Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Νεοφιλελεύθερη Ιδεοληψία, Ευρωσκεπτικισμός και το Ζήτημα της Παράνομης Μετανάστευσης και Ξενοφοβίας
Το ζήτημα των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ευρώπη, βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της αντιπαράθεσης Ευρωσκεπτικιστών και μη Ευρωσκεπτικικιστών. Οι πρώτοι θέτουν ορισμένα ερωτήματα, όπως μερικά αυτά θα παρατεθούν σε ό,τι ακολουθεί, με τους δεύτερους αντί απαντήσεων να καταφεύγουν σε εύκολους χαρακτηρισμούς, οι οποίοι όμως, όπως φαίνεται, όχι μονάχα δεν πείθουν το (εκλογικό και ιδεολογικό) ακροατήριό τους μα και το αποδυναμώνουν ποσοτικά.
Παριστάμεθα, στα πλαίσια της από ικανού χρόνου διαδικασίας εγκαθίδρυσης της Νεοφιλελεύθερης Γερμανικής Τάξης Πραγμάτων, μάρτυρες της εγκαθίδρυσης ενός Ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος, ως μια αντίδραση στην άνω εξέλιξη των πραγμάτων, εντός της οποίας το μεταναστευτικό, δεν συνιστά παρά μια πτυχή, αν και εξαιρετικά σημαντική, ίσως την πιο σημαντική, διότι σ’ αυτό, πολλοί βλέπουν να απειλείται το συνολικό πολιτιστικό πρότυπο της Ευρώπης εκ μέρους ενός πολιτισμικού πολιτικοθρησκευτικού και επομένως και κοινωνικού προτύπου που εκπροσωπείται από τους παράνομους μετανάστες, τον ισλαμισμό, αισθάνονται να απειλείται όχι μονάχα το βιοτικό τους επίπεδο μα και η ίδια η ασφάλειά τους εξαιτίας μιας αυξανόμενης (ποσοτικά και ποιοτικά) εγκληματικότητας μα και η ίδια εθνική του υπόσταση και κοινωνική συνοχή. Το πόσο αυτές οι ανησυχίες είναι υπερβολικές ή όχι, αυτό στην περίπτωση της πολιτικής διαχείρισης αυτής της πραγματικότητας δεν έχει τόση σημασία, εφόσον μεγάλα λαϊκή τμήματα (τα οποία είναι πολύ περισσότερα από ό,τι εκφράζεται ως εκλογική προτίμηση στις εκλογές -εθνικές και ευρωεκλογές-) φαίνεται να μην πείθονται από τα επιχειρήματα όσων επιχειρούν να τα καθησυχάσουν, οπότε, πολύ απλά, είτε τα επιχειρήματα είναι αδύνατα λόγω αδυναμίας όσων τα επικαλούνται να αρθρώσουν πειστικό λόγο, είτε είναι αδύνατα ακριβώς διότι επιχειρούν να δικαιολογήσουν μια κατάσταση πραγμάτων η οποία όμως, δεν δικαιολογείται από τον ίδιο τον Λαό ή από εκείνα τα τμήματά του που αντιδρούν σε αυτή.
Τώρα το ότι, επίσης, είναι εξίσου αληθές, πως βαφτίζεται κάθε αντίδραση στο Νεοφιλελεύθερο Άκρο ως Ακροδεξιά, είναι κι αυτό μια πραγματικότητα, που όμως, όχι σπάνια, απλώς επιχειρεί να αποτινάξει πάνω από τον Νεοφιλελευθερισμό πολιτικές του οι οποίες ανέτως θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον ακροδεξιό χαρακτήρα, με βάση όχι απλά το περιεχόμενο των πολιτικών αυτών μα και με βάση την εν γένει του ιδεολογία η οποία κάθε άλλο παρά φημίζεται για τις καλές της σχέσεις με ό,τι εδώ στην Ευρώπη αποκαλείται Δημοκρατικό Κεκτημένο -απόρροια ως προς την ουσία του από την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Η Νεοφιλελεύθερη «Δημοκρατία» έχει ουσιωδώς διαφορετικό περιεχόμενο προς το άνω Κεκτημένο, κυρίως για δυο λόγους : πρώτον διότι στερείται ενός κοινωνικού περιεχομένου εκ του λόγου ότι η Κοινωνία «είναι κάτι που δεν υπάρχει», για να επαναλάβω την γνωστή ρήση της πλέον διάσημης νεοφιλελεύθερης βρετανίδας πολιτικού, αείμνηστης ήδη Μάργκαρετ Θάτσερ και δεύτερον λόγω του (αγοραίου) διεθνιστικού περιεχομένου του.
Επομένως, αυτή η ενίοτε διεκδικούσα επιχειρήματα και από το χώρο της Αριστεράς εναντίωση του Νεοφιλελευθερισμού προς την Ακροδεξιά την οποία επιχειρεί να χρεώσει στον Ευρωσκεπτικισμό, φαίνεται να προκύπτει μονάχα για λόγους απόσεισης των ευθυνών του κατά του Δημοκρατικού Κεκτημένου, ακριβώς, όπως την ίδια στιγμή δείχνει μια σύμπλευση με τον αριστερό Διεθνισμό στο μέτρο και το βαθμό που τα επιχειρήματα του τελευταίου ενισχύουν και τα δικά του διεθνιστικά επιχειρήματα -αν και με διαφορετικό περιεχόμενο, πάντως διεθνιστικά, αφού και στους δύο αυτούς ετερόκλητους «Διεθνισμούς» υπάρχει σύμπλευση ως προς την μείζονα επιδίωξη της «κατάργησης» των κρατικών συνόρων. Τώρα το ότι ο μεν φαντασιώνεται ένα παγκόσμιο Κράτος των «εργαζόμενων» και ο άλλος των «αγορών», αυτό επί του παρόντος δεν μπορεί να εμποδίσει βραχυπρόθεσμες συμμαχίες μεταξύ τους, αφού στη κοινή τους αυτή επιδίωξη κοινός εχθρός είναι ο «εθνικισμός», τον οποίο κι αυτόν, επίσης ανιστόρητα και με μεγάλη ευκολία τον χρεώνουν στην Ακροδεξιά (η οποία απλώς τον καπηλεύτηκε) και μέσω αυτής στον Ευρωσκεπτικισμό, χωρίς όμως να προσέχουν, πως κινδυνεύουν στο τέλος, να μείνουν με μόνη τη διεθνιστική τους θεωρία στο χέρι ελλείψει οπαδών, αφού οι Λαοί, κάθε άλλο φαίνεται να εμπνέονται από τις διεθνιστικές αυτές διακηρύξεις, αγοραίες ή ταξικές αδιάφορο.
Πολύ χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, όπου, το αίτημα εκ μέρους των αντιδρόντων σε αυτή για τη τήρηση της νομιμότητας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπισή της, καταγγέλλεται -για τι άλλο;- ως «ακροδεξιό» και βρίσκεται στη κορυφή της αντιπαράθεσης Ευρωσκεπτικιστών και μη Ευρωσκεπτικιστών, ως εάν, δημοκρατικό και «προοδευτικό» είναι η Δημοκρατία (η οποία αναγνωρίζει -νομικά, τυπικά- σύνορα) να μην τηρεί τους δικούς της νόμους, που προβλέπουν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εναντίον της παράνομης μετανάστευσης και επιβάλλει (αυτή η ίδια Δημοκρατία) να υπάρχει συγκεκριμένη μεταναστευτική πολιτική που θα προσδιορίζει πότε είναι αναγκαία η πρόσκληση ξένου ανθρώπινου δυναμικού, ποιών ειδικοτήτων, για πόσο καιρό θα είναι αναγκαία η εδώ παραμονή τους, για ποιους και πόσους εξ αυτών θα μπορεί να προβλέπεται μόνιμη εγκατάσταση και απόδοση υπηκοότητας. Τι από όλα αυτά είναι «ακροδεξιό»; Τι απ’ όλα αυτά δεν είναι «προοδευτικό»; Τι απ’ όλα αυτά είναι «υπερβολικό»; Όμως, και στο ζήτημα αυτό, παίζεται από τον Νεοφιλελευθερισμό ένα πανάθλιο παιχνίδι, και σε βάρος των ίδιων των παράνομων μεταναστών που σχεδόν, επί της ουσίας, τους εξωθεί στην παρανομία όταν τους προσκαλεί να έρθουν στην Ευρώπη υποθάλποντας τον ξεριζωμό τους από τις πατρίδες τους -μέσω παράνομης διαδικασίας! Και όλα αυτά εν ονόματι των «ανοικτών συνόρων», των οποίων πλέον η νόμιμη διαδικασία που προβλέπει πώς, για ποιο λόγο και ποιοι μπορούν να τα διασχίζουν, κάτι που σε όλα τα δημοκρατικά Κράτη προβλέπεται από τα Συντάγματά τους και τους πάνω σ’ αυτά κείμενους νόμους, όμως, πλέον, αυτή η δικαιοδοσία της σχετικής «ερμηνείας» και εφαρμογής των νόμων τείνει να περιέλθει σε «συλλογικότητες» που είναι αυτές που θα ερμηνεύσουν με βάση τα ιδεολογικά του πιστεύω ή και τα συμφέροντα, έχοντας ενίοτε στο πλευρό τους και Κυβερνήσεις που συμπεριφέρονται κι αυτές όχι σαν τέτοιες μα σαν ιδιωτικές «συλλογικότητες»! Μάλιστα εδώ, προκειμένου να θολώσουν τα νερά όσοι ευνοούν τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα, όλο και πιο συχνά βαφτίζουν τους παράνομους μετανάστες «πρόσφυγες! Πρόκειται για μια ακόμα αθλιότητα που στρέφεται τούτη τη φορά και κατά των πραγματικών προσφύγων οι οποίοι στοχοποιούνται αδίκως, αλλά και κατά της νοημοσύνης των απλών πολιτών που ακούνε αυτά τα επιχειρήματα.
Όμως, χωρίς να το εξαντλήσουμε το θέμα, τίθεται το ερώτημα, ποια είναι η δικαιολογητική βάση του επιχειρήματος του Νεοφιλελευθερισμού στο ζήτημα των «ανοικτών συνόρων» και του ταυτόσημου με αυτού, της παράνομης μετανάστευσης. Η βάση αυτή είναι η ίδια η βάση της ιδεοληψίας του. Σύνορα εντελώς ανοικτά στο εμπόριο, την οικονομία και το εργατικό δυναμικό -αιτήματα, στα πλαίσια και μόνο των οποίων, ξεδιπλώνεται και η άλλη ιδεοληψία περί της πολυπολιτισμικότητας και της ανάγκης κατάργησης των εθνικών συνόρων παγκοσμίως και των ίδιων των Κρατών -όχι των «εθνικών», μα των Κρατών γενικώς, στα πλαίσια ενός Παγκόσμιου Χωριού με μια Παγκόσμια Κυβέρνηση, που αποτελούν το τελευταίο στάδιο της ολοκλήρωσης της Νεοφιλελεύθερης Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων. Από αυτή την ιδεοληψία ξεκινά κι σ’ αυτή σταματά το όλο ζήτημα. Ευρωπαϊκά όμως σύνορα, θεωρητικώς μονάχα ανοικτά για τους παράνομους μετανάστες, ουσιαστικώς όμως κλειστά για τη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών Κρατών, διότι μέσω νομικίστικων προβλέψεων, οι παράνομοι μετανάστες ουσιαστικά μαντρώνονται στις χώρες εισόδου τους -οι οποίες «κατά τύχη» βρίσκονται στον Νότο με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα-, και απαγορεύεται η μετακίνησή τους στις υπόλοιπες χωρίς να πληρούνται προϋποθέσεις σαν αυτές που ισχύουν στην περίπτωση της νόμιμης μετανάστευσης και κυρίως, οι «κανονικές» χώρες να δέχονται ή να μη δέχονται να μοιραστούν στο βαθμό που αναλογεί στην καθεμιά τους ανάλογα με το πόσους εξ αυτών «σηκώνει» η οικονομία τους, ποιες ειδικότητες και δεξιότητες πρέπει να πληρούν, δηλαδή, ό,τι επιβάλλει μια σωστή μεταναστευτική πολιτική.
Όμως, για τους ίδιους τους Λαούς της «Ενωμένης» Ευρώπης, λειτουργούν οιονεί κλειστά εσωτερικά σύνορα. Είναι τα σύνορα που απαγορεύουν τη διάχυση της κοινής ευρωπαϊκής ευημερίας των Λαών της, μιας κοινής οικονομικής, κοινωνικής, εμπορικής, δημοσιονομικής ευρωπαϊκής πολιτικής, τον κοινό αμυντικό προϋπολογισμό για διαφύλαξη των μη πλήρως ακόμα χαραγμένων ευρωπαϊκών συνόρων, (π.χ., ποια είναι τα ακριβή όρια τη ευρωπαϊκής συνοριογραμμής στο Αιγαίο ή στην Κύπρο;), κ.λπ. Όμως, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ολοκληρώνεται πλήρως πολιτικά (και κρατικά), απλώς, επί των θεμάτων αυτών, θα συζητούμε απεραντολογώντας, με τις δεκαετίες να έρχονται και να αντιπαρέρχονται και ο Χρόνος να απολαμβάνει το θέαμα της μωρίας μας, το θέαμα να συζητούμε σοβαρά στη βάση των πιο ανόητων επιχειρημάτων που όσο μακροημερεύουν γίνονται και επικίνδυνα, μια κατάσταση που μονάχα την Υπόθεση της Ευρώπης των Λαών δεν βοηθά.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε, μια εξέλιξη άμεσα σχετιζόμενη με το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, είναι πως όλη αυτή η μεθόδευση αποτελεί και την αιτία της εμφάνισης και ωρίμανσης της επιθετικής ιδεολογικοποιημένης ξενοφοβίας που κι αυτή χρεώνεται στην ακροδεξιά. Όμως, η ακροδεξιά, δεν κάνει άλλο από το να σκύβει και να αδράχνει ένα φρούτο που άλλοι παρήγαγαν στο μέγεθος εκείνο ώστε να καταστεί μείζον χαρακτηριστικό και που συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης. Συνεπώς δεν ευθύνεται όποιος αδράχνει μια ευκαιρία, αλλά εκείνος που τη δημιουργεί και κυρίως, όχι μονάχα την διατηρεί μα και υποθάλπει την διόγκωσή της! Δεν είναι η ακροδεξιά που παράγει και ενσταλάζει στους Λαούς τη ξενοφοβία αλλά οι πολιτικές των κυβερνήσεων και των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως μη ακροδεξιά, όμως, την ίδια στιγμή, είναι αυτά που σπέρνουν με τις πολιτικές τους (ή την απουσία πολιτικών της) τον σπόρο που παράγει ακροδεξιά μορφώματα. Μάλιστα δε, όταν κανείς διαπιστώνει το πόσο η ξενοφοβία εισχωρεί σε ένα Λαό -πόσο μάλιστα σε ένα σύνολο Λαών, όπως στην Ευρώπη-, ίσως δε, σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων στα οποία συνήθως χρεώνεται το φαινόμενο, τότε, κάτι δεν πάει καλά με τις πολιτικές των λεγόμενων «δημοκρατικών» πολιτικών δυνάμεων που κυριαρχούν πολιτικά, διότι, το αντίθετο, δηλαδή, να βαφτίσεις ολάκερους Λαούς ως «φύσει» ξενοφοβικούς, αυτό αποτελεί, ως ερμηνεία, ιστορική παραποίηση και διαστροφή. Όμως, και ο ίδιος ο Νεοφιλελευθερισμός μόρφωμα δεν είναι; Ένα ιδεολογικό μόρφωμα που επιτίθεται στον πυρήνα αυτού που μπορεί να θεωρηθεί Ευρωπαϊκό Δυτικό Δημοκρατικό Κεκτημένο, έτσι όπως αυτό, είχε προσδιοριστεί πριν την σταδιακή εγκαθίδρυση του Νεοφιλελευθερισμού, ένα Κεκτημένο ασφαλώς όχι απαλλαγμένο στρεβλώσεων ούτε απαλλαγμένο της ανάγκης για περαιτέρω βελτίωσή του, το αντίθετο, όμως, σε κάθε περίπτωση, αυτές οι ελλείψεις του δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αντισταθμιστούν από το μέγεθος της Αθλιότητας που εκφράζει ο Νεοφιλελευθερισμός. Είναι το μόρφωμα αυτό, που παράγει, μεταξύ άλλων, μέσω της παράνομης μετανάστευσης γκέτο και παραβατικότητα ενίοτε δε και έγκλημα ποιοτικά ανεβασμένο σε σχέση με όσα εδώ βιώναμε πριν η Ελλάδα (ας περιοριστούμε εδώ στα καθ’ ημάς) αρχίσει να μεταβάλλεται σε μια τεράστια χωματερή ψυχών όπως υποκριτικά διαμαρτύρονται εκείνοι ακριβώς που υπέθαλψαν και υποθάλπουν αυτή την εξέλιξη και οι οποίοι στη συνέχεια απορούν με το μέγεθος της αθλιότητας που παρήγαγε η πολιτική τους. Οι εικόνες των μικρών παιδιών των παράνομων μεταναστών που προβάλλονται στις εικόνες των τηλεοράσεων προκειμένου να κερδίσουν πόντους «ευαισθητοποίησης» του κόσμου, αποτελούν φτηνά επικοινωνιακά τεχνάσματα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, ακριβώς διότι γνωρίζει ο κόσμος, πως ενίοτε είναι οι ίδιοι οι διακινητές των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων, που χρησιμοποιούν την εικόνα αυτή χωρίς να έχουν ίχνος ανθρωπισμού. Προσωπικά, όντως, αδυνατώ να διακρίνω τον οποιοδήποτε ανθρωπισμό σε όποιον υποστηρίζει το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης. Άλλωστε, και στο παρελθόν, πόσες φορές δεν έχουν προβληθεί τα παιδιά για να καλυφθούν εγκλήματα; Τι να φέρω τώρα ως παράδειγμα; Ας ανακαλέσω λοιπόν στη μνήμη μου κάποιες εικόνες στις οθόνες των τηλεοράσεών μας κατά τον πόλεμο στο Ιράκ ή στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία όταν προβάλλονταν εικόνες νεκρών αθώων παιδιών, και -μεταξύ άλλων- από ποιους παρακαλώ; Και από όλους εκείνους οι οποίοι ασφαλώς διατύπωναν τον