Το σχέδιο του Πούτιν να ρωσοποιήσει τον Καύκασο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

putin4
Με τον νέο νόμο για την γλώσσα, ο Πούτιν αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα από τους τσαρικούς και σοβιετικούς προκατόχους του, με το να αφαιρέσει εντελώς τη μητρική γλώσσα των εθνοτικών μειονοτικών ομάδων της Ρωσίας και ουσιαστικά να επιβάλλει παντού την ρωσική.

Η Ρωσία υφίσταται μια θεμελιώδη εσωτερική μεταμόρφωση. Σε μια εξέλιξη που χάθηκε ανάμεσα στους πηχυαίους τίτλους του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, την σύνοδο κορυφής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στο Ελσίνκι, και την συνεχιζόμενη μάχη της Μόσχας με το Ηνωμένο Βασίλειο για την υπόθεση Σεργκέι Σκριπάλ, στις 19 Ιουνίου η ρωσική Δούμα υιοθέτησε ένα νομοσχέδιο που θα επηρεάσει βαθιά το καθεστώς των πάνω από εκατό εθνοτικών μειονοτήτων της χώρας.

Το νομοσχέδιο καθιστά την εκπαίδευση σε 34 από τις 35 επίσημες γλώσσες της Ρωσίας -δηλαδή, κάθε άλλη γλώσσα εκτός από την ρωσική- προαιρετική, περιορίζοντας την διδασκαλία σε γλώσσες εθνοτικής μειονότητας σε δύο ώρες την εβδομάδα. Προηγουμένως, η διδασκαλία στην μητρική γλώσσα ήταν αποκλειστικά η αρμοδιότητα των περιφερειακών κυβερνήσεων στις 26 εθνικά καθορισμένες αυτόνομες δημοκρατίες και okrugs [επαρχίες] της Ρωσίας, οι οποίες συχνά προσέφεραν τουλάχιστον τα πρώτα έτη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στις επίσημες γλώσσες των μειονοτήτων τους. Αυτό τώρα πρόκειται να αλλάξει με ομοσπονδιακό διάταγμα.

Το νομοσχέδιο είναι αποτέλεσμα μιας νέας πολιτικής που ανακοινώθηκε από τον Πούτιν τον περασμένο Ιούλιο. Σε μια συνέντευξη Τύπου στην Yoshkar-Ola, την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Mari El (όπου η γλώσσα της εθνοτικής μειονότητας Mari μοιράζεται το επίσημο καθεστώς με την ρωσική), ο Πούτιν προχώρησε σε έναν απροσδόκητο λίβελλο για τις γλώσσες. Δήλωσε ότι η ρωσική γλώσσα ήταν “το πνευματικό πλαίσιο” της χώρας, “η κρατική μας γλώσσα” και ότι “δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τίποτα”. Η διδασκαλία των εθνοτικών μειονοτικών γλωσσών θα γινόταν προαιρετική, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε πιθανότητα “να αναγκαστεί κάποιος να μάθει μια γλώσσα που δεν είναι μητρική γι’ αυτόν”.

Αν και η ώθηση για αυτές τις παρατηρήσεις ήταν ασαφής την στιγμή εκείνη, αποκαλύφθηκε σύντομα ως κομμάτι μιας νέας προσπάθειας να ρωσοποιηθούν οι πολλές εθνοτικές μειονότητες της χώρας. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 1999, μια από τις σημαντικότερες προτεραιότητες του Πούτιν ήταν να κάνει κεντρικό τον έλεγχο της Μόσχας στις περιφέρειες της Ρωσίας. Η μοναδική εμφανής τρύπα σε αυτήν την εκστρατεία ήταν η Δημοκρατία του Ταταρστάν, η οποία είχε υπογράψει ειδική συμφωνία για την κυριαρχία με τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν το 1994, που της χορήγησε μοναδική εξουσία για τους φυσικούς της πόρους και κατοχύρωσε το επίσημο καθεστώς της γλώσσας των Τατάρων.

Η συμφωνία αυτή επαναδιαπραγματεύτηκε και ανανεώθηκε το 2007 πριν τελικά λήξει τον Ιούλιο του 2017. Η ομιλία του Πούτιν στην Mari El ήταν ένα μήνυμα προς τις Αρχές των Τατάρων ότι δεν ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί μια νέα συμφωνία κατά τον ίδιο τρόπο. Το πρόσφατο νομοσχέδιο επισημοποίησε αυτή τη νέα πολιτική.

Ωστόσο, ο νόμος δεν απευθύνεται μόνο, ή ακόμα και πρωτίστως, στους Τατάρους. Προορίζεται επίσης να καταστείλει την ταυτότητα των μειονοτήτων σε μια άλλη περιοχή όπου ο Πούτιν από καιρό φοβόταν τον εθνοτικό εθνικισμό: Τον Βόρειο Καύκασο.

Η νέα γλωσσική πολιτική του Κρεμλίνου αντιπροσωπεύει μια άνευ προηγουμένου κλιμάκωση του αγώνα του να υποτάξει τους μειονοτικούς πληθυσμούς της περιοχής, που έχουν αντισταθεί από μακρού χρόνου στην κεντρική εξουσία της Μόσχας. Ωστόσο, με το να απειλεί τα θεμέλια της ταυτότητας του Βόρειου Καυκάσου, ο Πούτιν ίσως να ρισκάρει μια ανατροπή την οποία δεν μπορεί να ελέγξει.

ΗΡΕΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ

Η μακρά θητεία του Πούτιν στην εξουσία έχει καθοριστεί από την επαναφορά της σταθερότητας, αντιστρέφοντας το χάος της δεκαετίας του 1990. Πουθενά αυτό δεν έγινε αισθητό περισσότερο από όσο στις ταραγμένες δημοκρατίες του Βόρειου Καυκάσου. Η πρώτη πράξη του Πούτιν ως πρόεδρος ήταν να ξεκινήσει τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, με αποτέλεσμα την καταστροφή της αυτονομιστικής Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ichkeria. Στον πόλεμο έγινε φανερή μια μεγάλη σειρά από ανεξέλεγκτες καταχρήσεις των ρωσικών ένοπλων δυνάμεων, από τον αδιάκριτο βομβαρδισμό των αστικών περιοχών έως τη μαζική εκτέλεση πολιτών, επιδεικνύοντας την κακή στάση της νέας ρωσικής ηγεσίας έναντι του αυτόχθονου πληθυσμού της περιοχής. Η ανταπόκριση της Μόσχας στη κλιμακούμενη εξέγερση που εξαπλώθηκε στον υπόλοιπο Βόρειο Καύκασο τα επόμενα χρόνια ήταν εξίσου βίαιη.

Από το 2014, η κατάσταση ασφαλείας στον Βόρειο Καύκασο έχει σταθεροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, ο Πούτιν συνέχισε να βλέπει τους μη ρωσικούς πληθυσμούς της περιοχής, με τους ισχυρούς τοπικούς πολιτισμούς τους και τις ταυτότητές τους, ως πιθανές απειλές για την εξουσία της Μόσχας. Οι εθνικές μειονοτικές γλώσσες στον Βόρειο Καύκασο βρίσκονταν ήδη υπό απειλή -αντιμετωπίζοντας περικοπές στον προϋπολογισμό και ομοσπονδιακές προσπάθειες να μειωθεί ο δημόσιος ρόλος των μη ρωσικών γλωσσών, στην τελευταία δεκαετία έχουν μειωθεί οι ευκαιρίες εκπαίδευσης σε μειονοτική γλώσσα κατά 50% σε μερικές περιοχές- και η πρόσφατη ηρεμία στις συγκρούσεις έχει ανοίξει την πόρτα για πιο φιλόδοξα σχέδια ώστε να κατασταλεί πλήρως η ταυτότητά τους.

Όταν το νέο νομοσχέδιο για την γλώσσα κατατέθηκε στην Δούμα, κανένας βουλευτής του Βόρειου Καυκάσου δεν ψήφισε εναντίον του. Αυτό δεν ήταν έκπληξη, καθώς οι περισσότεροι είχαν επιλεγεί επειδή είναι πιστοί στο Κρεμλίνο. Ωστόσο, η απάντηση της κοινωνίας των πολιτών ήταν διαφορετική. Λίγο πριν από την έγκριση του νομοσχεδίου, μια ομάδα αντιπροσώπων από 12 από τις εθνοτικές δημοκρατίες της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων πέντε από τον Βόρειο Καύκασο, έκανε έκκληση για το μπλοκάρισμα της νομοθεσίας. Όταν ψηφίστηκε χωρίς ούτε μια αντίθετη ψήφο από τον Βόρειο Καύκασο, οι χρήστες των κοινωνικών μέσων σε ολόκληρη την περιοχή ξέσπασαν, κατηγορώντας τους αντιπροσώπους τους ως “δειλούς” χωρίς το θάρρος να αντανακλούν την βούληση του πληθυσμού.

Εκπαιδευτικοί στην Τσετσενία χαρακτήρισαν το μέτρο ως απαράδεκτο και “την αρχή του τέλους” για τις μειονοτικές γλώσσες στην Ρωσία. Η Διεθνής Κιρκασιανή Οργάνωση (International Circassian Organization) ζήτησε την ακύρωση του νέου νόμου πριν τεθεί σε ισχύ [15]. Προσωπικότητες της κοινωνίας των πολιτών στην Ινγκουσετία, μια δημοκρατία στο Βόρειο Καύκασο, αναφέρονται στο νομοσχέδιο ως “κυνική διάκριση” και σημείωσαν την ιδιαίτερη υποκρισία σε σύγκριση με την κατάσταση των εθνοτικών Ρώσων στις χώρες της Βαλτικής, όπου το Κρεμλίνο πιέζει τακτικά για μειονότητα δικαιώματα.

Ο ηγέτης της Βόρειας Οσετίας, Vyacheslav Bitarov, δεσμεύθηκε να διατηρήσει ως υποχρεωτική τη μελέτη της οσετικής γλώσσας στην δημοκρατία του. Τόσο οι Καμπαρδίνοι όσο και οι Βαλκάροι διαφώνησαν με τον νόμο στην πρωτεύουσα της δημοκρατίας τους, Nalchik, με έναν Βαλκάριο ηλικιωμένο να δηλώνει ότι τα εγγόνια του “δεν ξέρουν ούτε μια λέξη” της μητρικής τους γλώσσας ακόμα και τώρα.

Αυτή η αντίδραση από τους Βόρειους Καυκάσιους ακτιβιστές δεν αποτέλεσε έκπληξη. Παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών στην περιοχή έχουν κάνει πολλές προσπάθειες για να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τις γλώσσες τους, θεωρώντας τις ως ένα σημαντικό μέρος του πολιτισμού και της ταυτότητάς τους. Μια ομάδα έχει μεταφράσει την “διεπαφή” (interface) της δημοφιλούς πλατφόρμας κοινωνικών μέσων ενημέρωσης VKontakte σε επτά βορειοκαυκάσιες γλώσσες.

Στην Ινγκουσετία, οι ακτιβιστές έχουν ξεκινήσει ένα έργο για την αντιγραφή δημοφιλών ταινιών κινούμενων σχεδίων στην γλώσσα τους, Ingush, κυκλοφορώντας μια μεταφρασμένη έκδοση του “The Lion King” τον Μάιο. Η Ένωση Κιρκασίων (Circassian Union) , με έδρα το Nalchik, έχει ξεκινήσει ένα σχέδιο για να συμβιβάσει τις δυτικές (Adyghe) και τις ανατολικές (Kabardian) διαλέκτους της γλώσσας με την ελπίδα να διευκολυνθεί η μελέτη τους. Ορισμένοι ακτιβιστές έχουν προτείνει μέχρι την εγκατάλειψη του κυριλλικού αλφαβήτου, το οποίο δεν ταιριάζει καλά με τα μεγάλα αποθέματα συμφώνων και φωνηέντων των βορειοκαυκάσιων γλωσσών.

ΚΑΚΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ

Η φορτισμένη σχέση της Ρωσίας με τους μειονοτικούς λαούς του Βόρειου Καυκάσου χρονολογείται από εκατοντάδες χρόνια. Η τελική κατάκτηση της περιοχής από την Ρωσική Αυτοκρατορία το 1864, σηματοδοτήθηκε από τη σχεδόν καταστροφή της μεγαλύτερης εθνικής της ομάδας, των Κιρκασίων, το 90% των οποίων είτε σκοτώθηκαν είτε εξαναγκάστηκαν σε εξορία. Μια παρόμοια έξοδος συνέβη σε μικρότερη κλίμακα στην Τσετσενία και το Νταγκεστάν. Για την υπόλοιπη τσαρική περίοδο, τους ντόπιους τους αγνοούσαν σε μεγάλο βαθμό, λειτουργώντας σε ένα είδος σεναρίου απαρτχάιντ, στο οποίο αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και τους απαγορευόταν να εγκατασταθούν σε μεγάλες πόλεις, αλλά τους επιτρεπόταν να συνεχίσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους.

Η σοβιετική εποχή ήταν ελάχιστα πιο ευγενική. Παρόλο που οι κομμουνιστικές Αρχές θεωρητικά χορήγησαν αυτονομία στις περιοχές με εθνοτικές μειονότητες, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείτο ήταν συχνά αυθαίρετος. Για παράδειγμα, το 1922, ο Ιωσήφ Στάλιν, τότε ο κομισάριος για τις εθνότητες του λαού, μοίρασε τους Κιρκάσιους σε τρεις ομάδες, τους Adyghe, τους Cherkess και τους Kabardian -μια εντελώς τεχνητή διάκριση που σηματοδοτήθηκε μόνο από μικρές διαφορές στην διάλεκτο. Η μεγαλύτερη τραγωδία ήρθε στα τελικά στάδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στάλιν διέταξε την απέλαση ολόκληρων των τσετσενικών, ινγκουσετιανών, Karachay, και άλλων βορειοκαυκασιανών εθνικών ομάδων στις στέπες του Καζακστάν σε μια προσπάθεια να καταστρέψει εντελώς την ταυτότητά τους.

Ακόμη και αφού τους επετράπη να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το 1957, οι Βόρειοι Καυκάσιοι βρέθηκαν περιθωριοποιημένοι στις δικές τους δημοκρατίες από τον αυξανόμενο εθνοτικό ρωσικό πληθυσμό. Οι Τσετσένοι και η γλώσσα τους στιγματίστηκαν ιδιαίτερα, ειδικά στην πρωτεύουσα της Τσετσενίας, στο Γκρόζνι, όπου οι εθνοτικοί Ρώσοι αποτελούσαν περισσότερο από τον μισό πληθυσμό.

Ένας Τσετσένος συνάδελφος μου είπε μια ιστορία του να μεγαλώνει στο Γκρόζνι στην δεκαετία του ’80: Αυτός και ο φίλος του μιλούσαν τσετσενικά σε ένα δημόσιο τραμ όταν μια Ρωσίδα που τους άκουσε τους είπε στα ρωσικά “να μιλούν μια ανθρώπινη γλώσσα, όχι μια γλώσσα των ζώων”. Τέτοιες ιστορίες είναι δυστυχώς συνηθισμένες και το αντι-τσετσενικό τους συναίσθημα αντικατοπτρίζει την παραδοσιακή στάση του Κρεμλίνου: Σε αντίθεση με κάθε άλλη αυτόνομη εθνική περιοχή, η αυτόνομη σοβιετική σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας είχε, μέχρι το 1989, πάντα επικεφαλής έναν εθνοτικό Ρώσο.

Υπό τους Σοβιετικούς, ωστόσο, το καθεστώς των εθνικών μειονοτικών γλωσσών εξακολουθούσε να είναι σχετικά εξασφαλισμένο: Παράλληλα με τα ρωσικά, η εκπαίδευση ήταν διαθέσιμη σε αυτές τουλάχιστον στο δημοτικό σχολείο. Με τον νέο νόμο για την γλώσσα, ο Πούτιν αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα από τους τσαρικούς και σοβιετικούς προκατόχους του, με το να αφαιρέσει εντελώς τη μητρική γλώσσα.

ΕΝΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Δυστυχώς, ο γλωσσικός νόμος είναι μόνο η τελευταία εξέλιξη σε μια μακρόχρονη διαδικασία αποξένωσης μεταξύ της Μόσχας και του Βόρειου Καυκάσου, με την μεν να αντιμετωπίζει τον δε όλο και περισσότερο ως αποικία. Στο τέλος της σοβιετικής περιόδου, οι εθνοτικοί Ρώσοι αποτελούσαν το 75% του αστικού πληθυσμού στον Βόρειο Καύκασο. Ωστόσο, περίπου 350.000 Ρώσοι είχαν εγκαταλείψει την περιοχή μέχρι το 1999 και το μερίδιό τους στην Τσετσενία έπεσε έκτοτε σε μόλις 1,5%.

Καθώς έφυγαν οι Ρώσοι, η συνάφεια του Βόρειου Καυκάσου με τη Μόσχα έχει μειωθεί ανάλογα. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της νέας αποικιοκρατικής νοοτροπίας βρίσκεται στο Νταγκεστάν: Τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Κρεμλίνο όρισε τον Vladimir Vasilyev, έναν εθνοτικό Ρώσο [που κατάγεται από μια περιοχή] έξω από τη Μόσχα, ως νέο κυβερνήτη της δημοκρατίας. Ο Vasilyev, ο πρώτος μη-Νταγκεστανός που ηγείται της δημοκρατίας από το 1948, στελέχωσε την διοίκησή του με άλλους μη Νταγκεστανούς, εξαλείφοντας οτιδήποτε έμοιαζε με πολιτική συμμετοχή εκ μέρους του τοπικού πληθυσμού.

Η Ινγκουσετία είναι ίσως η μόνη δημοκρατία που δεν εμπίπτει στην τάση -ο τοπικός ηγέτης, Yunus-Bek Yevkurov, απολαμβάνει κάποια γνήσια δημοτικότητα και θεωρείται ότι έχει τα τοπικά συμφέροντα στο μυαλό του. Ωστόσο, και αυτός, έχει επικριθεί για έλλειψη προσπάθειας για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της ινγκουσετιανής γλώσσας. Πέρυσι, είχε εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο όπου τα ινγκουσετιανά βιβλία, αφού τυπώθηκαν και εστάλησαν στην δημοκρατία, έμειναν απρόσιτα σε μια αποθήκη, αφού η κυβέρνηση δεν είχε διαθέσει τα χρήματα για να τα αγοράσει.

Υπάρχει ήδη ένα αξιοσημείωτο προηγούμενο για τη μεταχείριση των εθνοτικών μειονοτήτων υπό τον Πούτιν. Η Δημοκρατία Mari El, όπου ο Πούτιν έκανε τον περασμένο Ιούλιο την διαβόητη ομιλία του, κυβερνήθηκε από τον εθνοτικό Ρώσο, Leonid Markelov, από το 2001 έως το 2017. Ο Markelov, σύμφωνα με τα λόγια ενός τοπικού ακτιβιστή, “απλά μισούσε τους Μάρι”. Υπό την διοίκησή του, η εθνοτική ομάδα των Μάρι, η οποία μιλάει μια γλώσσα που σχετίζεται με την φινλανδική, βίωσε σχεδόν δύο δεκαετίες πολιτικών που στόχευαν εναντίον της γλώσσας και της ταυτότητάς τους. Εκεί που τα χωριά των Μάρι είχαν κάποτε πινακίδες τόσο στα ρωσικά όσο και στα μάρι, τώρα παραμένουν μόνο τα ρωσικά. Σε ορισμένες περιοχές, τα παιδιά των Mari λαμβάνουν μόνο μία ώρα μαθήματος στην μητρική γλώσσα τους ανά εβδομάδα, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα κατέχουν την γλώσσα ικανοποιητικά. Τώρα διεξοδικά ρωσοποιημένοι, οι τοπικοί ακτιβιστές λένε ότι το Mari El είναι “μια εθνική δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα”, με την πολιτιστική κληρονομιά της να έχει καταστραφεί συστηματικά.

Ο Πούτιν ελπίζει ότι ο νέος νόμος θα μπορέσει να επιτύχει παρόμοια αποτελέσματα στον Βόρειο Καύκασο, αλλά η πιθανότητα να γυρίσει σαν μπούμερανγκ είναι τρομερή. Αν και το Κρεμλίνο επιδιώκει να ξεπεράσει κάθε πιθανότητα μελλοντικής εθνοτικής κινητοποίησης, οι πολιτικές του έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Η κοινωνία των πολιτών ήταν ανθεκτική στον Βόρειο Καύκασο, αυξανόμενη κατά την τρίτη θητεία του Πούτιν παρά την σχεδόν πλήρη καταστροφή των ένοπλων εξεγέρσεων της περιοχής. Ο σαφής κίνδυνος για την εθνική ταυτότητα που θέτει ο νέος νόμος έχει ήδη προκαλέσει ένα κύμα εθνικισμού και ακτιβισμού, ακόμη και μεταξύ ομάδων όπως οι Κιρκάσιοι που είχαν προηγουμένως μείνει αδρανείς.

Αν και δεν υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ αυτής της αύξησης του εθνικισμού και της εξέγερσης της περιοχής, πολλοί από τους παράγοντες που ωθούν τα άτομα να συμμετάσχουν στον εθνικισμό, όπως η αίσθηση της πολιτικής αποξένωσης και ο θυμός απέναντι στις αδρανείς Αρχές, αλληλεπικαλύπτονται με τους λόγους για τους οποίους προσχωρούν στην εξέγερση. Με μια αξιοσημείωτη άνοδο της βίας στην περιοχή νωρίτερα φέτος, συμπεριλαμβανομένων των περιστατικών συγκρούσεων σε από μακρού χρόνου υπάκουες δημοκρατίες όπως η Καρατσάι-Τσερκεσία, η κατάσταση είναι δυνητικά ασταθής. Προσπαθώντας να αφομοιώσει τους λαούς του Βόρειου Καυκάσου, ο Πούτιν παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής.

NEIL HAUER
Ανεξάρτητος αναλυτής ασφαλείας και εστιάζει στην Συρία, την Ρωσία και τον Καύκασο.
foreignaffairs

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