Το Στρατόπεδο Εξόντωσης της Τρεμπλίνκα ήταν Στρατόπεδο του Ναζιστικού καθεστώτος, ειδικά δημιουργημένο για τη μαζική δολοφονία Εβραίων, Πολωνών και Ρομά στο πλαίσιο της Επιχείρησης Ράινχαρντ.
Φωτογραφία: By David Shankbone – Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3271922
Το Νοέμβριο του 1941 και υπό την αιγίδα των SS και του επικεφαλής της Αστυνομίας της Βαρσοβίας, δημιουργήθηκε στην περιοχή μεταξύ των χωριών Τρεμπλίνκα και Μαλκίνια ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, κοντά σε ένα λατομείο χάλικα, με σκοπό την παραγωγή χαλίκων για έργα οχύρωσης.
Το στρατόπεδο επανδρώθηκε κυρίως από Εβραίους, αλλά και μη Εβραίους Πολωνούς, τους οποίους οι Γερμανοί κατακτητές θεωρούσαν ότι δεν εργάζονταν όπως έπρεπε για τα συμφέροντα του Ράιχ. Στο στρατόπεδο περιλαμβάνονταν εγκαταστάσεις διαμονής τόσο για τους κρατούμενους όσο και για τη φρουρά, ένα “αναρρωτήριο”, ένα διοικητήριο και χώρος διαμονής του διοικητή του Στρατοπέδου και ένας φούρνος για ψωμί. Αυτό το στρατόπεδο ονομάσθηκε αργότερα Τρεμπλίνκα Ι.
Η δύναμη και η σύνθεση της φρουράς του ήταν μικρότερη από της Τρεμπλίνκα ΙΙ (15-25 SS και 90 φρουροί). Διοικητής του ήταν, για όλο το διάστημα λειτουργίας του (1941 – 1944), ο Ταγματάρχης (Sturmbannfuhrer) των SS Τέοντορ φαν Όιπεν (Theodor van Eupen).
Το 1942 άρχισε να εφαρμόζεται η Επιχείρηση Ράινχαρντ (Aktion Reinhard), στο πλαίσιο εξόντωσης όλων των Εβραίων στην επικράτεια του Ράιχ. Ο μηχανισμός που έλεγχε την Επιχείρηση επέλεξε την τοποθεσία κοντά στο Στρατόπεδο της Τρέμπλινκα Ι, επειδή βρισκόταν κοντά στη διασταύρωση Μαλκίνια (πολ. Malkinia Gorna) – επάνω, δηλαδή, στον κεντρικό σιδηροδρομικό άξονα Βαρσοβία – Μπιάλιστοκ και σε περιοχή αραιοκατοικημένη.
Οι Γερμανοί κατασκεύασαν μια πρόσθετη σιδηροδρομική γραμμή από την διασταύρωση της Μαλκίνια, η οποία οδηγούσε στο στρατόπεδο. Στο τέρμα της μικρής αυτής παράκαμψης κατασκευάσθηκε, στα τέλη του 1942 και με υπόδειξη του τότε διοικητή Στανγκλ, ένα κτίριο, το οποίο ήταν απομίμηση κανονικού σιδηροδρομικού σταθμού (έφερε στους τοίχους πίνακες δρομολογίων, πινακίδες κατάδειξης κτλ.). Αυτή η εγκατάσταση έγινε γνωστή ως Τρεμπλίνκα ΙΙ ή απλά Τρεμπλίνκα.
Το στρατόπεδο είχε σχήμα τραπεζοειδές, με συνολική επιφάνεια περίπου 240 στρεμμάτων. Περιβαλλόταν από αγκαθωτό συρματόπλεγμα και το πυκνό δάσος που το περιέβαλε αποτελούσε ιδιαίτερα αποτελεσματική κάλυψη των φρικαλεοτήτων που γίνονταν εκεί, αν και η περιοχή ήταν γενικά αραιοκατοικημένη. Στις τέσσερεις γωνίες του υψώνονταν πύργοι παρατήρησης ύψους 8 μ. καθένας, με δύο επιπλέον πύργους στην περιοχή των θαλάμων αερίων.
Υπήρχαν σε αυτό τρεις διακριτές περιοχές:
– Η περιοχή υποδοχής (μικρό κτίσμα σαν σταθμός με ελεύθερο χώρο γύρω του).
– Η περιοχή διαμονής, με μερικά κτίρια για την φρουρά και την “διοικητική υπηρεσία”, ένα αναρρωτήριο και αποθήκες – εργαστήρια. Εκεί γινόταν η πρώτη διαλογή των νεοαφιχθέντων. Μερικοί στέλνονταν προς αντικατάσταση των εργατών της Τρεμπλίνκα Ι και άλλοι επιλέγονταν ως βοηθητικό προσωπικό για την διακομιδή των πτωμάτων από τους θαλάμους αερίων.
– Η κύρια περιοχή εξόντωσης με τους θαλάμους αερίων και όρυγμα πίσω τους.
Η λειτουργία
Όταν ένας συρμός – συνήθως των 60 βαγονιών – έφθανε στη Μαλκίνια, χωριζόταν σε τρία μέρη. Τα βαγόνια μεταφέρονταν, σε εικοσάδες, στην Τρεμπλίνκα, μαζί με τους επιβάτες τους. Εκεί εσκεμμένα δινόταν η εντύπωση στους κρατούμενους ότι πρόκειται να μεταφερθούν σε άλλο χώρο. Οδηγούνταν στη συνέχεια, στην “περιοχή διαμονής”, όπου γινόταν αρχικά ο διαχωρισμός σε άνδρες και γυναικόπαιδα. Ύστερα από την επιλογή των αντικαταστατών και των συνεργείων, οι υπόλοιποι διατάσσονταν να γδυθούν τελείως και τα υπάρχοντά τους φυλάσσονταν, για περαιτέρω επεξεργασία, στις αποθήκες. Αυτό ήταν από μόνο του κάτι ιδιαίτερα σκληρό, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, καθώς η θερμοκρασία έφθανε και τους -20οC.
Από εκεί ξεκινούσε ένα καμουφλαρισμένο και περίκλειστο, με συρματόπλεγμα στα πλαϊνά του, μονοπάτι, το οποίο έφερε το προσωνύμιο “ο σωλήνας”. Κατέληγε στις εισόδους των θαλάμων αερίων. Οι κρατούμενοι υποχρεώνονταν να το διασχίσουν γυμνοί και τρέχοντας μέχρι τις εισόδους των “λουτρών”, όπως έγραφαν οι πινακίδες επάνω από τις εισόδους των θαλάμων. Μόλις οι κρατούμενοι εισέρχονταν στους θαλάμους, οι πόρτες τους έκλειναν αεροστεγώς και ένας κινητήρας ειδικά εγκατεστημένος έξω από το συγκρότημα έστελνε τα – πλούσια σε μονοξείδιο του άνθρακα – καυσαέρια στο εσωτερικό τους. Η όλη διαδικασία διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Στη συνέχεια, οι πόρτες άνοιγαν, οι θάλαμοι αερίζονταν και οι επιλεγμένοι Εβραίοι “εργάτες” μετέφεραν τα πτώματα έξω από αυτούς. Αρχικά τα πτώματα θάβονταν σε ομαδικούς τάφους. Αργότερα (τέλος του 1942) κατασκευάσθηκε μια τάφρος πίσω από τους θαλάμους, όπου τα πτώματα αποτεφρώνονταν.
Η μέθοδος ήταν η εξής: Μερικές ράγες τρένου στερεώνονταν σε τσιμεντένους πυλώνες με τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα πλέγμα. Τα πτώματα συσσωρεύονταν επάνω στο πλέγμα και πάνω και κάτω από αυτά τοποθετούνταν ξύλα, τα οποία στη συνέχεια αναφλέγονταν καίγοντας τα πτώματα. Τα υπολείμματα (οστά κτλ) στη συνέχεια κονιορτοποιούνταν και απορρίπτονταν. Αν κάποιοι από τους κρατουμένους δεν είχαν πεθάνει και συνέρχονταν όταν άνοιγε ο θάλαμος, λόγω του καθαρού αέρα, απλώς πυροβολούνταν στο κεφάλι και ρίπτονταν επίσης στο όρυγμα προς αποτέφρωση.
Άλλοι κρατούμενοι, που είχαν επίσης επιλεγεί να επιζήσουν προσωρινά, εργάζονταν στον χώρο υποδοχής για να διευκολύνουν την αποβίβαση από τα βαγόνια, την συλλογή των πολύτιμων αντικειμένων από τους μελλοθάνατους κρατούμενους και την διακίνησή τους προς τους θαλάμους αερίων μέσω του “σωλήνα”. Ταξινομούσαν, επίσης, τα υπάρχοντα των θυμάτων, ετοιμάζοντάς τα για αποστολή στην Γερμανία, ενώ ήταν παράλληλα υπεύθυνοι για τον καθαρισμό των βαγονιών και την προετοιμασία τους για την επόμενη μεταφορά. Περιοδικά οι SS σκότωναν τους κρατούμενους αυτούς με πυροβόλα όπλα και τους αντικαθιστούσαν με νεοφερμένους. Όσοι από τους νεοαφικνόμενους δεν ήταν σε θέση να διασχίσουν μόνοι τους τον “σωλήνα” μεταφέρονταν, με την “δικαιολογία” ότι θα τους παρεχόταν ιατρική φροντίδα, σε ένα καμουφλαρισμένο κτίριο, στην οποία υπήρχε σημαία του Ερυθρού Σταυρού, όπου και εκτελούνταν με πυρά πυροβόλων.
Η διαδικασία εξόντωσης στους θαλάμους διαρκούσε λιγότερο από δύο ώρες και, στη συνέχεια, τα πτώματα ρίπτονταν σε ένα όρυγμα, ακριβώς πίσω από τους θαλάμους, όπου και καίγονταν επί πέντε ώρες, ώστε να μην μείνει κανένα ενοχοποιητικό ίχνος. Μάλιστα, οι κρατούμενοι των επομένων μεταγωγών υποχρεώθηκαν να κάνουν εκταφή των πτωμάτων από τους ομαδικούς τάφους και να τα οδηγήσουν στο όρυγμα αποτέφρωσης.
Το προσωπικό
Η φρουρά ήταν μικρή σε αριθμό ανδρών (από 25 έως 35 άτομα προσωπικό των SS και 90 – 150 φρουροί – είτε Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, είτε Ουκρανοί εθνικιστές είτε Πολωνοί δια της βίας στρατολογημένοι ειδικά για το σκοπό αυτό. Όλοι οι φρουροί είχαν περάσει από “εκπαίδευση” στο στρατόπεδο εκπαίδευσης του Τραβνίκι (Trawniki) στην περιοχή του Λούμπλιν.
Πρώτος Διοικητής στην Τρεμπλίνκα τοποθετήθηκε ο Αυστριακός ψυχίατρος Ίρμφριντ Έμπερλ ((Irmfried Eberl)), ηλικίας, τότε, μόνο 32 ετών (Ιούλιος 1942). Παρέμεινε εκεί ως τον Αύγουστο του 1942, οπότε και απομακρύνθηκε λόγω ανεπαρκείας. Τον αντικατέστησε ο λοχαγός (Hauptsturmfűhrer) των SS Φραντς Στανγκλ (Franz Stangl), ο οποίος παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1943.
Η διαφορά μεταξύ των Διοικητών Τρέμπλινκα Ι και ΙΙ είναι ότι ο μέν διοικητής του Τ. Ι υπαγόταν στον Διοικητή της Αστυνομίας (SS) του Λούμπλιν, ενώ ο διοικητής του Τ.ΙΙ αναφερόταν απευθείας στον επικεφαλής της Επιχείρησης Ράινχαρντ Οντίλο Γκλομπότσνικ (Odilo Globocnik).
Τα θύματα
Οι πρώτες (και κύριες) μεταγωγές προς την Τρεμπλίνκα έγιναν από τα γκέτο της Βαρσοβίας και του Ράντομ (Radom), που υπάγονταν στο Γενικό Κυβερνείο. Στο διάστημα μεταξύ τέλους Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 1942 οι Γερμανοί μετέφεραν, μόνο από το γκέτο της Βαρσοβίας, περίπου 265.000 Πολωνοεβραίους, ενώ μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 1942 μεταφέρθηκαν 345.000 Πολωνοεβραίοι από το γκέτο του Ράντομ. Ακολούθησαν (Οκτώβριος 1942 – Φεβρουάριος 1943) 110.000 Πολωνοεβραίοι της περιοχής του Μπιάλιστοκ. Οι μεταγωγές συνεχίστηκαν με 33.000 Πολωνοεβραίους από το Λούμπλιν.
