτυο χερσαίων και θαλάσσιων οδών που θα συνδέει τους εξαγωγικούς κόμβους της με τις αγορές που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Από τον Αύγουστο του 2018, περίπου 70 χώρες και οργανισμοί είχαν συνάψει συμβάσεις με την Κίνα για έργα που σχετίζονται με την Πρωτοβουλία, και ο αριθμός αυτός πρόκειται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Στο Εθνικό Συνέδριο του 2017, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα το προχώρησε τόσο πολύ ώστε να κατοχυρώσει μια δέσμευση για την Πρωτοβουλία στο σύνταγμά του -ένα μήνυμα ότι το κόμμα θεωρεί το σχέδιο υποδομών ως κάτι περισσότερο από μια κανονική εξωτερική πολιτική. Η Κίνα είναι επίσης πρόθυμη να ανοίξει περαιτέρω τις εγχώριες αγορές της σε ξένα προϊόντα ως αντάλλαγμα για μεγαλύτερη πρόσβαση στο εξωτερικό. Ακριβώς εγκαίρως για μια μεγάλη εμπορική έκθεση στην Σαγκάη τον Νοέμβριο του 2018 -που σχεδιάστηκε για να παρουσιάσει την δυναμική της χώρας ως προορισμό για ξένα προϊόντα- η Κίνα μείωσε τον γενικό δασμό της από 10,5% σε 7,8%.
Δεδομένου αυτού του ενθουσιασμού για την παγκόσμια οικονομία, η εικόνα μιας ρεβιζιονιστικής Κίνας που έχει κερδίσει έδαφος σε πολλές Δυτικές πρωτεύουσες, είναι παραπλανητική. Το Πεκίνο βασίζεται σε ένα παγκόσμιο δίκτυο εμπορικών δεσμών, οπότε είναι απρόθυμο για άμεση σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Κινέζοι ηγέτες φοβούνται -όχι χωρίς λόγο- ότι μια τέτοια αντιπαράθεση θα μπορούσε να διακόψει την πρόσβασή της [Κίνας] στις αγορές των ΗΠΑ και να οδηγήσει τους συμμάχους των ΗΠΑ να συγκροτηθούν ενάντια στην Κίνα παρά να παραμείνουν ουδέτεροι, απογυμνώνοντάς την από σημαντικές οικονομικές εταιρικές σχέσεις και πολύτιμες διπλωματικές συνδέσεις. Ως εκ τούτου, η κυρίαρχη τάση στην εξωτερική πολιτική του Πεκίνου κατά τα επόμενα χρόνια θα είναι η επιφυλακτικότητα, όχι η θεληματικότητα ή η επιθετικότητα. Ακόμη και καθώς συνεχίζει να εκσυγχρονίζεται και να επεκτείνει τον στρατό της, η Κίνα θα αποφύγει προσεκτικά να πιέζει σε ζητήματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αυτά που σχετίζονται με την Θάλασσα της Νότιας Κίνας, την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και την οπλοποίηση του διαστήματος.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ
Ο YAN XUETONG είναι διακεκριμένος καθηγητής και Κοσμήτορας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Tsinghua.
*Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος 58 (Ιούνιος-Ιούλιος 2019) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