1. Σε συνέχεια των ήδη δρομολογημένων μέτρων, όπως είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης στις συντάξεις χηρείας, οι 120 δόσεις για εξόφληση χρεών σε Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία και ΟΤΑ, ακολούθησαν η δέσμη μέτρων με μόνιμο χαρακτήρα και άμεση εφαρμογή για το 2019, όπως είναι η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από 24% σε 13%, η ελάττωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα από 24% σε 13%, ο περιορισμός του ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο από 13% σε 6% τόσο για ιδιώτες όσο και για επιχειρήσεις, καθώς και η καταβολή της 13ης σύνταξης σε κλίμακες με κοινωνικά κριτήρια και η περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ για πολύ μεγάλο αριθμό ιδιοκτητών, ενώ έπονται και τα μέτρα για το 2020, που θα ψηφισθούν μετά τις ευρωεκλογές της 26-5-2019.
Όλα αυτά τα μέτρα χρηματοδοτούνται από το υπερπλεόνασμα, που μόνο για το 2018 ανέρχεται σε 0,8% του ΑΕΠ ή 1,5 δις ευρώ, ενώ αδιαμφισβήτητα στοχεύουν στην ενίσχυση κυρίως όσων επλήγησαν βαρύτερα από την παρατεταμένη κρίση και τα άνισα και ετεροβαρή μέτρα οικονομικής πολιτικής, που επέβαλαν τα μνημόνια.
2. Με δεδομένο το όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων από τα προαναφερθέντα μέτρα, η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ αδυνατούν να αντιδράσουν και εκόντες-άκοντες οδηγούνται στην υπερψήφισή τους, πλην όμως δεν παύουν να ασκούν δριμεία κριτική τόσο για τον επιλεγέντα από την Κυβέρνηση χρόνο εξαγγελίας και υλοποίησης αυτών, ο οποίος δεν απέχει πολύ από την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών για την Αυτοδιοίκηση και την Ευρωβουλή, όσο και για τις αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία της ελληνικής οικονομίας σε μια αναμενόμενη πλήρη ταύτιση με τις αντίστοιχες θέσεις των πλέον ακραίων εκπροσώπων του νεοφιλελευθερισμού, του συντηρητισμού, αλλά και της λαϊκιστικής ακροδεξιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι ο Κουρτς, ο Όρμπαν, ο Βέμπερ και οι λοιποί ομογάλακτοι και ομοϊδεάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη.
3. Η απάντηση και στα δύο σκέλη της αντιπολιτευτικής κριτικής είναι σαφής και αποστομωτική.
α) Ο χρόνος εξαγγελίας και υλοποίησης αυτών των μέτρων εξαρτάται κατά κύριο λόγο όχι από εκλογικές σκοπιμότητες αλλά από τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας της Κυβέρνησης.
Με άλλες λέξεις, μετά την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα απηλλάγη από τη σκληρή επιτροπεία των δανειστών και εισήλθε σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης, οπότε έχει μεγαλύτερα περιθώρια επιλογών των μέσων προς επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων, χωρίς βεβαίως ούτε να αγνοούνται οι έναντι των δανειστών υποχρεώσεις, ούτε να παραβλέπονται τα αντικειμενικά δεδομένα της αμείλικτης πραγματικότητας και οι συσχετισμοί ισχύος σε εσωτερικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται ότι στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας, οι κυβερνήσεις είναι πλήρους και όχι περιορισμένης ευθύνης, δηλαδή ασκούν όλες τις συνταγματικές αρμοδιότητες ανεξάρτητα από το εάν επίκεινται ή όχι εκλογές.
Άρα, η Κυβέρνηση τώρα μπορούσε, τώρα προχώρησε στη λήψη των αναγκαίων και επωφελών για τους πολλούς μέτρων, που ήδη εξαγγέλθηκαν και υλοποιούνται.
β) Οι επιπτώσεις των προαναφερόμενων μέτρων στην ελληνική οικονομία θα είναι θετικές. Και αυτό, γιατί:
i) οι αποδέκτες της 13η σύνταξης ανήκουν σε κοινωνικά στρώματα, που με βεβαιότητα θα αυξήσουν την κατανάλωση για να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις ανάγκες και να αναπληρώσουν πραγματικές στερήσεις σε τρόφιμα, ένδυση και λοιπά είδη πρώτης ανάγκης καθώς και σε αποπληρωμή χρεών προς Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία, ΔΕΗ κ.ά. Αναπόφευκτη συνέπεια των παραπάνω θα είναι, μεταξύ άλλων, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η συνακόλουθη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Σημειωτέον ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα έχει θετική επίδραση στην εγχώρια αγορά, αφού ως επί το πλείστον θα διοχετευθεί σε διάφορες επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
ii) οι μειώσεις του ΦΠΑ στην εστίαση, στα τρόφιμα, στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο θα οδηγήσουν σε μειώσεις των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, που αναμένεται να αυξήσουν τη ζήτηση και παραλλήλως τον τζίρο των επιχειρήσεων και συνακόλουθα να επιδράσουν θετικά στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών.
4. Επειδή αυτά τα μέτρα:
i) δεν οδηγούν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αφού χρηματοδοτούνται από ήδη επιτευχθέντα δημοσιονομικά υπερ-πλεονάσματα
ii) προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις για μεγέθυνση του ΑΕΠ
iii) ανακουφίζουν τους βαρύτερα πληγέντες από τη μακροχρόνια κρίση συμπολίτες και βελτιώνουν την οικονομικοκοινωνική θέση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων, αναμφίβολα δημιουργούν συνθήκες αντιστροφής του αρνητικού κλίματος, που κυριαρχεί στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, αφού έτσι αποδεικνύεται στη πράξη όχι μόνον η σταθεροποίηση της οικονομίας αλλά και η εμπέδωση μιας αργής αλλά σταθερής αναπτυξιακής πορείας, η οποία εμφανίζει μια αδιάκοπη συνέχεια από το 2016 μέχρι και σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι ως έχει συνέπειες των προαναφερθέντων μέτρων στην ελληνική οικονομία δεν αρκούν για μια θετική επίδραση στην δραστική αύξηση των επενδύσεων, που αποτελούν τον πλέον σημαντικό μοχλό ανάπτυξης μιας οικονομίας με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας στη παρούσα συγκυρία. Απαιτείται ποσοτική και ποιοτική αύξηση ιδιωτικών και κυρίως δημόσιων επενδύσεων, αφού κατά γενική ομολογία η αύξηση δημοσίων επενδύσεων είναι κρίσιμος παράγοντας αν όχι απαραίτητη προϋπόθεση για τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ η μείωση των φορολογικών συντελεστών για ιδιώτες και επιχειρήσεις πρέπει να καταστεί βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020.
Ο παράδεισος, αν υπάρχει, δεν είναι ακόμα εύκολα προσιτός, αλλά σίγουρα η κόλαση είναι πίσω μας και σιγά-σιγά αλλά σταθερά απομακρύνεται.
*Ο Γιάννης Μαντζουράνης είναι δικηγόρος, Μέλος της Εκλογικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία