Πως ο “Φιλικός” Τσακάλωφ κινδύνεψε να γίνει γιουσουφάκι, όταν ήταν έφηβος. Ποιες αποκαλούσε “τσούπρες”
Ο Αλή πασάς είχε τα δικά του χαρέμια, όπως κάθε ισχυρός άνδρας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το «λιοντάρι των Ιωαννίνων» διατηρούσε τουλάχιστον τέσσερα χαρέμια. Είχε ένα στα Γιάννενα με περίπου 300 γυναίκες, ένα στο Τεπελένι με 60 και δυο μικρότερα στην Πρέβεζα και στην Κόνιτσα.
Οι οδαλίσκες του, δηλαδή οι παρθένες σκλάβες του χαρεμιού του, ήταν Ελληνίδες, Τουρκάλες, Ρωσίδες, Γεωργιανές και Αρβανιτοπούλες. Οι μόνες κοπέλες που δεν κινδύνευαν από τον Αλή πασά ήταν οι Εβραιοπούλες, καθώς όπως έλεγε, «απεχθανόταν αυτό το γένος».
Συνήθως, οι κοπέλες των χαρεμιών είχαν αρπαχτεί κατά τη διάρκεια επιδρομών και είχαν οδηγηθεί στα σκλαβοπάζαρα. Κόστιζαν λιγότερο από ένα άλογο. Η τιμή τους κυμαινόταν από 1.000 έως 2.000 κουρούς, τη στιγμή που ένα άλογο κόστιζε περισσότερους από 5.000 κουρούς.
Όμως, ο Αλή Πασάς σπάνια έδινε χρήματα για να αποκτήσει τις κοπέλες των χαρεμιών του. Η συνηθέστερη μέθοδος ήταν η αρπαγή. Οι «πράκτορες» του έβρισκαν όμορφα κορίτσια ή αγόρια, τον ενημέρωναν και στη συνέχεια πήγαιναν στους γονείς ή τον αδερφό τους για να παραλάβουν το νέο απόκτημα του πασά. Συνήθως από φόβο οι γονείς έδιναν τα παιδιά τους. Ωστόσο, υπήρχαν και περιπτώσεις που οι ίδιοι οι γονείς παρακαλούσαν τους ευνούχους του χαρεμιού να πάρουν τα παιδιά κοντά τους γιατί εκείνοι δεν μπορούσαν να τα αναθρέψουν και πίστευαν ότι μέσα στο χαρέμι θα είχαν περισσότερες ανέσεις.
Ο Αλή πασάς δεν έπαιρνε ποτέ παιδιά πλουσίων και επιφανών οικογενειών. Αν έπεφτε στην αντίληψή του ότι οι πράκτορές του είχαν αρπάξει παιδιά καλών οικογενειών, τους τιμωρούσε, συνήθως με εκτέλεση.
Η ιστορία αναφέρει ένα περιστατικό με ένα κορίτσι από τους Καλαρρύτες που το άρπαξαν λίγο πριν από τον γάμο της. Οι δυο νεόνυμφοι ήταν γόνοι αρχοντικών οικογενειών της περιοχής. Όταν το έμαθε ο Αλή πασάς, χαρακτήρισε τους πράκτορές του ληστές και τους εκτέλεσε. Στη συνέχεια πήγε στον γάμο του ζευγαριού για να τους ευχηθεί.
Ο πασάς των Ιωαννίνων είχε ιδιαίτερες σχέσεις με όλο το χαρέμι του. Γνώριζε τα ονόματά τους, συζητούσε μαζί τους και δεν τους ζητούσε να αλλάξουν θρησκεία. Συνήθιζε να τις αποκαλεί «τσούπρες» και «βαγιοπούλες». Ζούσαν σε πολυτελή δωμάτια και έπαιρναν αμοιβή της τάξης του μισθού ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου. Μόλις περνούσαν την ηλικία των 20 ετών φρόντιζε να τις παντρέψει με γόνους αρχοντικών και πλούσιων οικογενειών.
Παρόλο που στην κατοχή του είχε εκατοντάδες κοπέλες, καμία δεν κατάφερε να τον αγγίξει όπως η Βασιλική Κονταξή, η 15χρονη νεαρή από την Θεσπρωτία που τον μάγεψε και όταν ενηλικιώθηκε έγινε νόμιμη σύζυγός του.
Γιουσουφάκια, το ανδρικό χαρέμι του Αλή πασά
Ο Αλή πασάς είχε και ένα ανδρικό χαρέμι. Τα αγόρια του χαρεμιού ονομάζονταν γιουσουφάκια, ενώ η επίσημη ορολογία ήταν γανύμηδες. Εκτός από την ικανοποίηση των επιθυμιών του αφέντη τους, τα γιουσουφάκια χόρευαν οντάδες, σέρβιραν καφέ ή έκαναν αέρα με φτερό στον αφέντη τους.
Όμως, ο Αλή πασάς δυσκολευόταν πολύ να βρει γιουσουφάκια, καθώς πολλοί γονείς που είχαν κάποια οικονομική δυνατότητα φυγάδευαν τα παιδιά τους στο εξωτερικό, ώστε να τα γλιτώσουν.
