Το άρθρου του Economist:
Η Ελλάδα θέλει ελευθερία. Οι πιστωτές της δεν θέλουν να της τη δώσουν τόσο εύκολα. Μια νέα μεγάλη διαπραγμάτευση είναι απαραίτητη.
Πριν από δέκα χρόνια ο Γιώργος Παπανδρέου, τότε νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακοίνωσε στον κόσμο ότι τα βιβλία της κυβέρνησης είχαν μαγειρευτεί και ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2009 ήταν στην πραγματικότητα διπλάσιο από τις εκτιμήσεις. Οι επενδυτές πανικοβλήθηκαν και η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, υποχρεώνοντάς την να ζητήσει βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Μια σοβαρή χρηματοπιστωτική κρίση, σε συνδυασμό με τις ογκώδεις περικοπές δαπανών που ζήτησαν οι πιστωτές, έπληξε την Ελλάδα σε μια από τις βαθύτερες οικονομικές περιόδους που γνώρισε μια πλούσια χώρα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τώρα ένας νέος πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προσπαθεί να σηκώσει την Ελλάδα ξανά στα πόδια της. Αν και η οικονομία έχει αρχίσει να επεκτείνεται και πάλι, η ανάπτυξη είναι χαλαρή και η παραγωγή είναι σχεδόν το ένα τέταρτο χαμηλότερα από το επίπεδό της το 2007. Η χώρα άφησε το τρίτο πακέτο στήριξης το περασμένο έτος με δημόσιο χρέος 180% του ΑΕΠ. Τώρα υπόκειται στους όρους μιας συμφωνίας ανακούφισης του χρέους που έκανε με τους ευρωπαίους πιστωτές της. Η συμφωνία αυτή σχεδιάστηκε να μοιάζει σκληρή για να είναι ευχάριστη για τους εκλογείς της βόρειας Ευρώπης, οι οποίοι μισούν την ιδέα της διάσωσης των νότιων, αλλά οι ειδικοί συμφωνούν ότι είναι άγρια μη ρεαλιστικό.
Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να προσποιούμαστε και να διευθετήσουμε την οικονομία της Ελλάδας μια για πάντα.
Στη συμφωνία του 2018 για το χρέος επιμηκύνθηκαν ορισμένα δάνεια της Ελλάδας και υπήρξε κάποια ελάφρυνση στα επιτόκια με αντάλλαγμα τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και δρακόντειους δημοσιονομικούς στόχους, όπως πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως έως το 2022 και 2,2% κατά μέσον όρο έως το 2060. Το ότι αυτοί οι στόχοι είναι εξωπραγματικοί αποτελεί κοινό μυστικό. Όπως τονίζει το ΔΝΤ, θα χρειαστεί τελικά πραγματική ελάφρυνση χρέους και καθώς η οικονομία είναι ακόμη συμπιεσμένη, υπάρχει ισχυρό επιχείρημα για κάποια δημοσιονομική χαλάρωση τώρα
Από την πλευρά της, η Ελλάδα έχει αποφύγει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να αρχίσει να αναπτύσσεται αρκετά γρήγορα ώστε να καλύψει την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η προηγούμενη κυβέρνηση, έπιασε τους δημοσιονομικούς της στόχους, αλλά έκανε πίσω στη μεταρρύθμιση.
Υπάρχει διέξοδος. Όταν οι Έλληνες ψήφισαν τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος κινήθηκε σε μία μεταρρυθμιστική πλατφόρμα, γύρισαν την πλάτη τους στον λαϊκισμό. Οι πιστωτές πρέπει να εκλάβουν αυτό ως μία ένδειξη καλής πίστης.
Θα πρέπει επίσης να θέσουν έναν νέο στόχο – ότι, σε αντάλλαγμα για τις μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα πρέπει να λάβει μία απομείωση του χρέους της που είναι αρκετά μεγάλη για να επιτρέψει τη βιώσιμη εξυπηρέτηση του χρέους της χωρίς να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Κατά την περίοδο αυτή, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα περνά τα ορόσημα των μεταρρυθμίσεων, οι στόχοι της για το δημοσιονομικό πλεόνασμα πρέπει σταδιακά να χαλαρώνουν.
Ως χειρονομία καλής θέλησης, η ΕΕ θα μπορούσε εν τω μεταξύ να αποδεσμεύει πάνω από 1 δισ. ευρώ από κέρδη από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για να δώσει στην Ελλάδα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο
Οι τράπεζες είναι γεμάτες με «κόκκινα» δάνεια και το πλαίσιο για την αντιμετώπισή τους είναι ελλιπές. Τα φορολογικά έσοδα βασίζονται σε πολύ στενή βάση, με αποτέλεσμα να απαιτούνται υψηλά ποσοστά που αποθαρρύνουν την πρόσληψη. Κατά την εγγραφή περιουσιακών στοιχείων ή την επίλυση επιχειρηματικών διαφορών, η έκθεση “Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας κατατάσσει την Ελλάδα στο κατώτατο τρίτο των χωρών.
Ο Μητσοτάκης πρέπει να σηκώσει τα μανίκια. Έχει τη δημόσια στήριξη και έχει εντυπωσιάσει τις αγορές – το επασφάλιστρο των ελληνικών 10ετών ομολόγων σε σχέση με αυτό των γερμανικών έχει μειωθεί στο μισό φέτος. Πρέπει να πείσει τους Βόρειους ότι η Ελλάδα έχει κερδίσει κάποια ευελιξία. Αυτό σημαίνει την αντιμετώπιση των προβλημάτων που κρατούν πίσω την οικονομία.
Επί δέκα έτη, οι κυβερνήσεις και οι πιστωτές τα μισοκατάφερναν. Οι Έλληνες αξίζουν κάτι καλύτερο.