Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μέρος που ουδέποτε θα αποκαλυφθεί, υπήρχε ένας καθ’ όλα ευσεβής άντρας. Τιμούσε τις ώρες κοινής ησυχίας και τις μέρες νηστείας. Έβγαζε πάντα το καπέλο του για να χαιρετήσει τους επισήμους κι ύστερα το ξαναφορούσε προκειμένου να προφυλάξει το κρανίο του από τον επικίνδυνο ήλιο.
Κυρίως μετρούσε επιμελώς τα βήματά του καθώς λάτρευε να τα συγχρονίζει απόλυτα με αυτά των υπολοίπων. «Ούτε μπροστά μα ούτε πίσω. Μονάχα μαζί», τον άκουγαν συχνά πυκνά να μουρμουρίζει.
Εάν στα αλήθεια σε αφορά η ιστορία του, επίτρεψε μου να σου πω ότι η σκούφια του κρατούσε από μακρινούς τόπους και πως από παιδί ακόμα συνήθιζαν να τον αποκαλούν «ο ξένος». Το φορτίο φάνταζε βαρύ για τους μικρούς του ώμους κι έτσι εκείνος σε κάθε αστέρι που έπεφτε ευχόταν να ταχτεί κάποτε στην πλευρά των ισχυρών.
Και τώρα μην ταυτίσεις τη λέξη «ισχυρός» με τ’ αμύθητα πλούτη και την αλόγιστη εξουσία. Για τον φίλο μας ισχυροί λογαριάζονταν οι άνθρωποι του μέσου όρου, οι όμοιοι με τόσους μέσα στο πλήθος, οι δουλευταράδες που σέβονταν την ισχύουσα τάξη, τη βέρα στο δεξί και τα χασμουρητά στο κρεβάτι.
Ο ήρωας της ιστορίας μας μεγάλωσε και σταδιακά ενσωματώθηκε στην κοινωνία. Δούλεψε, μάλιστα, σκληρά και κατάφερε σύντομα ν’ ανοίξει στη γειτονιά το δικό του μανάβικο. Καθώς υπήρξε μάστορας στην εξυπηρέτηση πελατών, προσέλκυσε αρκετούς στην επιχείρησή του. Όχι μόνο τα έβγαζε πέρα αξιοπρεπώς μα άφηνε και κάποιες δεκάρες στην άκρη.
Αναρωτιέσαι αν τελικά ακολούθησε το ονειρό του και πολλά δεν έχω να σου απάντησω πάνω σε αυτό. Στην έκθεση, πάντως, με θέμα «τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω» εκείνος είχε απαντήσει «κοινωνικά αποδεκτός». Αν, λοιπόν, υποθέσουμε πως η παραπάνω υπήρξε η τρανότερη λαχτάρα του, τότε μπορούμε να παραδεχτούμε πως μια χαρά την έφερε εις πέρας την αποστολή του.
Από το μανάβικό του περνούσε πλήθος κόσμου κι ο Ευταξίας -το όνομα του φίλου μας- τους υποδεχόταν με πλατύ χαμόγελο κι απαράμιλλο επαγγελματισμό. Μεταξύ μας, του κάθονταν λιγάκι στο στομάχι οι ονειροπόλοι, με τα μεγάλα σχέδια και τον μηδαμινό κυνισμό.
Σιωπηλά αγανακτούσε, όμως, με τους επαναστάτες, που έκαναν λόγο για εργασιακά δικαιώματα κι απεργίες. Τι τον σκότιζαν… Αυτός πια ήταν ιδιοκτήτης μανάβικου, τουτέστιν δυνατός εργοδότης που απεχθανόταν τους ταραξίες.
Ένα μεσημέρι, στην επιχείρηση του φίλου μας φάνηκε μια οικεία φιγούρα. Ο Ευταξίας τον κοίταξε καλά καλά ώσπου αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον παλιό φωστήρα της τάξης, με τις ευφυείς απαντήσεις και τη σπάνια επιμέλεια. Οι δυο συμμαθητές χαιρετήθηκαν θερμά.
«Την τακτοποίησες τη ζωούλα σου;», έσπευσε να ρωτήσει ο ιδιοκτήτης του μανάβικου. Ο άντρας εξήγησε πως εργαζόταν για ψίχουλα σ’ ένα εργαστήρι. Έσπευσε, ωστόσο, να διευκρινήσει πως τα πρωινά ξυπνούσε με χαμόγελο. Μάθαινε, άλλωστε, ένα σωρό χρήσιμα πράγματα που όταν θα γινόταν φτασμένος επιστήμονας θα τα επιστράτευε για την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Ο ιδιοκτήτης του μανάβικου κοίταξε περιφρονητικά τον παλιό του γνώριμο. « Καημένε μου! Βάλε μια τάξη στο κεφαλάκι σου και βρες κάποια δουλειά της προκοπής», προσπάθησε να τον συνετίσει. Έπειτα κορδώθηκε περήφανα κι αφέθηκε στα επιδοκιμαστικά βλέμματα των οπωρικών του.
Λίγους μήνες μετά ο ήρωας της ιστορίας μας αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα να νοικοκυρευτεί. Αρκετά τον είχαν ταλαιπωρήσει τα κεραυνοβόλα συναισθήματα. Επέλεξε λοιπόν την καλή κι υπάκουη σύζυγο, τη βαρετή στον έρωτα και την προβλέψιμη στη ζωή.
Ο γάμος του υπήρξε ανοιχτός προκειμένου όλοι να τον καμαρώσουν γαμπρό. Κάλεσε στο τραπέζι ακόμα και τον φουκαριάρη τον επιστήμονα.
Έμαθε, μάλιστα, από συγγενείς πως ο παλιός του συμμαθητής βολόδερνε μόνος καθώς περίμενε τον αληθινό έρωτα όπωε ακριβώς η γοργόνα τον Μέγα Αλέξανδρο. «Ο ανόητος! Οι έρωτες κρατούν για λίγο κι οι μυαλωμένοι τύποι σαν του λόγου μου γυρεύουν μια αξιόπιστη σύντροφο κι όχι μια αισθαντική ερωμένη», σχολίασε.
Ο καιρός κύλησε. Ένα βράδυ ο παλιός φωστήρας της τάξης φάνηκε στο μανάβικο. Ετούτη τη φορά κρατούσε από το χέρι μια γυναίκα με φωτεινά μάτια κι αγέρωχη κορμοστασιά.
Ο Ευταξίας κοίταξε το ζευγάρι λίγο καχύποπτα. «Χρόνια έχεις να πατήσεις από το μαγαζί μου και φαντάστηκα ότι ξέμεινες για τα καλά από χρήματα», απευθύνθηκε στον συμμαθητή του. «Ταξιδεύω συνεχώς στο εξωτερικό. Διδάσκω σε Πανεπιστήμια και συνεχίζω την έρευνά μου. Οι κόποι μου ανταμείφθηκαν», αποκρίθηκε σεμνά ο άντρας.
«Δεν βλέπω βέρα όμως», παρατήρησε με την κοφτερή του ματιά ο Ευταξίας. «Βρήκα τη σύντροφό μου και τίποτα δεν λογαριάζω πιο επίσημο κι ιερό από αυτό που νιώθω». «Προφάνως είστε φρέσκο ζευγάρι. Επίτρεψε μου να σας πω, φίλε μου, ότι ο έρωτας χάνεται. Μια λειτουργική καθημερινότητα αποζητάμε στο τέλος όλοι οι πρώην αισθηματίες», μουρμούρισε ο ιδιοκτήτης του μανάβικου.
«Εάν ονειρευτείς το μεγάλο και με πάθος το οραματιστείς τότε ασφυκτιάς στο μέτριο και δεν χαρίζεις την αγκαλιά σου σε συμβιβασμούς. Ασφαλώς και βιώνεις βράδια μοναξιάς μα διακρίνεις πιο καθαρά την ψυχή που ακουμπά στη δική σου. Και τότε ο χρόνος αποτελεί συμμαχό σου. Βλεπεις, ο έρωτας δεν φθείρεται όταν χτίζεται με τα υλικά δύο ελεύθερων καρδιών», αποκρίθηκε ήρεμα ο επιστήμονας.
Ο Ευταξίας τον αποχαιρέτησε κακόκεφος. Κλείδωσε το μαγαζί κι επέστρεψε στη ζωούλα του, στο σπιτάκι του, στη γυναικούλα του. Εκείνη παρακολουθούσε την αγαπημένη της ταινία στο κρεβάτι κι ούτε που αντιλήφθηκε τηνν άφιξή του. Ξάπλωσε πλάι της. Την σκούντησε και με μια ανάσα της εξιστόρησε τον αλλόκοτο διάλογό του με τον επιστήμονα:
«Τα μαλλιά του γκρίζαραν κι ακόμα ίπταται στον κόσμο της φαντασίας του. Από τόπο σε τόπο περιπλανιέται λες κι είναι φοιτητής. Και το χειρότερο; Πιστεύει σε έρωτες, ιππότες, πριγκίπισσες και παλάτια. Να δούμε τι θα λέει όταν η ρουτίνα τινάξει τη σκόνη της πάνω στο συννεφάκι του. Ασε που εάν ξεμονάχιαζα την αγαπημένη του, είμαι βέβαιος πως θα είχε πολλά ράμματα για την ονειροπαρμένη γούνα του».
Ύστερα, το αγαπημένο ζευγάρι αντάλλαξε ένα βιαστικό φιλί στο στόμα. Γύρισε ο ένας στον άλλο την πλάτη και αποκοιμήθηκαν. Το σεξ δεν θα τους απασχολούσε μέχρι το Σάββατο. Όλα κι όλα, αυτοί δεν λογαριάζονταν στους ονειροπαρμένους.