αποτροπιασμό τους για τους πολέμους αυτούς όμως ταυτόχρονα υποστήριζαν ότι αυτές οι «παράπλευρες» απώλειες δεν μπορούσαν να ακυρώσουν την επιχείρηση της «Διεθνούς Κοινότητας» (ΗΠΑ στην πρώτη περίπτωση και Γερμανία στη δεύτερη) να επιβάλλουν το Διεθνείς Δίκαιο. Και, ας το ξαναπούμε κι αυτό, αν υπάρχει όντως ανθρωπιστικός λόγος που επιβάλλει την αναχώρηση αυτών των ανθρώπων από τις πατρίδες τους, τότε, ας μετατρέψουν αυτή την ροή ευθέως σε νόμιμη και να παρέμβουν στις χώρες προέλευσης των ανθρώπων αυτών και να τις ασκηθούν πιέσεις ώστε να άρουν τους λόγους εκείνους που δημιούργησαν τα ανθρωπιστικά προβλήματα και τα οποία αναγκάζουν τον κόσμο να μεταναστεύσει. Αλλά, οι Χώρες που χύνουν υποκριτικά δάκρυα για τη φτώχεια διεθνώς, είναι συχνά οι ίδιες που τις εκμεταλλεύονται μέσω των οργάνων τους (των πολυεθνικών εταιρειών και τέτοιων παγκόσμιων οργανισμών παροχής «βοήθειας» όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα -δεν λέμε κάτι το νέο!).
Όμως για τον Νεοφιλελευθερισμό δεν είναι αυτό το ζητούμενο.
Είναι ακριβώς αυτή η ουσιαστική απουσία σοβαρής μεταναστευτικής πολιτικής, που υπέθαλψε την επιθυμία φτωχών ανθρώπων από Κράτη πλούσια πλην πάμφτωχα, (πόσα από τα Κράτη της Δύσης -αυτά τα ίδια που τους προσκαλούν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους- δεν ευθύνονται άραγε για τη λεηλασία του πλούτου των χωρών τους, δηλαδή για την ένδειά τους!), να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μέσα στη παρανομία, διασχίζοντας σύνορα διάφορων άλλων χωρών υπό την καθοδήγηση αδρά πληρωμένων διακινητών έως ότου φτάσουν στη πρώτη διαθέσιμη «πύλη εισόδου» στην Ευρώπη, και αφού την περάσουν, να αφεθούν εγκαταλειμμένοι στη ξένη χώρα, όπου άλλοι διακινητές τους περιμένουν για να εντάξουν όσους μπορέσουν σε γκέτο, σε συμμορίες, σε πορνεία, στην καθοδηγούμενη επαγγελματική επαιτεία και οι υπόλοιποι να επιβιώσουν όπως – όπως σε χώρες, ουσιαστικά δε σήμερα κυρίως στην Ελλάδα, που αδυνατεί να στηρίξει οικονομικά και κοινωνικά τους δικούς της εξαθλιωμένους πολίτες. Άνθρωποι που στη πορεία τους προς τη Φωνή των Νεοφιλελεύθερων Σειρήνων της Ευρώπης, κάποιοι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους καθοδόν, και είναι ηθικός αυτουργός αυτού του θανάτου τους (της δολοφονίας τους για την ακρίβεια) ακριβώς οι ανερμάτιστες φωνές που τους καλούν σε αυτό το εγχείρημα. Όλοι αυτοί που φωνάζουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους, «ξεσπιτωθείτε κι ελάτε εδώ», όλοι αυτοί που υποθάλπουν τη φυγή αυτών των ανθρώπων από το δικαίωμα και την υποχρέωσή τους να αγωνιστούν να κάνουν τις πατρίδες τους αντάξιες των προσδοκιών και των οραμάτων τους, ασφαλώς ενεργούν σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους για την Παγκοσμιοποίηση (ή τον Διεθνισμό που παίζει όμως και στο θέμα αυτό, το Νεοφιλελεύθερο παιχνίδι, αφού κανονικά, η αριστερή λογική θάπρεπε να ήταν μια αγωνιστική λογική, διότι αυτοί οι άνθρωποι συχνά δεν εγκαταλείπουν απλώς κάποιες χώρες, αλλά χώρες πλούσιες σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους απολύτως απαραίτητους όχι μονάχα για την οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών αλλά, εξίσου αν όχι πιο σημαντικό, απαραίτητους για την διατήρηση του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης των Δυτικών οικονομιών. Από πότε αποτελεί αριστερή θέση το «παρατάτε τις χώρες σας και τον πλούτο τους» και όχι ακριβώς το αντίθετο; Ποιο παιχνίδι εξυπηρετεί, έστω εκούσα ακούσα; Άλλωστε όλη αυτή η επιχειρηματολογία περί Παγκοσμιοποίησης, Πολυπολιτισμικότητας, Διεθνισμού κ.λπ., θα ήταν πολύ πιο πειστική αν υπήρχε στη βάση της μια απλή παραδοχή : ότι προϋπόθεση επίτευξή τους είναι η προηγούμενη οικονομική και κοινωνική σχετική σύγκλιση των Λαών παγκοσμίως, που έχουν βγει από τον φαύλο όχι τόσο της φτώχειας τους αλλά της εκμετάλλευσης και της καταλήστευσής τους, (με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα να επιβάλλουν τους γνωστούς τους όρους), οπότε ευλόγως ερωτά κανείς «γιατί τότε αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν το οποιοδήποτε ενδιαφέρον να μετατραπούν σε λαοθάλασσες παράνομων μεταναστών εγκαταλείποντας τις χώρες τους;», και, επομένως, οι πλούσιες Δυτικές οικονομίες από τις Κυβερνήσεις των οποίων εκπέμπονται αυτές οι «προσκλήσεις» προς τους όπου γης εξαθλιωμένους «να πάρουν των ομματιών τους» έχουν, εφόσον τόσο πολύ κόπτονται για τους ανθρώπους αυτούς και τα «ανθρώπινα δικαιώματά» τους -για τα οποία κόπτονται μονάχα σαν σαλτάρουν τα σύνορά τους ως παράνομοι μετανάστες, και όχι για τα ίδια αυτά δικαιώματα στις χώρες προέλευσής τους).
Θαρρώ κάπου το έχω ξαναγράψει, αλλά ας το επαναλάβω : Αν η Ευρώπη τόσο διακαώς επιθυμεί την έλευση όλων αυτών των μεταναστευτικών ρευμάτων, τουλάχιστον ας τα οργανώσει η ίδια με τρόπο αντάξιο του πολιτισμού της και τουλάχιστον ας μη υποθάλπει τον θάνατο όλων εκείνων που έχασαν τη ζωή τους ακριβώς διότι υπήρχε αυτή η πρόσκληση και που αν δεν υπήρχε, αλλά, όπως παλιά, τηρούνταν η διαδικασία της νομιμότητας στο μεταναστευτικό ζήτημα, δεν θα την είχαν χάσει. Και επιτέλους, αν η Ευρώπη τόσο διακαώς επιθυμεί άνθρωποι να ξεσπιτώνονται από τις πατρίδες τους για να «εμπλουτίσουν» πληθυσμιακά την ήπειρό της, αφού δεν μπορεί ή δεν τολμά να προτείνει την πολιτική της αυτή στους Ευρωπαίους ψηφοφόρους στα πλαίσια μιας αποδεκτής μεταναστευτικής πολιτικής, τουλάχιστον ας στέλνει με δικά της έξοδα πλοία και αεροπλάνα στις χώρες προέλευσης των μεταναστών και να τους μεταφέρει με ασφάλεια στην Ευρώπη, μη αξιώνοντας βεβαίως κανένα έγγραφο αφού ούτως ή άλλως κι εδώ κατά δήλωσή τους καταγράφεται η ταυτότητά τους. Θα ήταν κάτι τέτοιο, πολύ πιο αντάξιο της Δυτικής «Ανθρωπιστικής» Παράδοσης, η οποία είναι αλήθεια, ότι είναι στο εσωτερικό της Ευρώπης αντιστρόφως ανάλογη με τον Ανθρωπισμό που δείχνει η Ευρώπη -ιστορικά- στον υπόλοιπο Κόσμο (πριν μισό περίπου αιώνα, σχεδόν ο μισός πλανήτης ήταν αποικία των ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών). Προσωπικά, δε, έχω μια πολύ διαφορετική αντίληψη από το να καλώ εκατομμύρια ανθρώπους να παραιτηθούν από τον αγώνα στις πατρίδες τους για την εγκαθίδρυση εκεί δομών και αρχών διακυβέρνησης των κοινωνιών και των κρατών τους, όπως το επιθυμούν. Και κυρίως, η Ευρώπη θα πρέπει, αν τόσο πολύ κόπτεται για την προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας, αυτή να τη στέλνει στις χώρες προέλευσης των ανθρώπων, να τις βοηθήσει να βγουν από την υπανάπτυξη και να προσφέρουν στους λαούς τους επίπεδα ευημερίας αντάξια εκείνων που άλλοι λαοί πέτυχαν στις πιο πλούσιες και τις πιο ευημερούσες χώρες. Αυτά τα μεταναστευτικά και ταυτόχρονα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα, δεν έχουν κανένα λόγο να συμβαίνουν με γνώμονα και το ίδιο το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας αυτών των ανθρώπων, από τους οποίους ελάχιστοι θα μπορέσουν να ξεφύγουν από την προηγούμενη αθλιότητά τους, και θεωρώ επίσης ανώφελη θυσία να πεθαίνει κανείς για χάρη εναλλακτικών προοπτικών στα πλαίσια της ίδιας αθλιότητας, μιας στο σπίτι τους και μια στη ξενιτιά.
Όμως, το ερώτημα παραμένει και παραμείνει αδυσώπητο : γιατί όλα αυτά; Γιατί η Νεοφιλελεύθερη Ευρώπη να υποθάλπει αυτά τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία ακολούθως, επιχειρεί με εξίσου παράνομο τρόπο να νομιμοποιεί εκ των υστέρων την εδώ παρουσία τους; Η απάντηση είναι απλή, αρκεί να μη ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με την αγοραία και οικονομίστικη Νεοφιλελεύθερη Ιδεοληψία. Επιθυμεί να αντιμετωπίσει τρία σημαντικά προβλήματα : ένα δημοσιονομικό, ένα καθαρά αγοραίο και ένα πολιτικό -με επιπτώσεις όμως και στα δύο παραπάνω. Το πρώτο είναι πως αφενός μεν η κοινωνική ασφάλιση και οι συντάξεις σε μια Ευρώπη που γηράσκει, αποτελεί ήδη ένα σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα, αφετέρου δε, το λεγόμενο κοινωνικό κράτος δεν εντάσσεται καθόλου στην ιδεολογική της ατζέντα. Το δεύτερο είναι, πως εξίσου σοβαρό πρόβλημα αποτελεί και το ζήτημα των «κακομαθημένων» ευρωπαϊκών Λαών σε βιοτικά επίπεδα που δεν συνάδουν προς τα αγοραία κριτήρια. Οι παράνομοι μετανάστες, επομένως, προσφέρουν μια θαυμάσια ευκαιρία να δοθεί ταυτόχρονα λύση στα δύο ανωτέρω ζητήματα -το πρώτο είναι διττό-, λόγω των γλίσχρων οικονομικών τους αξιώσεων, κι αυτό -εν πολλοίς- προϊόν της παράνομης παρουσίας τους στην Ευρώπη που τους κάνει ακόμα πιο χειραγωγήσιμους και ευκολοεκμεταλλεύσιμους, αλλά και της χωρίς την ανάγκη υιοθέτησης οικονομικών κινήτρων προκειμένου να γεννάνε αρκετά παιδιά, και βεβαίως, οι αντιλήψεις που έχουν για το «κοινωνικό κράτος», πόρρω απέχουν από εκείνες των Ευρωπαίων, μιας και σε κάθε περίπτωση, δεν θα παύουν να συγκρίνουν τι είχαν στις χώρες τους και τι έχουν εδώ στην Ευρώπη, όχι με βάση τα μέτρα σύγκρισης των Ευρωπαίων, αλλά με βάση τα μέτρα σύγκρισης με τις χώρες καταγωγής τους. Τέλος, τρίτο και εξίσου σημαντικό είναι πως οι άνθρωποι αυτοί, είναι φορείς πολιτικών αντιλήψεων που δεν είναι ούτε καν ως προς την κουλτούρα τους απολύτως συμβατά με την παραδοσιακή Δυτική πολιτική κουλτούρα, ιδίως εκείνη περί Δημοκρατίας και -ακόμη- και περί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έτσι ώστε, ο Νεοφιλελευθερισμός στην Ευρώπη, να βρει ένα ανθρώπινο δυναμικό, εν πολλοίς δημιούργημά του, το οποίο δεν θα του ασκεί πίεση ως προς αυτά τα ζητήματα και που ταυτόχρονα θα μπορεί να ελπίζει στην ψήφο τους στις εκλογές, αν όχι να τις εκβιάζει, μιας και οι παράνομοι μετανάστες ασφαλώς αναμένεται να μην επιλέξουν τα κόμματα των Ευρωσκεπτικιστών.
Αν σε όλα τα ανωτέρω υπάρχει κάποια δόση αλήθειας, τότε υπάρχει και αλήθεια στον ισχυρισμό που ήδη διατυπώσαμε, ότι η ανερμάτιστη αυτή πολιτική στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης παράγει επιθετική ιδεολογικοποιημένη ξενοφοβία, ένα θαυμάσιο δώρο προς την ακροδεξιά, ένα δώρο το οποίο οι δυνάμεις του «δημοκρατικού τόξου» αρνούνται να πάρουν πίσω! Γιατί άραγε; Πόσο πολύ αντίθετη είναι προς την ακροδεξιά η Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων στην Ευρώπη; Λοιπόν, εδώ ισχύει ό,τι και για την δια γυμνού οφθαλμού ορατή ανοχή -αν όχι και σύμπλευση- του Νεοφιλελευθερισμού με τον αριστερό Διεθνισμό, σε εκείνα τα σημεία που συμβάλλουν στην υλοποίηση συγκεκριμένων στόχων του Νεοφιλελευθερισμού, όπως, π.χ., στο ζήτημα της κατάργησης των συνόρων και των «εθνικών» Κρατών, στην εγκαθίδρυση μιας «παγκόσμιας κοινωνίας», και εν γένει, ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ότι πλήττει την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Έτσι, το να κραυγάζει στην κυριολεξία ο Νεοφιλελευθερισμός περί άκρας δεξιάς, μια ιδεολογία η οποία ιστορικά μέσω της εμπειρίας των Μεγάλων της Διεθνών Οργάνων επιβολής των πιστεύω της, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, απέδειξε το πόσο οι πολιτικές της βρήκαν γόνιμα εδάφη εκεί όπου η Δημοκρατία ήταν ή υπό περιορισμό ή και εντελώς καταργημένη, και όταν δεν ήταν ούτε το ένα το άλλο έσπευδαν να την περιορίσουν οι ίδιοι αυτοί οργανισμοί – ατζέντηδες του Νεοφιλελευθερισμού, ε!, πάει πολύ ο Νεοφιλελευθερισμός να ποζάρει ως μια μη ακροδεξιά ιδεολογία σε ένα πλήθος σημαντικών ζητημάτων τουλάχιστον, ενώ, την ίδια στιγμή, από τον αριστερό Διεθνισμό, κρατά όλα του τα δόγματα που υποστηρίζουν τα επιχειρήματα των ανοικτών συνόρων -ακόμα και με τα ίδια τα αριστερά επιχειρήματα-, την ίδια στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι για έναν Νεοφιλελεύθερο και το άκουσμα της λέξης «κομμουνιστής», του προκαλεί αλλεργία, εξ ου και η καθιέρωση του όρου «αριστερός», όπου εκεί, μπορούν να ενταχθούν οι πάντες, ακόμα και η λαϊκή Δεξιά, αν βεβαίως το επιθυμούσε!
Το έχουμε ξαναγράψει, ας το υπενθυμίσουμε : ο Νεοφιλελευθερισμός, θεωρητικώς δεν είναι εναντίον της Δημοκρατίας, όπως άλλωστε και κανένα καθεστώς, ακόμα και εκείνα των πιο στυγνών δικτατοριών, την «διάσωση» της Δημοκρατίας επικαλούνταν για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους. Ο Νεοφιλελευθερισμός θέλει «Δημοκρατία», μονάχα που την θέλει πιο «εκσυγχρονισμένη», πιο «σύγχρονη». Δηλαδή, απαλλαγμένη από όλες εκείνες τις πρόνοιες που αποτελούν προσκόμματα στην επιβολή των πολιτικών του. Και ποια είναι αυτά τα προσκόμματα; Είναι εύκολο να το διαπιστώσετε, κοιτάζοντας τι συνέβη στη Μνημονιακή Ελλάδα αλλά και σε δεκάδες ακόμα χώρες τις προηγούμενες δεκαετίες, στις οποίες επιβλήθηκαν -αναγκαστικές, διότι μόνο έτσι μπορούν να επιβληθούν- νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και τι συμβαίνει στην Ευρώπη με τα «ελλείμματα» δημοκρατίας που όλο και πιο συχνά διαπιστώνονται και διατυπώνεται η ύπαρξή τους. Τι συνέβη ή καλύτερα τι διαπιστώθηκε; Διαπιστώθηκε πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι πλήρως ασύμβατες προς ό,τι μπορεί να θεωρηθεί Δημοκρατικό Κεκτημένο εδώ στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς δυνάμει των Διεθνών Συμβάσεων, Συμφωνιών και Διακηρύξεων του ΟΗΕ των σχετικών με ζητήματα Δημοκρατίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εξ ου και η επίθεση κατά της συνταγματικής τάξης, εκεί όπου τουλάχιστον υπήρχε, διότι εκεί όπου δεν υπήρχε, τα πράγματα ήταν εξ ορισμού πολύ καλύτερα για τις εγκαθίδρυση αυτών των πολιτικών.
Έτσι, ο εύκολος χαρακτηρισμός, ξενόφοβοι, ρατσιστές κ.λπ., δεν είναι μόνο ανιστόρητος, είναι αντιεπιστημονικός και παράλογος. Κατ’ αρχήν άλλο ρατσισμός και άλλο ξενοφοβία. Ο ρατσισμός είναι μια ιδεολογική τοποθέτηση που δηλώνει υπεροχή απέναντι στον άλλον με βάση τη «ράτσα» και οδηγεί στην θετική και όπου μπορεί βίαιη αντιμετώπιση του «άλλου». Όμως, η ξενοφοβία, ο φόβος προς το ξένο, προς τον ξένο, είναι μια συναισθηματική, ψυχική, ψυχολογική αν θέλετε κατάσταση, δεν είναι ιδεολογία, (μπορεί όμως να ιδεολογικοποιηθεί από όσους χειρίζονται τον φόβο) ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να αποδοθεί ως το αποκλειστικό χαρακτηριστικό μιας ιδεολογίας. Ως ψυχική δε κατάσταση, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με νομικά μέσα. Δεν μπορείς δηλαδή να απαγορέψεις κάποιον να φοβάται κάτι ή κάποιον. Η απλή καταδίκη του ξενοφοβικού φαινομένου δεν αποτελεί πολιτική λύση, πολύ δε περισσότερο δεν αποτελεί λύση η χλεύη όσων θεωρούνται ξενοφοβικοί, διότι, στη τελευταία αυτή περίπτωση, απλά το φαινόμενο διατηρείται και διογκώνεται, ιδίως όταν τα αίτια είναι υπαρκτά και πάνω απ’ όλα λογικά (ως γεγονότα που παράγουν ξενοφοβία). Χτυπάνε το αποτέλεσμα και όχι μόνο δεν χτυπάνε το αίτιο που το παράγει, μα και το υποθάλπουν και το υπεραμύνονται, ώστε να σπέρνουν τον σπόρο της ξενοφοβίας ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε πριν. Όμως εδώ πρέπει κανείς να εξετάσει και το αν ευλόγως υφίσταται αυτός ο φόβος. Είναι πολύ εύκολο να ρίχνεις αναθέματα, όμως αυτά εν τέλει καταντούν βλακώδεις επαναλήψεις πολιτικών τσιτάτων που δεν αντιμετωπίζουν καθόλου το ζήτημα εκεί που όντως υπάρχει. Έτσι στο ζήτημα της παραγωγής φόβου από τη παράνομη μετανάστευση, μπορούν να γίνουν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Γιατί δηλαδή κάποιος που συγκρίνει τη ζωή του πριν την εισροή στη χώρα του αυτών των ανεξέλεγκτων παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων, τότε δηλαδή που όπως λέει, κοιμόνταν το καλοκαίρι στο ράντζο ή στο κρεβάτι έξω από το σπίτι ή στη ταράτσα του σπιτιού του, ή στο ισόγειο διαμέρισμα με ανοικτά τα πατζούρια και με μόνο διαχωριστικό υλικό ανάμεσα στο δωμάτιο και στον δρόμο τη κουρτίνα, -και ασφαλώς, τέτοιες εικόνες είναι οικείες σε όλους εμάς κάποιας ηλικία, μιλάμε για κάτι που έχουμε ζήσει, δεν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν υπήρχε ως πραγματικότητα : προσωπικά, άπειρες φορές είχα κοιμηθεί μαζί με τη γυναίκα μου και στη ταράτσα στο σπίτι μας στην Αθήνα και σε ράντσο έξω από το δωμάτιο στο εξοχικό μας στο Πόρτο Ράφτη-, γιατί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος που κάνει αυτές τις συγκρίσεις θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής που πλέον δεν μπορεί να κοιμάται «με τις πόρτες ανοικτές», που έχει μετατρέψει το σπίτι του σε φρούριο, με σιδεριές στα παράθυρα και κυρίως, πόσο πολύ άσχετες με την «παραγωγή» καταστάσεων που παράγουν φόβο είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον κόσμο σε αυτή την κατάσταση και αντίδραση, ανάμεσα στις οποίες είναι και ο φόβος του «παράνομου» που ως λέξη από μόνη της γεννά συστολή; Το (καθησυχαστικό;) επιχείρημα από την άλλη, ότι υπήρχε παραβατικότητα και πριν, δεν λέει τίποτα εν όψει της αμέσως ανωτέρω περιγραφείσης πραγματικότητας, διότι επρόκειτο για παραβατικότητα που εν τούτοις, δεν ήταν ποσοτικά και ποιοτικά τέτοια που δημιουργούσε ένα συλλογικό φόβο. Εκτός αν ο Λαός τότε τελούσε σε ένα είδος ομαδικής άγνοιας κινδύνου και έγραφε στα παλιότερα των υποδημάτων του τους κινδύνους που απειλούσαν τη ζωή του ζώντας τόσο «ανέμελα» και απροστάτευτα και ότι «λογικεύτηκε» μονάχα όταν άρχισε να μετατρέπει τα σπίτια σε κάστρα. Υπό μια έννοια, όλοι αυτοί που τόσο επιπόλαια χαρακτηρίζουν και ερμηνεύουν -«ερμηνεύουν» : λόγος του λέγειν- ως «ξενοφοβικούς» όλους εκείνους οι οποίοι έχουν απολέσει το αίσθημα της ασφάλειας, αλλά και διότι, πέραν από το ζήτημα της ασφάλειας και της παραβατικότητας, κατά τη γνώμη τους ευλόγως φοβούνται πως η παρουσία όλης αυτής της χωρίς προγραμματισμό πληθυσμιακής πλημμυρίδας που ενέσκηψε στις διάφορες χώρες αποτελεί κίνδυνο και για το (ούτως ή άλλως ευρισκόμενο υπό αμφισβήτηση από τον Νεοφιλελευθερισμό) βιοτικό τους επίπεδο και επίσης απειλή για την κοινωνική και εθνική τους συνοχή, δεν αντιλαμβάνονται ίσως, πως οφείλουν στους ανθρώπους αυτούς, αν θέλουν να μην τους σπρώξουν στην αγκάλη των πιο ακραίων πολιτικών δυνάμεων, είτε να τους πείσουν -με βάση όχι τις δικές τους ιδεοληψίες- για το αβάσιμο των φόβων τους, άλλως, να μεριμνήσουν να καταπολεμήσουν τα αίτια που παράγουν την ξενοφοβία. Πολύ δε περισσότερο όταν οι «μη ξενοφοβικές» πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, ευρίσκονται σε δυσαρμονία ως προς το ζήτημα των αιτίων που παράγουν το φαινόμ
ενο με τους ίδιους τους λαούς τους.
Έτσι, επειδή το ξενοφοβικό φαινόμενο στην Ευρώπη είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παράνομη μετανάστευση, οφείλουν όσοι αρκούνται στις εύκολες καταδίκες, να απευθυνθούν στους συμπολίτες τους και να τους πείσουν με επιχειρήματα, γιατί πρέπει ο πολίτης να μη φοβάται, όχι ανθρώπους γενικώς, μα ειδικώς ανθρώπους των οποίων αγνοείται η πραγματική ταυτότητα και το αν πρόκειται για ανθρώπους φιλήσυχους ή για εγκληματικά στοιχεία. Το ότι ασφαλώς οι «περισσότεροι» δεν είναι παρά φιλήσυχοι άνθρωποι, αυτό, πόσο καθησυχαστικό μπορεί να είναι για την κοινωνία, όταν θεωρεί πως μαζί με τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα αυξήθηκε και η εισαγόμενη εγκληματικότητα; Όμως, όχι μονάχα σε σχέση με τους παράνομους μετανάστες μα και σε σχέση με τους ομοεθνείς του, το γεγονός πως «οι περισσότεροι είναι φιλήσυχοι», αυτό είναι αρκετό ώστε γενικώς, ο κάθε άνθρωπος να μην τηρεί απέναντι στον -οποιοδήποτε- ομοεθνή του μια στάση επιφυλακτική έως ότου διαπιστώσει και πεισθεί πως δεν έχει λόγο να τον φοβάται; Ο φόβος δεν είναι μια αμυντική, εύλογη και απολύτως λογική στάση απέναντι σε ό,τι δεν γνωρίζουμε, έως ότου πληροφορηθούμε περί τίνος πρόκειται; Με αυτή την λογική παραδοχή δεν μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; Ποιος λέει στο παιδί του, «μη φοβάσαι του ξένους και όταν κάποιος ξένος σου ζητήσει να τον ακολουθήσεις, απλά κάντο»; Ποιος δεν λέει στα παιδιά του «να μην εμπιστεύονται τους ξένους»; Είναι αυτό μάθημα ξενοφοβίας; Και εν πάση περιπτώσει, ποιος διδάσκει στα παιδιά του κάτι το αντίθετο; Και ποια είναι η λογική αυτή της «διδασκαλίας», αν όχι, πώς πρέπει τα παιδιά να έρθουν σε μια εύλογη ηλικία ώστε να είναι σε θέση να διακρίνουν πού πρέπει να χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους και πού όχι;
Για να κλείσουμε : Είναι η νόμιμη μετανάστευση εκείνη που δεν υποθάλπει την ξενοφοβία ενώ ασφαλώς διευκολύνει πολύ πιο αποτελεσματικά και την κοινωνική και ίσως σε κάποιο βαθμό και την πολιτισμική συναίρεση, ενώ μακροχρόνια αυτές οι θετικές εξελίξεις μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι θα είναι ακόμα πιο θετικές.