O Γκεόργκι Κονσταντίνοβιτς Ζούκοφ (1 Δεκεμβρίου 1896 – 18 Ιουνίου 1974) ήταν Ρώσος στρατιωτικός. Είναι γνωστός παγκοσμίως ως ο κύριος στρατιωτικός ηγέτης της σοβιετικής αντεπίθεσης κατά των Γερμανών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Βερολίνου και την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ το 1945.
Ο Ζούκοφ γεννήθηκε στη Στρέλκοβα της Καλούγκα την 1η Δεκεμβρίου 1896 και σε μικρή ηλικία η οικονομική ανέχεια τον έφερε στη Μόσχα, όπου μαθήτευσε ως βυρσοδέψης. Στα δεκαεννιά του στρατολογήθηκε στο ιππικό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έλαβε δύο παράσημα και το βαθμό του έφεδρου λοχία.
Κατά τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια στο χωριό του, γρήγορα όμως λιποτάκτησε από τον αυτοκρατορικό στρατό και εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους, με τους οποίους συμμετείχε στον Εμφύλιο Πόλεμο. To 1923 προήχθη σε συνταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού και το 1930 σε ταξίαρχο.
Ως αξιωματικός διακρινόταν για τον ενδελεχή σχεδιασμό των επιχειρήσεων που αναλάμβανε, τη σκληρή πειθαρχία των μονάδων του και την επιμονή να διεκδικεί τη νίκη έως την τελευταία στιγμή. Επιτελικά υποστήριζε ότι το όπλο του ιππικού είχε ξεπερασθεί και έπρεπε να αντικατασταθεί άμεσα από τεθωρακισμένες μονάδες – κάτι που αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο το 1941, όταν τα γερμανικά άρματα αποδεκάτιζαν το σοβιετικό ιππικό.
Ο ίδιος παραδέχονταν ότι είχε αιχμηρή γλώσσα, αλλά δικαιολογούσε τον εαυτό του λέγοντας ότι όταν χιλιάδες ζωές διακυβεύονταν και μια μεγάλη επιχείρηση εξελίσσονταν, δεν υπήρχε χρόνος για λεπτότητες.
Ήταν ένας από τους λίγους ανώτατους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού που γλίτωσαν από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1937 – 1939, πιθανόν επειδή εκείνη την περίοδο διοικούσε την 1η Σοβιετική Στρατιά της Μογγολίας που πολεμούσε εναντίον των Ιαπώνων. Στο σύντομο αυτό πόλεμο, ο οποίος προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου, ο Ζούκοφ διακρίθηκε για την πρωτοποριακή χρήση των μηχανοκίνητων δυνάμεων που του έφεραν τη νίκη στη Μάχη του Χαλχίν Γκολ και το παράσημο του «Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης». Το 1940 προήχθη σε στρατηγό και επιτελάρχη του Κόκκινου Στρατού.
Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος
Κατά τον πρώτο μήνα της γερμανικής επίθεσης (Ιούνιος – Ιούλιος 1941) ο Ζούκοφ έπεσε σε δυσμένεια, διότι οι διαταγές του οδήγησαν σε συνεχόμενες ήττες (ο ίδιος ισχυρίσθηκε αργότερα ότι εκείνη την περίοδο απλά υπέγραφε τις διαταγές που του έφερνε έτοιμες το επιτελείο του Στάλιν). Διαφώνησε επίσης με τον Στάλιν για το ζήτημα του Κιέβου – ο μεν Ζούκοφ πίστευε ότι η πόλη δε μπορούσε να κρατηθεί, επομένως θα έπρεπε να αποσυρθούν τα στρατεύματα και να χρησιμοποιηθούν σε άλλα μέτωπα, ο δε Στάλιν υποστήριζε ότι έπρεπε να αμυνθούν επί τόπου. Μετά από αυτά παύθηκε από επιτελάρχης, όμως οι εξελίξεις τον δικαίωσαν αφού οι υπερασπιστές του Κιέβου ηττήθηκαν με τεράστιες απώλειες. Το Σεπτέμβριο στάλθηκε στο Λένινγκραντ, όπου οργάνωσε την άμυνα της πόλης απέναντι στις πρώτες γερμανικές κρούσεις.
Όταν, λίγες εβδομάδες αργότερα, η Βέρμαχτ έφθασε λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, ο Στάλιν στράφηκε στον Ζούκοφ για να την αποκρούσει. Ο Ζούκοφ τότε μετέφερε τάχιστα μονάδες από τη Σιβηρία και οργάνωσε μία πλατιά αντεπίθεση, κερδίζοντας τελικά τη Μάχη της Μόσχας τον Δεκέμβριο του 1941. Αναβαθμίσθηκε σε υπαρχηγό του Κόκκινου Στρατού και στάλθηκε στο Νοτιοδυτικό Μέτωπο, όπου τέθηκε υπό τις διαταγές του Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι.
Η «Επιχείρηση Ουρανός», την οποία σχεδίασε, θεωρείται η σημαντικότερη ενέργεια της Μάχης του Στάλινγκραντ και αυτή που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των σοβιετικών. Ταυτόχρονα όμως ήταν ο κύριος υπεύθυνος της αποτυχημένης (και ξεχασμένης σήμερα) «Επιχείρησης Άρης» εναντίον της γερμανικής προκεχωρημένης γραμμής άμυνας του Ρζεφ μπροστά στη Μόσχα.
Τον Ιανουάριο του 1943 προήχθη στο βαθμό του Στρατάρχη της Σοβιετικής Ένωσης και επέστρεψε στο Βορειοδυτικό Μέτωπο, όπου κατάφερε να ανοίξει την πρώτη δίοδο ανάμεσα στη Μόσχα και το πολιορκούμενο Λένινγκραντ. Στα μέσα του ίδιου έτους ήταν διοικητής των σοβιετικών δυνάμεων στη καθοριστική Μάχη του Κουρσκ.
Στις αρχές του 1944 έσπασε οριστικά την πολιορκία του Λένινγκραντ και τέθηκε επικεφαλής της «Επιχείρησης Μπαγκρατιόν», της μεγαλύτερης ίσως επιχείρησης του πολέμου, που διέλυσε την γερμανική Ομάδα Στρατιών Κέντρου κι επέτρεψε στον Κόκκινο Στρατό να προελάσει ως την Πολωνία.
Μαζί με άλλους σοβιετικούς στρατηγούς ηγήθηκε της τελικής επίθεσης κατά της Γερμανίας το χειμώνα του 1944 – 1945, και μετά από σχεδόν δεκατέσσερις μήνες προέλασης σε όλη την ανατολική και τμήμα της κεντρικής Ευρώπης τα στρατεύματά του μπήκαν στο Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945. Τον Ιούνιο διορίσθηκε πρώτος στρατιωτικός διοικητής της ρωσικής ζώνης κατοχής, δηλαδή του κομματιού που στη συνέχεια αποτέλεσε τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Δυσμένεια
Μετά την πτώση του Βερολίνου η δόξα του στρατάρχη Ζούκοφ είχε φθάσει σε τέτοια ύψη, που ορίσθηκε να επιθεωρήσει έφιππος την επινίκεια παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία. Ανάμεσα στους θαυμαστές του ήταν και ο Αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ), με τον οποίο περιόδευσαν μαζί στη Σοβιετική Ένωση.
Δεν είναι υπερβολή πως αποτελούσε τη δημοφιλέστερη προσωπικότητα στη Σοβιετική Ένωση τους πρώτους μεταπολεμικούς μήνες. Αυτό όμως δεν άρεσε στον Στάλιν, που έβλεπε στους ήρωες του πολέμου μια δυνητική πηγή αμφισβήτησης.
Φρόντισε, λοιπόν, να τον υποβαθμίσει, την άνοιξη του 1946, με τρεις διαδοχικές ταπεινώσεις: παύση από την αρχηγία του Στρατού, απομάκρυνση από την Ανατολική Γερμανία και μετάθεση στην «ακίνδυνη» Στρατιωτική Διοίκηση Οδησσού. Το 1948 υπέστη έμφραγμα και έλαβε νέα τοποθέτηση στην, στρατιωτικά ασήμαντη, Στρατιωτική Διοίκηση Ουραλίων.
Πολιτική καριέρα
Όταν ο Στάλιν πέθανε (Μάρτιος 1953) και την ηγεσία του κράτους ανέλαβε η τριανδρία Μπέρια – Μαλενκόφ – Χρουστσόφ, ο Ζούκοφ επανήλθε στη Μόσχα ως υφυπουργός Αμύνης. Συμμετείχε στην εξόντωση του Μπέρια από τους άλλους δύο και το 1955 ανέλαβε υπουργός. Στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φεβρουάριος 1956) τάχθηκε υπέρ των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Νικίτα Χρουστσόφ (αποσταλινοποίηση).
Τον φθινόπωρο του 1956 ήταν επικεφαλής των δυνάμεων που εισέβαλαν στην Ουγγαρία για να καταπνίξουν την εξέγερση του λαού ενάντια στο σοβιετικό έλεγχο. Αρχικά ο Ζούκοφ (όπως και η πλειοψηφία του υπουργικού συμβουλίου) έβλεπε τα αιτήματα εκδημοκρατισμού της ουγγρικής εξέγερσης με ανοχή – υποστήριζε μάλιστα ότι ήταν προτιμότερο να αποσυρθούν τα στρατεύματα που στάθμευαν στη χώρα, παρά να αιματοκυλήσουν ένα σύμμαχο λαό. Άλλαξε άποψη και τάχθηκε υπέρ της επέμβασης μόνο όταν ο νέος Ούγγρος πρωθυπουργός Ίμρε Νάγκυ ανακοίνωσε την απόσυρση της χώρας του από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ανατρέποντας τις ισορροπίες του Ψυχρού Πολέμου.
Τον Ιούνιο του 1957 μια ομάδα ανώτατων στελεχών του ΚΚΣΕ (οι «Αντικομματικοί») προσπάθησε να σταματήσει την αποσταλινοποίηση, καθαιρώντας το Χρουστσόφ εν αγνοία του. Ο Ζούκοφ έσωσε τότε τον Χρουστσόφ, αφού ως υπουργός Αμύνης κράτησε το Στρατό με το μέρος του και τού έδωσε τη χρονική άνεση να συγκαλέσει την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος, η οποία έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην πολιτική του και εξοβέλισε τους Αντικομματικούς από τα κυβερνητικά και κομματικά πόστα τους.
Αυτό δε σημαίνει, πάντως, ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν αρμονική – ο Ζούκοφ συμφωνούσε μεν με την αποσταλινοποίηση, αλλά διαφωνούσε κάθετα με την περιστολή των στρατιωτικών δαπανών. Η διαφωνία αυτή οδήγησε τελικά στην απομάκρυνσή του από την Κυβέρνηση και την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος στα τέλη του 1957. Στα απομνημονεύματά του ο Χρουστσόφ αναφέρει ότι τον καθαίρεσε διότι υποπτευόταν πως ετοίμαζε πραξικόπημα.
Αποστρατεία
Μετά το 1957 ο Ζούκοφ έζησε μακριά από στρατιωτικά ή πολιτικά καθήκοντα. Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε μία από τις πιο αγαπητές προσωπικότητες στην ΕΣΣΔ – ο ίδιος αυτοσαρκαζόταν ότι αυτό οφείλεται περισσότερο στα πολεμικά κατορθώματα παρά στη μετέπειτα πολιτική καριέρα του. Μέχρι σήμερα αποτελεί για τη ρωσική συλλογική συνείδηση μια πατρική φιγούρα, που γνωρίζει καλά τις δυσκολίες του απλού στρατιώτη και αγαπά βαθιά τη χώρα.
Το 1969 έγραψε τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Αναμνήσεις και Στοχασμοί» (ρωσικά: Воспоминания и размышления). Στα ελληνικά εκδόθηκαν το 1971 σε τρεις τόμους από τις εκδόσεις Φέξη, υπό τον τίτλο «Σκέψεις και Στοχασμοί».
Πέθανε στις 18 Ιουνίου 1974 σε ηλικία 77 ετών και τάφηκε με πλήρεις στρατιωτικές τιμές στο τείχος του Κρεμλίνου της Μόσχας. Είχε παντρευτεί μία φορά και αποκτήσει τρεις κόρες. Μία εγγονή του στρατάρχη ζει στην Ελλάδα, παντρεμένη με Έλληνα.
Το 1975 δόθηκε το όνομά του στον αστεροειδή 2132. Σε πολλές πόλεις της πρώην Σοβιετικής Ένωσης βρίσκονται αγάλματά του, στα περισσότερα από τα οποία εμφανίζεται έφιππος. Μάλιστα είναι ένας από τους λίγους Ρώσους, του οποίου τα αγάλματα επιβίωσαν στις νέες Δημοκρατίες και μετά την ανεξαρτητοποίησή τους.
Τέλος το 1995, αναμένοντας τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννησή του, η Ρωσική Ομοσπονδία καθιέρωσε το «Μετάλλιο Ζούκοφ».
wikipedia