“Θα πάρω μιαν ανηφοριά”,
(το έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί και το άφησε στην τάξη του ως αποχαιρετιστικό μύνημα για τους συμμαθητές του τους οποίους άφηνε πίσω. )
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν’ στη Λευτεριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν’ στη Λευτεριά
Θ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς
τη μάνα, τον πατέρα
μες στα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ‘χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ‘ρθει το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν’ στη Λευτεριά
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι
(το ξέρω θάναι απάτη
δεν θάναι αληθινό)
Μες στο παλάτι θα γυρνώ,
ώσπου να βρω το θρόνο
Βασίλισσα μια μόνο
να κάθετε σ’ αυτό
Κόρη πανώρια, θα της πω
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχ’ αυτό ζητώ.