Ο Πέτρος Α΄ ή Πιότρ Α΄ Αλεξέγιεβιτς (Пётр I Алексеевич, 9 Ιουνίου 1672 – 8 Φεβρουαρίου 1725) γνωστός και ως Πέτρος ο Μέγας ή Μέγας Πέτρος (Пётр Великий), ήταν τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου για 43 έτη, από το 1682 έως το 1725.
Γεννήθηκε στη Μόσχα στις 9 Ιουνίου 1672. Πατέρας του ήταν ο τσάρος Αλέξιος (του οίκου των Ρομάνοφ) και μητέρα του η Ναταλία Ναρίσκινα, δεύτερη σύζυγος του Αλεξίου.
Υπό την ηγεσία του Πέτρου η Ρωσία μετατράπηκε από περιφερειακό βασίλειο σε υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης, τερματίζοντας την κυριαρχία των Σουηδών στη Βαλτική. Για τα επιτεύγματά του, πέραν του χαρακτηρισμού Μέγας, του δόθηκε το προσωνύμιο πατέρας του ρωσικού έθνους.
Η αναρρίχηση στον θρόνο
Μετά το θάνατο του Αλεξίου (1676), προτεραιότητα στο θρόνο είχαν οι δύο ζώντες πρίγκιπες από τον πρώτο του γάμο με τη Μαρία Μιλοσλάβσκαγια. Πράγματι, τσάρος ανακηρύχθηκε ο δεκαπενταετής Φιοντόρ Γ΄, καίτοι βαριά ανάπηρος και παραμορφωμένος. Στα 21 του ο Φιοντόρ απεβίωσε άτεκνος (1682) και κανονικά έπρεπε να τον διαδεχθεί ο Ιβάν Ε΄, ο οποίος ήταν όχι μόνον ανάπηρος αλλά και ψυχικά διαταραγμένος.
Βασισμένοι στην αδυναμία του Ιβάν, οι Ναρίσκιν προώθησαν παρασκηνιακά τον Πέτρο και οι Μιλοσλάβσκι απάντησαν με εξέγερση της βασιλικής φρουράς. Η τελική ειρήνευση επήλθε το καλοκαίρι του 1682 με μία συμβιβαστική λύση: οι Ιβάν και Πέτρος ενθρονίσθηκαν ως συμβασιλείς Ιβάν Ε΄ και Πέτρος Α΄, ενώ η αδελφή τους Σοφία ορίστηκε επίτροπος μέχρι την ενηλικίωσή τους.
Η περίοδος της συμβασιλείας
Για επτά χρόνια η Σοφία ήταν ο πραγματικός κυβερνήτης της χώρας. Αν και κανείς θα περίμενε πως θα μεροληπτούσε υπέρ του αδελφού της Ιβάν και θα μπορούσε να οδηγήσει τον Πέτρο ακόμα και στο θάνατο, ώστε ο θρόνος να παραμείνει στους Μιλοσλάβσκι, άσκησε με μάλλον αμερόληπτο τρόπο τα καθήκοντά της. Ο δε Πέτρος απολάμβανε την εφηβεία του ενδιαφερόμενος περισσότερο για τη ναυπηγική, η οποία έγινε η μεγάλη του αγάπη, και λιγότερο για την εξουσία.
Τα πράγματα άλλαξαν με την ενηλικίωση του νεαρού τσάρου το 1689. Φοβούμενος ότι η Σοφία δεν θα συμβιβαζόταν εύκολα με την επικείμενη απώλεια της απόλυτης εξουσίας, ο Πέτρος άρχισε να απεργάζεται την περιθωριοποίησή της. Η Σοφία το έμαθε και κατέφυγε στους παλιούς της συμμάχους, τους Στρέλτσι. Κάποιοι, όμως, ενημέρωσαν σχετικά τον Πέτρο και τον φυγάδευσαν στην οχυρωμένη Μονή της Αγ. Τριάδας (Τρόιτσα), όπου συγκεντρώθηκαν όσες δυνάμεις τού ήταν πιστές. Εν τέλει η επίτροπος υποχώρησε και κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό της παραιτούμενη από κάθε τίτλο και αξίωση. Λίγο νωρίτερα ο Πέτρος, με υπόδειξη της μητέρας του, είχε παντρευτεί την Ευδοξία Λοπούχινα.
Παρά τη νίκη του, ο Πέτρος δεν είχε αποκτήσει ακόμα την πραγματική εξουσία, ευρισκόμενος υπό την άμεση επιρροή της μητέρας του Ναταλίας έως το θάνατό της το 1694. Επίσης, έστω και τυπικά, ο Ιβάν εξακολουθούσε να είναι συμβασιλεύς έως το 1696 που απεβίωσε.
Ο Πέτρος ως αυτοκράτορας και μεταρρυθμιστής
Μετά το θάνατο της Ναταλίας και του Ιβάν, η πλήρης εξουσία πέρασε στα χέρια του Πέτρου (1696). Τότε έκανε κάτι απρόβλεπτο: ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε έμπιστους του ευγενείς με επικεφαλής τον Φιοντόρ Γιούριεβιτς Ρομοντανόφσκι, ενώ ο ίδιος ταξίδεψε ινκόγκνιτο στη Δυτική Ευρώπη συνοδευόμενος από ολιγομελές επιτελείο (Μεγάλη Πρεσβεία).
Αρχικός στόχος του ταξιδιού ήταν να εξασφαλίσει στήριξη από τις ευρωπαϊκές αυλές, ώστε να επιτεθεί κατά του ταταρικού Χανάτου της Κριμαίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που τον απέκλειαν από την πρόσβαση στη Μεσόγειο. Όταν είδε την απροθυμία των δυτικών, έστειλε τη συνοδεία του πίσω στη Μόσχα αλλά αυτός έμεινε με ψεύτικο όνομα στη Δύση, για να έλθει σε επαφή με τις νεότερες εξελίξεις, σπουδάζοντας Ναυπηγική στην Ολλανδία και μελετώντας Στρατιωτικά στην Αυστρία. Απέστειλε επίσης τον φίλο του Μπαρίς Σερεμέτιεφ στη Μάλτα, για να διδαχθεί τις πολεμικές τακτικές των περίφημων Ιωαννιτών Ιπποτών.
Η περιπλάνηση του Πέτρου στη Δύση διακόπηκε απότομα το 1698, όταν αναγκάστηκε να γυρίσει εσπευσμένα στη Ρωσία για να καταστείλει μία εξέγερση των Στρέλτσι. Επιστρέφοντας έφερε μαζί του όχι μόνο νέες εικόνες και ιδέες, αλλά και ένα πολυεθνικό επιτελείο συμβούλων από τις χώρες που επισκέφθηκε.
Αμέσως χώρισε την πρώτη του σύζυγο (την οποία όχι μόνο δεν αγάπησε, αλλά επιπλέον φοβόταν λόγω της καταγωγής της) και ξεκίνησε ένα ριζοσπαστικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, ώστε να μετατρέψει τη Ρωσία σε υπερδύναμη και να φέρει τη ρωσική κοινωνία εγγύτερα στη Δύση (εκδυτικισμός).
Στα χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα:
– Για να περιορίσει τις αντιστάσεις των βογιάρων, οι οποίοι έβλεπαν τα προνόμιά τους να χάνονται, αναμόρφωσε τον στρατό ξηράς σύμφωνα με το γερμανικό σύστημα, συγκροτώντας μόνιμο στράτευμα. Κατάργησε προσωρινά τους στρέλτσι, οι οποίοι επανδρώνονταν από τους γόνους των βογιαρικών οικογενειών και από ξένους. Απαγόρευσε τις εθνικές στολές και τις μακριές γενειάδες, τις οποίες έφεραν οι ευγενείς και λειτουργούσαν ως σύμβολο κύρους και επιρροής.
– Εκσυγχρόνισε και γενίκευσε την εκπαίδευση. Ίδρυσε σωρεία ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων – Ναυτική (1701) και Στρατιωτική Σχολή (επίσης 1701), Ιατρική (1707), Σχολή Μηχανικών (1712), Οικονομικό και Βιομηχανικό Κολέγιο (και τα δύο το 1718), Σχολή Φυσικών Επιστημών (1724). Ενθάρρυνε Ρώσους νέους να σπουδάσουν στη δυτική Ευρώπη. Ίδρυσε επίσης την πρώτη εφημερίδα (Βεντομόστι, 1703).
– Περιόρισε την ισχύ του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλάζοντας το καταστατικό της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας και αρνούμενος να διορίσει νέο Πατριάρχη μετά το θάνατο του Αδριανού (1700). Με τον τρόπο αυτό έθετε υπό τον έλεγχό του την τεράστια περιουσία των μοναστηριών και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Ακόμα κατάργησε το παλαιορωσικό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο η μέτρηση των χρόνων άρχιζε από κτίσεως κόσμου και το έτος ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο.
– Ανήγαγε σε προτεραιότητα την καλλιέργεια αδιατάρακτων εμπορικών δεσμών με τη Δύση. Αφού δεν μπορούσε να βρει έξοδο στη Μεσόγειο, στράφηκε προς τη Βαλτική. Εκδίωξε τους Σουηδούς από την Εσθονία και την Ίνγκρια και θεμελίωσε εκεί την Αγία Πετρούπολη, την οποία έκανε κύριο λιμάνι αλλά και νέα πρωτεύουσα της Ρωσίας.
– Δημιούργησε πολεμικό στόλο. Επειδή η Ρωσία δεν είχε παράδοση στη θάλασσα (για την ακρίβεια δε διέθετε καν στόλο), είχε ιδρύσει από πριν ναυτικές ακαδημίες με Ολλανδούς και Άγγλους εκπαιδευτές. Ο πρώτος ναύσταθμος εγκαινιάστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1698 στο Ταγκανρόγκ. Το 1703 ίδρυσε τον Στόλο της Βαλτικής με επικεφαλής τον Ολλανδό Κρούις και τον Έλληνα Μπότση.
Το πρόγραμμα του Πέτρου δεν υλοποιήθηκε αναίμακτα. Οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις συνοδεύτηκαν από άγρια καταστολή στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Γενικά η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από την επίδειξη σιδερένιας πυγμής εναντίον οποιουδήποτε τον απειλούσε, πραγματικά ή υποθετικά. Λέγεται ότι μετά την εξέγερση των στρέλτσι το 1698, χίλιοι διακόσιοι επίλεκτοι φρουροί βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, με τον ίδιο να είναι ένας από τους δημίους. Αργότερα δεν δίστασε να εκτελέσει για ανυπακοή τον ίδιο τον πρωτότοκο γιο του Αλεξέι (1718), ο οποίος είχε γίνει σημείο αναφοράς των συντηρητικών κύκλων.
Μεγάλο ήταν επίσης το οικονομικό κόστος των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες καλύφθηκαν κυρίως με φορολογία. Εισήχθησαν νέοι πρωτότυποι φόροι, όπως ο φόρος γενειάδας για όσους βογιάρους ήθελαν να τη διατηρήσουν, ή ο φόρος παλαιού ημερολογίου για όσους ήθελαν να συνεχίσουν να το χρησιμοποιούν. Νομιμοποίησε τη χρήση του καπνού (μέχρι τότε ήταν αδίκημα που τιμωρούνταν με ρινοτομή ή, στην καλύτερη περίπτωση, εκτόπιση), ώστε να του αποφέρει υψηλά τέλη. Το βαρύτερο τίμημα όμως το πλήρωσε ο απλός λαός: επί Πέτρου φορολογήθηκαν για πρώτη φορά ακόμα και οι πιο φτωχές κοινωνικές ομάδες, όπως οι δουλοπάροικοι.
Ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος
Στους δύο αιώνες που προηγήθηκαν της βασιλείας του Πέτρου, η Σουηδία είχε αναδειχθεί σε υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης εις βάρος κυρίως της Ρωσίας, από την οποία είχε αποσπάσει όλα τα εδάφη στα δυτικά και τα βόρεια του Νόβγκοροντ. Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία αποκλειόταν από τη Βαλτική, άρα και από τη δυνατότητα πρόσβασης στα σπουδαιότερα λιμάνια της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης.
Το 1700 οι χώρες που θίγονταν από τη σουηδική κυριαρχία (Ρωσία, Πρωσία, Βασίλειο Δανίας – Νορβηγίας) κήρυξαν πόλεμο κατά της Σουηδίας, ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπα στη δύση ( Πρώσοι, Δανοί, Νορβηγοί) και στην ανατολή (Ρώσοι). Ο σουηδικός στρατός, ένας από τους ισχυρότερους της εποχής, φαινόταν να ελέγχει την κατάσταση και σημείωσε από τον πρώτο χρόνο σημαντικές νίκες και στα δύο μέτωπα. Ο στρατός του Πέτρου συνετρίβη στη Μάχη της Νάρβας, αλλά ο φιλόδοξος τσάρος δεν παραιτήθηκε των σχεδίων του. Επέστρεψε στη Μόσχα, όπου ανασυγκρότησε τον στρατό και τον εφοδίασε με νέα, πιο σύγχρονα όπλα.
Έχοντας πάντα το νου του στραμμένο στην ανάκτηση των βαλτικών επαρχιών (Εσθονία, Λιβονία, Ίνγκρια), οργάνωσε νέα εκστρατεία. Αυτή τη φορά όμως κινήθηκε με διαφορετικό τρόπο: συγκέντρωσε το στράτευμα στο Αρχάγγελσκ (λιμάνι του Βορείου Παγωμένου Ωκεανού) και τον Αύγουστο του 1702 πέρασε με πλοία στην Ανατολική Καρελία. Από εκεί κατευθύνθηκε προς Ν-ΝΔ, εκκαθαρίζοντας σε ενάμιση χρόνο όσες σουηδικές φρουρές βρήκε μπροστά του και απελευθερώνοντας τα βαλτικά εδάφη.
Το φθινόπωρο του 1708 ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ επιχείρησε να ξανακυριεύσει τις απολεσθείσες κτήσεις εισβάλλοντας μέσω της Πολωνίας. Ο Πέτρος απάντησε με μία τακτική που έκτοτε οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν σε όλους τους μεγάλους πολέμους: την «τακτική της καμμένης γης». Έτσι, όταν άρχισε ο βαρύς χειμώνας, οι Σουηδοί αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Η τελική μάχη δόθηκε στις 8 Ιουλίου 1709 στην Πολτάβα και έληξε με ρωσικό θρίαμβο.
Μετά τη μάχη της Πολτάβα οι Σουηδοί δεν ξαναπάτησαν με αξιώσεις στη Ρωσία, αλλά δεν δέχονταν κιόλας να αναγνωρίσουν την απώλεια των βαλτικών κτήσεων με μια μόνιμη συνθήκη. Έτσι ο Πέτρος από αμυνόμενος έγινε επιτιθέμενος. Το 1714 βύθισε τον σουηδικό στόλο στη Ναυμαχία του Γκανγκούτ και τα καλοκαίρια του 1719 και 1720 πραγματοποίησε επιτυχημένες αποβάσεις σε σουηδικές πόλεις. Οι επιτυχίες του αυτές εξανάγκασαν τελικά τη Σουηδία σε συνθηκολόγηση (Συνθήκη του Νίισταντ, 10/09/1720).
Η Ρωσία ήταν πια και επίσημα η υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης, ενώ από το 1721 η επίσημη ονομασία της γίνεται «Ρωσική Αυτοκρατορία» και ο βασιλιάς της φέρει τον τίτλο του αυτοκράτορα. Πάντως η ονομασία τσάρος παρέμεινε σε χρήση στις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Η ίδρυση της Αγίας Πετρούπολης
Αμέσως μόλις κατέλαβε την Ίνγκρια, ο Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του ποταμού Νέβα την Πετρούπολη (1703) με σκοπό να γίνει το παράθυρο της Ρωσίας στη Δύση. Για τη δημιουργία της πόλης στη βαλτώδη περιοχή μετακάλεσε τους σπουδαιότερους πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες της Δύσης. Ως εργατικό δυναμικό χρησιμοποίησε δεκάδες χιλιάδες δουλοπάροικους και Σουηδούς αιχμαλώτους.
Ταυτόχρονα με την ανέγερση της πόλης, οχύρωσε το νησί της Κροστάνδης (στα ανοιχτά του δέλτα) και εγκατέστησε εκεί την έδρα του στόλου. Δημιούργησε επίσης τους τεχνητούς κήπους του Πέτερχοφ στα προάστια της πόλης, οι οποίοι θεωρούνται μέχρι και σήμερα ως επίτευγμα της αρχιτεκτονικής τοπίου και της υδραυλικής μηχανικής. Το 1712 η Πετρούπολη έγινε επίσημα πρωτεύουσα της Ρωσίας, ιδιότητα που κράτησε μέχρι το 1918.
Ο θάνατος
Πίσω από τα σπουδαία επιτεύγματα του τσάρου κρυβόταν ένας μάλλον ασθενικός άνθρωπος. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχρόνων του, ο Πέτρος ήταν εξαιρετικά ψηλός για την εποχή του (δύο μέτρα), έδινε όμως την εικόνα ενός καχεκτικού άνδρα. Επίσης το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δυσανάλογα μικρά για τέτοιο ύψος. Εάν λάβουμε υπ’ όψιν τον πρόωρο θάνατο των αδελφών του από τον προηγούμενο γάμο του πατέρα του, αλλά και την τύχη δύο γιων του ιδίου (πέθαναν σε παιδική ηλικία), φαίνεται ότι υπήρχε στην οικογένεια κάποια κληρονομική ασθένεια που μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο.
Ο θάνατος τον βρήκε πάντως από διαφορετικά αίτια. Το χειμώνα του 1723 εμφάνισε προβλήματα στο ουροποιητικό σύστημα. Το 1724 εγχειρίσθηκε, αλλά η κατάστασή του συνέχισε να επιδεινώνεται μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου 1725, όταν τελικά απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη με ουραιμία που προκλήθηκε μάλλον από πνευμονία. Σε εξέταση της ουροδόχου κύστης (μετά θάνατον) βρέθηκε γάγγραινα.
Τον διαδέχθηκε η δεύτερη σύζυγός του Αικατερίνη Α΄, την οποία είχε ορίσει συναυτοκράτειρα από το 1724. Ήταν η πρώτη φορά που μία γυναίκα γινόταν ο απόλυτος μονάρχης της Ρωσίας, πράγμα που συνέβη χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου, με τις οποίες είχαν ενταχθεί και οι γυναίκες στη σειρά διαδοχής.
wikipedia