Στις επίσημες εκδηλώσεις είχε πάντα δυο γιουσουφάκια, τα λεγόμενα «τσιμπούκ-ογλάν», τα οποία ήταν εκπαιδευμένα να είναι πάντα σε ετοιμότητα να του γεμίσουν το τσιμπούκι του με φρέσκο καπνό.
Σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ στο ανδρικό χαρέμι του είχε κινδυνεύσει να πάει και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο συνιδρυτής του της Φιλικής Εταιρίας. Το 1802 ο Τσακάλωφ ήταν 14 ετών. Μια μέρα ενώ επέστρεφε από την Καπλάνειο Σχολή στη Γιάννενα, αρπάχτηκε από τους ανθρώπους του πασά και οδηγήθηκε στο χαρέμι για να γίνει γιουσουφάκι. Όταν το έμαθε η μητέρα του έτρεξε στον αρχιαστυνόμο Ταχήρ Αμπάζη και του ζήτησε βοήθεια. Εκείνος της είπε ότι η μοναδική λύση ήταν να προσποιηθεί ότι ήταν τρελή.
Έτσι, πήγαν μαζί στο χαρέμι του Αλή πασά. Ο Αμπάζη πήγε να μιλήσει με τον πασά των Ιωαννίνων, ενώ η μητέρα του Τσακάλωφ έμεινε απ’ έξω και ούρλιαζε. Ο Αμπάζη παρακάλεσε τον Αλή πασά να αφήσει το 14χρονο αγόρι γιατί η μητέρα του ήταν τρελή και δεν θα τους άφηνε να ηρεμήσουν. «Εξάλλου υπάρχουν και πιο όμορφα αγόρια», του είπε. Ο Αλή πασάς πείστηκε και τον άφησε ελεύθερο. Όταν το έμαθε ο πατέρας του που ήταν έμπορος στη Ρωσία, πήγε στα Γιάννενα, πήρε τον γιο του στα κρυφά και τον μετέφερε στην Οδησσό.
Ο συγγραφέας Αναστάσιος Παπασταύρος, στο βιβλίο του «Ο Αλή πασάς από λήσταρχος ηγεμόνας», αναφέρει ότι τον Απρίλιο του 1819 αρπάχτηκαν από τα σχολεία της Ηπείρου και της Θεσσαλίας 100 όμορφα αγόρια για το χαρέμι του Αλή πασά. Σύμφωνα με την παράδοση αφέθηκαν ελεύθερα χάρη στην κυρά Βασιλική που είχε τόσο μεγάλη επιρροή πάνω στον Αλή, που ο λαός τραγούδησε «Βασιλική προστάζει· Βεζύρ’ Αλή Πασά, βάλε φωτιά στα τόπια, κάψε τα Γιάννενα».
Για να γλιτώσουν…
Εκτός όμως από τις κοπέλες και τα αγόρια που έγιναν μέρος των χαρεμιών του Αλή πασά, υπήρχαν και εκείνοι που έφτασαν στα άκρα για να γλιτώσουν.
Όπως είχε γράψει ο σφραγιδοφύλακάς του Λιδωρίκης, ένα κορίτσι που είχε οδηγηθεί στο χαρέμι του, προσποιήθηκε ότι έπαθε επιληψία. Όταν την είδε ο πασάς διέταξε να τη διώξουν γιατί ήταν «σεληνιασμένη». Σύμφωνα με άλλη διήγηση του ιστοριοδίφη Ιωάννη Λαμπρίδη, ένα αγόρι πριν να οδηγηθεί μπροστά στον Αλή ξύρισε το κεφάλι και τα φρύδια του. Ο πασάς τον θεώρησε άσχημο και τον έδιωξε.
Όμως, υπήρχαν και γονείς που προτίμησαν να βλάψουν τα παιδιά τους προκειμένου μη σκλαβωθούν από τον πασά. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Αναστάσιος Παπασταύρος οι γονείς της 13χρονης τότε Ρίνας Βαρτζέλη για να τη σώσουν από τον πασά, παραμόρφωσαν το πρόσωπό της, δημιουργώντας της ουλές με ξυράφι.
Το 1803 ο Γιαννιώτης Μίνιος Χρήστου Κατσικογιάννης σκότωσε την αδερφή του με τα ίδια του τα χέρια για να μη γίνει μια από τις «τσούπρες» του πασά.
Θρυλείται επίσης ότι ο ηγούμενος Γρηγόριος του χωριού Ζίτσα στον νομό Ιωαννίνων, όταν έμαθε ότι ο πασάς ήθελε να αρπάξει το ομορφότερο κορίτσι της περιοχής, το πάντρεψε ένα βράδυ στα κρυφά με ένα αγόρι από το μοναστήρι για να το σώσει.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του Αναστάσιου Παπασταύρου που μας παραχώρησε. Περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Ο Αλή πασάς από λήσταρχος ηγεμόνας», Εκδόσεις ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ.