Στις 22/7 η Νέα Δημοκρατία, νικητής των εθνικών βουλευτικών εκλογών της 7/7, έλαβε από τη Βουλή την αναμενόμενη ψήφο εμπιστοσύνης. Εθιμικά, η ψήφος εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο προς την εκάστοτε κυβέρνηση, από το κόμμα (ή συνασπισμό κομμάτων) που λαμβάνει τη σχετική εντολή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έχει ένα πανηγυρικό χαρακτήρα, με αναμενόμενο -κατά κανόνα- το αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη συγκυρία, η ψήφος εμπιστοσύνης που ζήτησε και έλαβε η Νέα Δημοκρατία, είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης που πρέπει να την προσεγγίσουμε τελείως διαφορετικά από ό,τι συνήθως συμβαίνει.
Πράγματι, από το 2010 η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς Κρίσης, που υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική διάσταση από την οποία προήλθε -ή, θεωρείται ότι προήλθε. Βιώσαμε καταστάσεις που χάραξαν βαθιά και επώδυνα όχι μονάχα το «σώμα» της Κοινωνίας και της οικονομίας (ιδιωτικής και δημόσιας) μα και της ίδιας της Δημοκρατίας. Πολιτικές πρωτόγνωρες για την εκδικητικότητα και σκληρότητά τους, όχι μόνο για τα ελληνικά μα και τα παγκόσμια δεδομένα, που υπερέβαιναν κατά πολύ το τυπικό και εύλογο ενδιαφέρον ενός δανειστή για τη δυνατότητα του οφειλέτη να τον ξεπληρώσει, οδήγησαν στη συνδυαστική κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, της οικονομίας και της ίδιας λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Την ίδια στιγμή, ΟΥΔΕΠΟΤΕ έγινε -και για την ακρίβεια : επετράπη να γίνει- η οφειλόμενη έρευνα για το πώς φτάσαμε στο 2010 -και ακολούθως πώς από εκεί και πέρα έγινε η διαχείριση της Κρίσης. Όχι μόνο αυτό, μα, ιδού που εννιά χρόνια μετά το 2010, αρχίζει να διαπιστώνεται πως όλος ο λαϊκός θυμός και η οργή των πρώτων χρόνων, μέχρι και το 2015, έχει πια ξεθυμάνει σε σημείο που ίσως να μην υπερβάλουμε αν υποστηρίξουμε πως επιτεύχθηκε ένα είδος «κανονικοποίησης» της ίδιας της Μνημονιακής Αθλιότητας. Αν υπάρχει μια Ψήφος Εμπιστοσύνης με πολιτικό περιεχόμενο που υπερβαίνει κατά πολύ τις ερμηνείες για τις αιτίες που έστειλαν ένα κόμμα στην αντιπολίτευση και ένα άλλο στη κυβέρνηση, αυτή η Ψήφος Εμπιστοσύνης είναι η ανάδειξη του Μνημονιακού Τόξου στις βουλευτικές εκλογές της 7/7, ως το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της Χώρας. Και αν κάποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει λέγοντας ότι και τον Σεπτέμβρη του 2015 την ίδια εξέλιξη βιώσαμε, εν τούτοις, οι τότε συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα, συνθήκες εξαιρετικής έντασης και πιέσεων πάνω στο εκλογικό σώμα μα και στο ίδιο το ντόπιο το πολιτικό σύστημα, που τροφοδοτούνταν και από την Ευρώπη, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις συνθήκες που διεξήχθησαν οι εκλογές του 2019, εκλογές πλήρους πολιτικής νηνεμίας και κοινωνικής ειρήνης. Βιώνουμε, με άλλα, λόγια, τη θριαμβευτική επαναβεβαίωση του Παλαιοκομματισμού (και των συνοδών του φαινομένων της Διαφθοράς και της Ανικανότητας) -και μάλιστα ενισχυμένου με νέους «εταίρους» και δη από το χώρο της Αριστεράς-, των πολιτικών δηλαδή δυνάμεων που οδήγησαν τη Χώρα στη Κρίση και στα Μνημόνια και ακολούθως τα διαχειρίστηκαν, ως το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της Χώρας. Είναι η πολιτική και όχι μόνο νομιμοποίηση του συνόλου των Μνημονιακών πολιτικών από το σύνολο των Μνημονιακών κυβερνήσεων. Είναι η επιβεβαίωση της «συνέχειας του Κράτους», ακόμα και ανεξάρτητα από την νομιμότητα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν. Η ψήφος του λαού, δεν υπήρξε τιμωρητική, τούτη τη φορά, με στόχο τη τιμωρία των Μνημονίων. Όσο κι αν φαίνεται παράλογο, υπήρξε ψήφος τιμωρίας εναντίον μιας κυβέρνησης που δεν εφάρμοσε σχετικά πιο ανώδυνα τα Μνημόνια, αφού η νέα κυβέρνηση που επέλεξε, δεν υπόσχεται -με βάση το πολύ πρόσφατο μνημονιακό της παρελθόν- παρά ακριβώς αυτό : ότι θα εφαρμόσει τα Μνημόνια πιο αποτελεσματικά και με μεγαλύτερη «ευαισθησία».
Η ψήφος εμπιστοσύνης του ελληνικού Λαού προς τον Παλαιοκομματισμό και τα Μνημόνια της 7ης Ιουλίου, είναι μια ψήφος παραίτησης του λαού από την αναζήτηση της αλήθειας, μια ψήφος λήθης για το τι και ποιοι οδήγησαν τη χώρα και το λαό στο Εθνικό Έγκλημα της Κρίσης και των Μνημονίων, είναι μια ψήφος επιβεβαίωσης των συνεπειών που βίωσε και που με βεβαιότητα θα ξαναβιώσει αφού οι εν ισχύι μνημονιακές δεσμεύσεις δεν μπορούν να παράγουν τίποτα από όσα και τα προηγούμενα χρόνια παρήγαγαν, είναι μια δήλωση απόρριψης των ίδιων του των αντιρρήσεων για την σκοπιμότητα και το περιεχόμενο των Μνημονιακών πολιτικών που οι δανειστές επέβαλαν.
Ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο της θετικής πλέον λαϊκής ψήφου εμπιστοσύνης προς το Μνημονιακό Τόξο;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, απαιτεί να απαντήσουμε προηγούμενα σε τέτοια ερωτήματα όπως -ενδεικτικά- τούτο : «Τι απ’ ότι μας συνέβη στην Μνημονιακή περίοδο αξίζει τη λαϊκή λήθη»; Και ποια απάντηση μπορούμε να δώσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα;
Ίσως ότι οι χιλιάδες συμπολίτες μας που έδωσαν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους μη αντέχοντας την ανέχεια και το εξευτελισμό αποτέλεσαν το αναγκαίο αντίτιμο για τη σωτηρία της Πατρίδας, για την εξυπηρέτηση του Εθνικού Συμφέροντος;
Ίσως ότι εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας υποχρεώθηκαν να βάζουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους, κι αυτό ως το αναγκαίο αντίτιμο για τη σωτηρία της Πατρίδας, για την εξυπηρέτηση του Εθνικού Συμφέροντος;
Ίσως, ότι για να σωθεί η οικονομία έπρεπε προηγούμενα να λεηλατηθούν μισθοί, συντάξεις και ασφαλιστικά ταμεία, ως το αναγκαίο αντίτιμο για τη σωτηρία της Πατρίδας, για την εξυπηρέτηση του Εθνικού Συμφέροντος;
Ίσως ότι την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα της πλειοψηφίας του λαού συρρικνώνονταν ακόμα και πάνω από το μισό όταν δεν εξανεμίζονταν εντελώς, και οι φορολογικές επιβαρύνσεις πολλαπλασιάζονταν σε επίπεδα που θα ήταν δύσκολο να εξυπηρετηθούν ακόμα και με τα προ Κρίσης εισοδήματα, ώστε η συντριπτική πλειοψηφία του λαού να συνιστά τον υπερήμερο οφειλέτη του Δημοσίου, των Τραπεζών και των Ασφαλιστικών Ταμείων, κι αυτές λοιπόν οι εξελίξεις ήταν αναγκαίες ως το αναγκαίο αντίτιμο για τη σωτηρία της Πατρίδας, για την εξυπηρέτηση του Εθνικού Συμφέροντος;
Ίσως, ότι για να σωθεί η οικονομία έπρεπε προηγούμενα το ελληνικό πιστωτικό σύστημα και η εθνική περιουσία να περιέλθουν υπό τον έλεγχο των δανειστών, ως το αναγκαίο αντίτιμο για τη σωτηρία της Πατρίδας, για την εξυπηρέτηση του Εθνικού Συμφέροντος;
