Τα αυξανόμενα επιτόκια των ΗΠΑ καθιστούν λιγότερο ελκυστικά τα περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν ρίσκο, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου χρέους των αναδυόμενων οικονομιών, και πολλές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος δανεισμού. Πολλές αναδυόμενες οικονομίες έχουν πιεστεί, αλλά η Αργεντινή και η Τουρκία χειρότερα από όλες.
Τους τελευταίους μήνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ξεκινήσει ένα ασυνήθιστο πείραμα πολιτικής. Σε μια εποχή του οικονομικού κύκλου -που κρίνεται από το ποσοστό ανεργίας- όπου το δημοσιονομικό έλλειμμα συνήθως μειώνεται, το Κογκρέσο πέρασε φορολογικές περικοπές και αυξήσεις δαπανών που θα το διευρύνουν [το δημοσιονομικό έλλειμμα] κατά περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το 2019, το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ αναμένεται να φτάσει στο 5% του ΑΕΠ. Οι αναλυτές αναμένουν ότι χωρίς σημαντικές αλλαγές πολιτικής, θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο ή πάνω από αυτό για την επόμενη δεκαετία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τώρα την χαλαρότερη δημοσιονομική στάση από οποιαδήποτε από τις χώρες του G-7. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα μπορέσουν να συγκεντρώσουν τα κεφάλαια που χρειάζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τους.
Οι περισσότερες από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας αποταμιεύουν πολύ περισσότερο από ό, τι επενδύουν εγχωρίως, συσσωρεύοντας πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σε οικονομικές αποταμιεύσεις που πρέπει να τα δανείσουν. Με τα επιτόκια να αυξάνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ παραμένουν κάτω από το μηδέν στην Ιαπωνία και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, και είναι χαμηλά στη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν, η προοπτική δανεισμού προς τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει ελκυστική. Ακόμη και τα ιταλικά ομόλογα, τα οποία έχουν πέσει λόγω των πολιτικών αναταραχών στην χώρα, προσφέρουν χειρότερη απόδοση στην δεκαετία από όσο τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Αλλά οι επιδράσεις του ελλείμματος των ΗΠΑ πηγαίνουν πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χάρη στον υπερμεγέθη παγκόσμιο ρόλο του δολαρίου, τα πρώτα θύματα μιας κάπως ανεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι πιθανό να είναι οι αναδυόμενες οικονομίες που έχουν χρησιμοποιήσει το δολάριο για να εκφράσουν τα χρέη τους, κι όχι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα ισχυρότερο δολάριο και τα αυξανόμενα επιτόκια των ΗΠΑ αυξάνουν το βάρος της πληρωμής όλων των δολαριακών χρεών σε όλο τον κόσμο.
Η ΠΙΕΣΗ ΣΤΙΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
Μετά την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, πολλές χώρες αναγνώρισαν ότι η χρήση του δολαρίου -ή άλλου ξένου νομίσματος- για πίστωση και δανεισμό αποτελούσε σημαντική πηγή οικονομικής ευπάθειας. Το βάρος της εξόφλησης του χρέους σε ξένο νόμισμα αυξάνεται όταν ένα νόμισμα πέφτει, καθιστώντας έτσι το ασθενέστερο νόμισμα έναν οικονομικό κίνδυνο. Τα τελευταία 20 χρόνια, αρκετές χώρες έχουν μειώσει με επιτυχία την ευπάθειά τους. Οι κυβερνήσεις πολλών χωρών που ανήκουν στις αναδυόμενες αγορές δανείζονται τώρα κυρίως στο δικό τους νόμισμα και πολλές τράπεζες στις χώρες αυτές κάνουν το ίδιο. Ωστόσο, η πρόοδος δεν είναι ομοιόμορφη: Οι χώρες που έχουν προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση τείνουν να είναι αυτές που αποτελούν πηγή πλεονάσματος αποταμιεύσεων, όχι εκείνες που πρέπει να δανειστούν από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς οι χώρες εκείνες έχουν συχνά περιορισμένες εγχώριες αποταμιεύσεις και εγχώρια τραπεζικά συστήματα με περιορισμένη ικανότητα να δανείζουν.
Αυτό εξέθεσε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες σε προβλήματα. Οι αναδυόμενες οικονομίες που εξάγουν πετρέλαιο τα πάνε καλά για την ώρα, παρά τα αυξανόμενα επιτόκια των ΗΠΑ και το ισχυρότερο δολάριο, ακόμα και αν έχουν ισχυρούς δεσμούς με το δολάριο. Χάρη στην άνοδο των πετρελαϊκών τιμών, κάθε βαρέλι πετρελαίου που εξάγουν παράγει πολύ πιο σκληρό συνάλλαγμα από ό, τι πριν από ένα χρόνο. Ο κίνδυνος προέρχεται από τις αναδυόμενες οικονομίες που εισάγουν πετρέλαιο, έχουν πολλές εγχώριες καταθέσεις σε δολάρια και έχουν δανειστεί σε μεγάλο βαθμό από τον υπόλοιπο κόσμο σε δολάρια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση της αξίας του δολαρίου καθιστά πιο ακριβό για τις επιχειρήσεις αυτών των χωρών να αποπληρώσουν τα δάνεια που έχουν πάρει σε δολάρια. Τα αυξανόμενα επιτόκια των ΗΠΑ, επίσης, καθιστούν λιγότερο ελκυστικά τα περιουσιακά στοιχεία που ενέχουν ρίσκο, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου χρέους των χωρών με αναδυόμενες οικονομίες, και πολλές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος δανεισμού.
Πολλές αναδυόμενες οικονομίες έχουν πιεστεί, αλλά η Αργεντινή και η Τουρκία χειρότερα από όλες. Αυτές οι δύο χώρες έχουν μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά που τις καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτες στα υψηλότερα επιτόκια των ΗΠΑ και στο ενισχυόμενο δολάριο. Δεν αποταμιεύουν πολύ. Δεν είναι μεγάλοι εξαγωγείς. Έχουν μακρά ιστορία σχετικά υψηλού πληθωρισμού. Και δανείζονται πολύ από τον υπόλοιπο κόσμο σε δολάρια, εν μέρει επειδή οι εγχώριες τράπεζές τους δεν έχουν την ικανότητα να χρηματοδοτούν ταχεία ανάπτυξη χωρίς πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση.
Στην Αργεντινή, η κυβέρνηση είναι αυτή που δανείζεται από το εξωτερικό. Πριν από μερικά χρόνια, ο Αργεντινός πρόεδρος, Mauricio Macri, ήταν ο αγαπημένος της διεθνούς αγοράς ομολόγων αφότου συμφώνησε με τους αντιστεκόμενους πιστωτές της Αργεντινής. Αυτό επέτρεψε στην χώρα να ξεκινήσει εκ νέου την έκδοση ομολόγων στην παγκόσμια αγορά. Αλλά ο δανεισμός δεκάδων δισεκατομμυρίων ετησίως συσσωρεύθηκε γρήγορα και το ισχυρό πέσο της Αργεντινής άρχισε να επιβαρύνει τις εξαγωγές. Το 2017, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Αργεντινής σχεδόν διπλασιάστηκε, φτάνοντας περίπου το 5% του ΑΕΠ. Όλο και περισσότερο, τα δολάρια που δανείστηκε η κυβέρνηση της Αργεντινής από τον κόσμο κατευθύνονταν στην πληρωμή εισαγωγών, όχι στην ανοικοδόμηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Εκτός από αυτά τα προβλήματα, η Αργεντινή υπέφερε από μια κακή σοδειά το 2017-18, γεγονός που μπορεί να μειώσει το ΑΕΠ μέχρι και κατά 1%. Η χώρα γρήγορα βρέθηκε σε πραγματικό πρόβλημα, με μια αυξανόμενη ανάγκη δανεισμού από το εξωτερικό, αλλά και με μια μειωμένη ικανότητα να βρίσκει πρόθυμους δανειστές στην αγορά.
Η Αργεντινή είδε τους κακούς οιωνούς και τον Μάιο στράφηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για δάνειο ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το ΔΝΤ τής ζήτησε να κάνει πιο αυστηρή την δημοσιονομική πολιτική της σε μια προσπάθεια να μειώσει σταδιακά την ανάγκη δανεισμού της από τον υπόλοιπο κόσμο. Σε αντάλλαγμα, το ΔΝΤ τής επέτρεψε να αντλήσει κεφάλαια από το κεφάλαιο του ΔΝΤ για να καλύψει ορισμένες από τις ανάγκες χρηματοδότησής της. Σε μια δυνητικά επικίνδυνη απόφαση, το ΔΝΤ έχει χτίσει το πρόγραμμά του γύρω από ένα στοίχημα ότι η αξία του αργεντίνικου πέσο έχει ήδη μειωθεί όσο χρειάζεται και ότι οι επακόλουθες πτώσεις δεν θα αυξήσουν το βάρος του μεγάλου εξωτερικού συναλλαγματικού χρέους της Αργεντινής περαιτέρω.
Στην Τουρκία, οι μεγάλοι δανειζόμενοι ήταν τράπεζες και επιχειρήσεις, όχι η κυβέρνηση. Από αυτή την άποψη, η κατάσταση στην Τουρκία έχει κάποιες ομοιότητες με τις χώρες που υπέστησαν την ασιατική κρίση πριν από 20 χρόνια. Η Τουρκία μπήκε στα προβλήματα επειδή ο μεγαλύτερος δανεισμός από τις εγχώριες επιχειρήσεις πέρυσι διεύρυνε το εμπορικό έλλειμμα της χώρας, και η επακόλουθη αύξηση της ανάγκης της για ξένη χρηματοδότηση την άφησε ευάλωτη στο ανατιμώμενο δολάριο και στις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου.
Προς το παρόν, η Τουρκία προσπαθεί να τα βγάλει πέρα από μόνη της. Οι υπερχρεωμένες τουρκικές επιχειρήσεις μιλούν με τις τράπεζές τους για την επαναδιαπραγμάτευση των δανείων τους και η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια για να ενισχύσει την πτωτική λίρα παρά τις επιθυμίες του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος από καιρό φοβόταν ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα βλάψουν την ανάπτυξη. Η αύξηση των επιτοκίων έχει σταματήσει την πτώση της λίρας, αλλά θα αναγκάσει επίσης τις τράπεζες της Τουρκίας να περιορίσουν την εγχώρια δανειοδότησή τους.
Παραδόξως, το γενικότερο πρόβλημα της οικονομίας της Τουρκίας είναι ότι έχει δανειστεί πάρα πολύ σε δολάρια, αλλά το ειδικότερο πρόβλημα των τραπεζών είναι ότι διαρκώς έχουν έλλειμμα τουρκικών λιρών για να δανείσουν. Οι τράπεζες έχουν πολλές εγχώριες καταθέσεις σε δολάρια, καθώς και την ικανότητα, τουλάχιστον στις καλές στιγμές, να δανείζονται δολάρια στο εξωτερικό, αλλά μπορούν να δανείζουν τα τουρκικά νοικοκυριά μόνο σε λίρες. Ως αποτέλεσμα, έχουν καταλήξει να βασίζονται στην ικανότητά τους να δανείζονται δολάρια και να ανταλλάσσουν αυτά τα δολάρια για λίρες στην διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά και, αν είναι ανάγκη, να δανείζονται λίρες από την κεντρική τράπεζα. Τα υψηλότερα εγχώρια επιτόκια θα επιβραδύνουν τις καταναλωτικές δαπάνες και θα μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα της Τουρκίας και θα καταστήσουν τους ξένους επενδυτές πιο πρόθυμους να συνεχίσουν να ανταλλάσσουν λίρες για τα δολάρια που περισσεύουν στο τραπεζικό σύστημα της Τουρκίας. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Τουρκίας θα εξακολουθήσει να εξαρτάται από την προθυμία των εξωτερικών πιστωτών της να συνεχίσουν να μεταχρονολογούν (roll over) την μεγάλη μάζα βραχυπρόθεσμου δολαριακού χρέους της χώρας.
Αργά ή γρήγορα, τόσο η Αργεντινή όσο και η Τουρκία θα αντιμετωπίσουν πιέσεις για να μειώσουν τον εξωτερικό δανεισμό τους, ούτως ή άλλως. Άλλες, ισχυρότερες αναδυόμενες οικονομίες αντιμετώπισαν επίσης ορισμένες δυσκολίες. Η Βραζιλία και η Ινδία, για παράδειγμα, έχουν δει πρόσφατα τα νομίσματά τους να γίνονται πιο αδύναμα. Αλλά αμφότερες έχουν μεγάλα αποθέματα ως «μαξιλάρι» και κατά συνέπεια περισσότερες επιλογές. Αμφότερες έχουν μικρότερα εξωτερικά ελλείμματα από όσο είχαν όταν κατευθύνονταν προς το λεγόμενο taper tantrum [στμ: την σταδιακή απομείωση της «ποσοτικής χαλάρωσης»] του 2013, όταν το κόστος δανεισμού αυξήθηκε για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αφότου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής σηματοδότησε ότι θα τερμάτιζε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων γνωστό ως «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing).
Αυτή την στιγμή, οι αναδυόμενες οικονομίες που επιθυμούν να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και έχουν εμπορικά ελλείμματα, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις διαθέσιμες αποταμιεύσεις του κόσμου. Αυτό θα διευρύνει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ παρά τις επιθυμίες της διοίκησης του Trump. Όσον αφορά την λογιστική, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να δανειστούν από τον υπόλοιπο κόσμο για να καλύψουν το αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, διατηρώντας παράλληλα τις επιχειρηματικές επενδύσεις ψηλά χωρίς να παρουσιάσουν επίσης ένα υψηλότερο εμπορικό έλλειμμα.
Η ένταση της οικονομικής πίεσης στην Αργεντινή και την Τουρκία και οι λιγότερο έντονες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν άλλες αναδυόμενες οικονομίες αποτελούν μια υπενθύμιση ότι οι οικονομικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών επηρεάζουν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Μια μετρίως ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να αναγκάσει τις αναδυόμενες οικονομίες να συμπεριφέρονται πιο υπεύθυνα ή να διακινδυνεύσουν μια σοβαρή κρίση.
BRAD SETSER
Ανώτερος υπότροφος Steven A. Tananbaum για τα Διεθνή Οικονομικά στο Council on Foreign Relations
foreignaffairs.gr