Η Πολωνία δεν ήταν η μόνη “πηγή” θυμάτων για τους SS: Μεταφέρθηκαν εκεί οι Εβραίοι της Θράκης (υπό βουλγαρική κατοχή τότε), της Γουγκοσλαβίας, 8.000 Εβραίοι από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Τερεζίενσταντ (Theresienstadt) της Βοημίας, ενώ μικροί αριθμοί Εβραίων της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Σλοβακίας κατέληξαν, επίσης, στην Τρέμπλινκα. Αδιευκρίνιστος παραμένει ο αριθμός των μη Εβραίων Πολωνών και των Ρομά που επίσης εξοντώθηκαν εκεί.
Οι μεταγωγές συνεχίσθηκαν, με φθίνοντα ρυθμό, μέχρι τον Μάιο του 1943. Οι μεταγωγές από αυτό το διάστημα και εφεξής ήταν αποσπασματικές και οι “εργασίες” στο Στρατόπεδο περιλάμβαναν, μέχρι το τέλος Ιουλίου 1943, την αποτέφρωση των πτωμάτων που ξεθάβονταν από τους ομαδικούς τάφους.
Το κίνημα αντίστασης και η εξέγερση
Στις αρχές του 1943 οι προσωρινά επιζώντες κρατούμενοι αποφάσισαν να οργανώσουν ένα αντιστασιακό κίνημα. Βλέποντας ότι οι μεταγωγές είχαν σταματήσει και οι “εργασίες” στο Στρατόπεδο πλησίαζαν στο τέλος τους, καταλήφθηκαν από τον φόβο ότι αυτοί θα ήταν τα τελευταία θύματα και θα ακολουθούσε η διάλυση του Στρατοπέδου. Το καλοκαίρι του 1943 οι ηγέτες του κινήματος αποφάσισαν την εξέγερση.
Στις 2 Αυγούστου 1943 οι κρατούμενοι κατάφεραν να ειδύσουν στην αποθήκη όπλων της φρουράς. Από μια σύμπτωση ανακαλύφθηκαν πριν μπορέσουν να καταλάβουν το Στρατόπεδο. Εκατοντάδες κρατούμενοι όρμησαν τότε στην κεντρική πύλη, προσπαθώντας να διαφύγουν και πολλοί βρήκαν τον θάνατο από τα πυρά των πολυβόλων των πύργων παρατήρησης. Ωστόσο, περίπου 300 κρατούμενοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Η Γκεστάπο τους καταδίωξε αμείλικτα φονεύοντας περίπου 220 από αυτούς. Ογδόντα μόνον κατάφεραν να διαφύγουν από το δίχτυ καταδίωξης. Υπακούοντας στις εντολές που έλαβαν από τους επικεφαλής της Επιχείρησης Ράινχαρντ, μετά την ολοκλήρωση των “εργασιών” στο Στρατόπεδο οι SS εκτέλεσαν με πυρά πυροβόλων όπλων όσους κρατούμενους είχαν επιζήσει, αποδεικνύοντας ότι οι φόβοι των κρατουμένων δεν ήταν καθόλου αβάσιμοι.
Το τέλος του Στρατοπέδου
Οι ιθύνοντες της Επιχείρησης έδωσαν εντολή διάλυσης της Τρεμπλίνκα ΙΙ το φθινόπωρο του 1943. Στο διάστημα λειτουργίας του εξοντώθηκαν σε αυτό από 800 έως 900 χιλιάδες Εβραίοι, Πολωνοί και Ρομά. Το Στρατόπεδο διαλύθηκε, σύμφωνα με τις εντολές, και οι κρατούμενοι που πραγματοποίησαν τις εργασίες διάλυσης μεταφέρθηκαν στο Στρατόπεδο εξόντωσης Σομπιμπόρ. Ωστόσο, η Τρέμπλινκα Ι συνέχισε να λειτουργεί για ένα περίπου χρόνο ακόμη (Ιούλιος 1944).
Όταν, στα μέσα Ιουλίου 1944, οι SS είδαν ότι ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν πλέον πολύ κοντά και συνέχιζε την προέλασή του, εκτέλεσαν τους υπόλοιπους κρατούμενους (300 έως 700 άτομα), κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις και εκκένωσαν την Τρέμπλινκα Ι. Τα Σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν το Στρατόπεδο την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου του 1944.
Ο αριθμός των θυμάτων που υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν στην Τρεμπλίνκα φέρνει το Στρατόπεδο αυτό στην δεύτερη θέση, από πλευράς αριθμού, μετά το Άουσβιτς. Ο ακριβής αριθμός δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια, καθώς τα τηρούμενα αρχεία καταστράφηκαν από τους Ναζί κατά την εκκένωση.
wikipedia