Ίσως, ότι για να σωθεί η οικονομία έπρεπε ταυτόχρονα να αλωθεί και η ίδια η εθνική κυριαρχία και η ίδια η ελληνική Δημοκρατία, το Σύνταγμα της οποίας και οι θεσμοί της όχι απλά να παραβλεφθούν, μα και κατά τρόπο προκλητικό να ευτελιστούν, ως το αναγκαίο αντίτιμο για τη σωτηρία της Πατρίδας, για την εξυπηρέτηση του Εθνικού Συμφέροντος;
Κι αν πολιτικές και πρακτικές με συνέπειες όπως οι ανωτέρω, εξυμνούνται ως πολιτικές που εξυπηρέτησαν και προφανώς εξακολουθούν να εξυπηρετούν το Εθνικό Συμφέρον, αν ό,τι παρέμεινε ως περιεχόμενο του Εθνικού Συμφέροντος είναι οι ανωτέρω συνέπειες των Μνημονιακών Πολιτικών, και το κυριότερο -και χειρότερο μαζί-, έρχεται ο λαός με τη ψήφο του να νομιμοποιήσει το άνω περιεχόμενο του Εθνικού Συμφέροντος, ασφαλώς, τότε, η προσωπική μου αντίληψη για το ζήτημα αυτό, οφείλω να ομολογήσω, είναι περιθωριακή, αφού πιστεύω πως όλα τα παραπάνω δεν σκότωσαν απλά, αλλά, δολοφόνησαν το Εθνικό Συμφέρον.
Το παρελθόν πλέον δεν φαίνεται να έχει κάποια χρησιμότητα στη συλλογική μας συνείδηση. Ούτε καν ως πηγή γνώσης και σοφίας. Όμως, αν αυτό αποτελεί στόχο εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν κάθε συμφέρον να μην υπάρξει αυτή η γνώση και σοφία, θα έπρεπε ακριβώς για τον λόγο αυτό, ο λαός να απαιτήσει να αναστήσει το κρυμμένο του παρελθόν, αν θέλει να κατανοήσει το παρόν και πολύ πιο σημαντικό να σχεδιάσει το πραγματικό του μέλλον και όχι ένα μέλλον προϊόν ενός τεράστιου πολιτικού ψεύδους, ένα «μέλλον» που δεν είναι άλλο από ένα παρελθόν που αναπαράγει ό,τι τρέφει τον Παλαιοκομματισμό. Αρνηθήκαμε να κόψουμε τον κορμό του κακού, πόσο μάλλον να ξεριζώσουμε τις ρίζες του, επιλέξαμε, ακόμα χειρότερο, να μεριμνούμε και για το τακτικό του πότισμα και ράντισμα, μη τυχόν και η Αθλιότητα δε μας δώσει τους καρπούς της.
Είναι η πρώτη φορά από το 2010, που το πολιτικό σκηνικό, ομοιάζει ωσάν τίποτα να μη συνέβη από το 2010 και μετά -πόσο μάλλον προ αυτού. Οι πολιτικές – κομματικές επιλογές του λαού επανέρχονται στην αμεριμνησία της προ Κρίσης περιόδου επιβραβεύοντας όλα τα παραπάνω και μάλιστα σε ακόμα πιο ενισχυμένη μορφή, με τη προσθήκη και νέων «εταίρων» στο στρατόπεδό τους. Τρανή απόδειξη πως οι επιλογές του λαού στις τελευταίες εκλογές, νομιμοποίησαν ό,τι ο ίδιος προς στιγμή φαίνονταν να μην ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί : την ατιμωρησία ενός Εθνικού Εγκλήματος που μας έριξε στα βράχια το 2010 και της συνέχειάς του που είχε να κάνει με το πώς έγινε η διαχείριση της Κρίσης. Όλα αυτά πλέον αποτελούν παρελθόν.
