Ιστορική συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 στην πόλη Καζέρτα της Ν. Ιταλίας, περί το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ της «ελεύθερης» ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε στο Κάιρο και που είχε στο μεταξύ μεταφερθεί, στη παρακείμενη πόλη Κάβα ντε Τιρρένι, αφενός και αφετέρου των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ και ΕΔΕΣ) που δρούσαν τότε στην Ελλάδα.
Φωτογραφία από: 902.gr
Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου που είχαν πλέον την έδρα τους στη παρακείμενη πόλη Σαλέρνο.
Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να καθορισθούν θέματα σχετικά με τη δράση, τον έλεγχο και/ή τον αφοπλισμό των ένοπλων τμημάτων αντίστασης που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στον ελληνικό χώρο, προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα, μετά την απελευθέρωση.
Ιστορικό
Το Σεπτέμβριο του 1944, κατά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, στην πόλη Καζέρτα (Caserta) της Ιταλίας, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο Βρετανός υπουργός Μέσης Ανατολής Χάρολντ Μακ Μίλαν, ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, (AFHQ), Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον, ο Άγγλος στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι με τον επιτελάρχη του Μπένφιλ και άλλοι Άγγλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί με τα μέλη της «ελεύθερης» ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε υπό τον Γ. Παπανδρέου όταν έληξε η Πολιτική κρίση Καΐρου (1944) και με τους στρατιωτικούς ηγέτες των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ, που έφθασαν με αεροσκάφος της RAF από το αεροδρόμιο Νεράιδας.
Στην ελληνική κυβέρνηση που είχε στο μεταξύ μεταφερθεί από Αλεξάνδρεια, στις 7 Σεπτεμβρίου (1944), στη παρακείμενη πόλη Κάβα ντε Τιρρένι, μεταξύ Καζέρτας – Σαλέρνο, μετείχαν ο τότε «επιλεχθείς» και αναγνωρισθείς ως πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου με τέσσερις ΕΑΜικούς υπουργούς: δύο εκπροσώπους της Αριστεράς, (ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης και ο Γιάννης Ζέβγος) και δύο από τα άλλα κόμματα του ΕΑΜ, (ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Ηλίας Τσιριμώκος), καθώς και οι Θεμιστοκλής Τσάτσος και Χρήστος Σγουρίτσας. Στη σύσκεψη κλήθηκαν επίσης και παρευρέθηκαν και οι στρατιωτικοί αρχηγοί, του ΕΔΕΣ στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας και του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης, έχοντας ο τελευταίος μαζί του ως νομικό σύμβουλο τον Κ. Δεσποτόπουλο.
Η συνάντηση όλων των παραπάνω έγινε στην Καζέρτα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1944 όπου και ξεκίνησε η σύσκεψη. Ύστερα από μακρές συζητήσεις, τρεις ημέρες αργότερα, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 το απόγευμα, υπογράφηκε η ομώνυμη συμφωνία, που υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστική για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Βασικοί όροι
Κατά τους όρους της συμφωνίας αυτής, όλες οι ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην Ελλάδα θα υπάγονταν στις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, η οποία στη συνέχεια θα τις έθετε υπό τις διαταγές του στρατηγού Ρ. Σκόμπυ, που θα ηγούνταν των βρετανικών απελευθερωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις ανταρτικές μονάδες οποιαδήποτε δράση που θα απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, αναφερόταν ότι «ουδεμία ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ».
Με την ίδια συμφωνία, τα ιδρυμένα από τις κατοχικές κυβερνήσεις Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνταν όργανα του εχθρού και θα αντιμετωπίζονταν ως δοσίλογοι, αν δεν παραδίδονταν σύμφωνα με εκδοθησομένες διαταγές του Ρ. Σκόμπυ.
Οι ελληνικές ανταρτικές δυνάμεις θα σχημάτιζαν «Εθνικήν Ένωσιν, ίνα συντονίζουν την δράσιν των διά το καλύτερον συμφέρον του Αγώνος». Καθορίζονταν επίσης οι περιφέρειες και τα εδαφικά όρια εντός των οποίων θα δρούσε στο εξής ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ και γινόταν σχετική ειδική μνεία για την Αττική, την Πελοπόννησο και τη Θράκη. Διοικητής των στρατευμάτων της Αττικής διοριζόταν ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος, που θα ενεργούσε σε συνεργασία με τους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα. Αξιωματικός – σύνδεσμος θα προτεινόταν από τον Στρατηγό Σαράφη με την έγκριση της κυβέρνησης. Ο Στρατηγός Σαράφης επίσης θα «υπεδείκνυε» τον αξιωματικό – διοικητή των ανταρτικών δυνάμεων Πελοποννήσου, τον οποίο θα βοηθούσε σύνδεσμος της αγγλικής αποστολής.
Ανάλογες ρυθμίσεις συμφωνήθηκαν για τη Θράκη και τη Θεσσαλονίκη. Οι στρατιωτικοί διοικητές των περιοχών αυτών θα είχαν ως αποστολή την παρενόχληση της γερμανικής υποχώρησης, την εξουδετέρωση των γερμανικών φρουρών και την τήρηση του νόμου και της τάξης στα εδάφη που θα απελευθερώνονταν. Θα παρείχαν δε τη συνδρομή τους για την αποκατάσταση της πολιτικής εξουσίας και για την πρόληψη «επιβολής οποιασδήποτε ποινής και αδικαιολογήτου συλλήψεως».
Σημειώνεται ότι στο κείμενο της συμφωνίας, μέχρι πριν την υπογραφή, περιλαμβανόταν αρχικά κάποια παράγραφος ή άρθρο, που αναφερόταν στον στρατηγό Ρ. Σκόμπυ με την επίμαχη φράση ότι στα καθήκοντά του ήταν και να επιβάλλει τον νόμο και την τάξη. Επ΄ αυτού ο υπουργός Α. Σβώλος ζήτησε ν΄ απαλειφθεί αυτή με το σκεπτικό ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκε στην ελληνική κυβέρνηση και ήταν θέμα εσωτερικό. Όταν το αίτημα αυτό έγινε αποδεκτό από τον στρατηγό Ουΐλσον για την απάλειψη, οι Γ. Παπανδρέου, Χ. Μακ-Μίλαν και Θ. Τσάτσος προσπάθησαν αντί απάλειψης να βρουν άλλη διατύπωση προκειμένου να μη αλλαχθεί η ουσία του θέματος. Τελικά όμως ο Ουΐλσον δέχθηκε να διαγραφεί όλο το άρθρο όπως και έγινε.
Συνέπειες
Τα γεγονότα που ακολούθησαν και κυρίως τα Δεκεμβριανά, εκτιμήθηκαν από ορισμένους ιστορικούς ως συνέπεια των όρων της συμφωνίας της Καζέρτας, για την οποία κυρίως η Αριστερά αλλά και μια μερίδα της Δεξιάς (από την αντίθετη σκοπιά, «ως υπερβολική σε υποχωρήσεις προς τους κομμουνιστές») είχε διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις.
Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση και την συμφωνία της Καζέρτας, ο Γεώργιος Παπανδρέου μαζί με τα μέλη της κυβέρνησής του επέστρεψε στην Ελλάδα, από το Σαλέρνο της Ιταλίας με το αγγλικό πολεμικό πλοίο «Πρίγκιψ Δαυίδ».