Η Λήθη, μαζί με άλλα αδέρφια της, ορισμένα από τα οποία φέρουν πολύ χαρακτηριστικά ονόματα όπως, Πόνος, Λοιμός, Άλγος, Φόνοι, Δυσνομίες, Άτη, Ψευδολόγους κ.λπ. οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι υπηρέτησαν με μεγάλη ευσυνειδησία μα και αποτελεσματικότητα τους σκοπούς της Μνημονιακής Αθλιότητας. (Από το 2009 έτσι την αποκαλώ και δεν βρίσκω σήμερα τον λόγο να αλλάξω αυτό τον χαρακτηρισμό). Κατέβαλαν τις εναντίον της αντιστάσεις, όργωσαν το χωράφι της με μαεστρία και το έσπειραν με τους σπόρους που θα δώσουν κάποια στιγμή στα επόμενα χρόνια στο λαό αντίστοιχους καρπούς του 2010. Δεν χρειάζεται να είσαι μάντης ή δεινός τεχνοκράτης για να δεις τι μέλλον σου επιφυλάσσει η συνοίκηση με την Αθλιότητα.
Έρχονται στιγμές που αναζητώ τις τύχες του έθνους μας στις Μοίρες. Αυτές τις πανίσχυρες υπάρξεις της ελληνικής μυθολογίας στις οποίες ακόμα και ο Δίας υποτάσσονταν. Διότι ποια ορθολογική ερμηνεία μπορώ να δώσω στις πολιτικές επιλογές του ελληνικού λαού; Πώς μπορεί να ερμηνεύσει μια μετριότητα όπως εγώ, εκείνη τη κατάσταση κατά την οποία ένας ολάκερος λαός φαίνεται να εμφανίζει συμπεριφορά ωσάν εκείνη που περιγράφεται στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης, όταν, ο ίδιος αυτός λαός, αγκαλιάζει ό,τι λίγο πριν θεωρούσε ότι τον έπνιγε, κι ακόμα χειρότερο, να μη θεωρεί ότι ακόμα μπορεί να ανασάνει πολύ καλύτερα από την εποχή όπου αναθεμάτιζε όσους σήμερα επευφημεί με χαρακτηρισμούς βαριούς και συχνά ακατανόμαστους; Ένα είναι πάντως βέβαιο. Αν το 2010 η Αθλιότητα ισχυρίστηκε πως ήταν -σε μεγάλο βαθμό- ο ίδιος ο λαός που ευθύνονταν για τη Κρίση (διότι ζούσε πέρα από τις δυνατότητές του), ασφαλώς, ένα τεράστιο ψεύδος, όταν στο μέλλον, η ίδια αυτή Αθλιότητα θα χρειαστεί να επαναλάβει τους γνωστούς της ισχυρισμούς -σε ό,τι αφορά την ευθύνη του λαού-, τότε, πολύ φοβούμαι, δεν θα υπάρχουν πολλά περιθώρια να την αντικρούσει κανείς, όταν η Αθλιότητα θα έχει μαζί της τη συνειδητή πλέον συμπόρευση του λαού μαζί της.
Όταν η Λήθη ενδημεί στο σώμα του λαού, τότε μετατρέπεται σε ύπνο, κάτι πολύ κοντινό με το θάνατο. Τα όποια ξεσπάσματα της συλλογικής μνήμης αποδεικνύονται σποραδικά, κι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη : σποραδικά, εκτονωτικά. Όπως κι αν έχει το πράγμα, αυτό που φαίνεται να προκύπτει ως «μέλλον» με βάση το παράλογο αποτέλεσμα των εκλογών της 7/7, είναι πως δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι το «πραγματικό» από τη συνένωση της λογικής και του παραλόγου. Αν η συλλογική συνείδηση του έθνους διαπιστώνεται ότι μοιράζεται ανάμεσα στη λογική που λέει πως δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις τύχες του στα χέρια εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που το ίδιο κατηγορεί ως υπαίτιες των μεγάλων του δεινών λόγω της ανικανότητας ή/και της διαφθοράς τους και στον παραλογισμό εν τέλει να επιλέγει ό,τι το ίδιο αποκλείει ως λογική επιλογή, τότε, ασφαλώς, βρισκόμαστε μάρτυρες της γέννησης μιας μυθοπλασίας, η οποία, σε αντίθεση με τις μυθοπλασίες άλλων εποχών, σήμερα, δεν μπορεί να αποτελούν -τέτοιου είδους μύθοι- με κανένα κριτήριο δείγμα θετικής πνευματικής καλλιέργειας.