Η Ελλάδα (όνομα βαπτιστικό γυναίκας), με καταγωγή μάλλον αθηναϊκή, έζησε, πέθανε και τάφηκε στη Θεσσαλονίκη. Τα χρόνια πέρασαν, κι ενώ πραγματοποιούνταν εργασίες για τη διάνοιξη της οδού Λαγκαδά (1929) βρέθηκε η αττικής προέλευσης σαρκοφάγος που την «φιλοξενούσε» για 1.600 χρόνια!
Στο εσωτερικό της εντυπωσιακής μαρμάρινης (με παράσταση αμαζονομαχίας) σαρκοφάγου βρέθηκε ένα χρυσό δακτυλίδι με έγγλυφη προτομή Αθηνάς στη σφενδόνη του και χαραγμένο γύρω της το όνομα της κατόχου του στην αφιερωματική δοτική (ΕΛΛΑΔΙ).
Η ογκώδης και βαρύτατη σαρκοφάγος μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αρχικά στο Γενί Τζαμί και ύστερα από 33 χρόνια, το 1962, στο σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης), τα λιγοστά κτερίσματα συγκεντρώθηκαν πρόχειρα, καταγράφηκαν και καταχώθηκαν στις αποθήκες του (όπως και περίπου 300 μαρμάρινες σαρκοφάγοι που εντοπίστηκαν σε κατά καιρούς ανασκαφές στα νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης – με εξαίρεση την κλινόμορφη, που αποκαλύφθηκε ασύλητη (επί Τουρκοκρατίας, το 1837), κοντά στην Πύλη της Καλαμαριάς, και περιείχε οστά ζεύγους και ξύλινο κιβώτιο με χρυσά κοσμήματα, καθώς κι ένα μαγικό κείμενο σε χρυσό έλασμα που… αποκτήθηκαν από το Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.
Και πέρασαν κι άλλα 90 χρόνια, μέχρι πρόσφατα που οι αποθήκες ανοίχτηκαν, προκειμένου να ψηφιοποιηθούν (με αφορμή το πρόγραμμα ψηφιοποίησης του αρχαιολογικού υλικού που εφαρμόζει το Υπουργείο Πολιτισμού), και… με την ευκαιρία μελετήθηκαν.
Τα πρώτα συμπεράσματα παρουσιάστηκαν σε μια από τις γοητευτικότερες εισηγήσεις (Π. Αδάμ-Βελένη / Α. Τουλουμτζίδου, «Χρυσά κτερίσματα σε σαρκοφάγους της Θεσσαλονίκης. Ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα») του 31ου –«φτωχού» σε εντυπωσιακά ευρήματα (το σύνολο σχεδόν των πανεπιστημιακών ανασκαφών έχει παγώσει ελλείψει κονδυλίων για τη χρηματοδότησή τους, ενώ οι σωστικές ανασκαφές των κατά τόπους εφορειών συνεχίζονται σε γνωστές πλέον θέσεις και με περιορισμένες «σοδειές»)– συνεδρίου για το Αρχαιολογικό Έργο της χρονιάς που πέρασε στη Μακεδονία και τη Θράκη (31ο ΑΕΜΘ).
«Το όνομα Ελλάς απαντά μόλις δύο φορές στη Μακεδονία, αλλά πέντε φορές στην Αθήνα. Σε συνδυασμό με την αττική προέλευση της σαρκοφάγου και τις ομοιότητες της παράστασης με χάλκινες κοπές της Αθήνας θα μπορούσε ίσως να υποτεθεί μια καταγωγή της Ελλάδος από την Αθήνα» σημειώνεται από τη σύγχρονη αρχαιολόγο-μελετήτρια της σαρκοφάγου και του περιεχομένου της.
Κάτοχοι των ενεπίγραφων και μη σαρκοφάγων ήταν Ρωμαίοι πολίτες της εποχής (1ος-3ος μ.Χ. αιώνας) με εξέχουσες θέσεις που τους επέτρεπαν να «κοσμούνται» και μετά θάνατο με χρυσά δακτυλίδια, διπλές χρυσές δανάκες (με κεφαλή μάλιστα Μ. Αλεξάνδρου), περίαπτα με απεικονίσεις της Τύχης (Fortuna – φωτ. δεξιά) με πηδάλιο και κέρας Αμάλθειας, ένα περίαπτο σε σχήμα λύχνου, κοσμήματα με τη μορφή του θεού (υγείας) Ασκληπιού, ένα χρυσό δακτυλίδι με γαλάζιο ζαφείρι σπάνιου τύπου καθώς αρχικά ανήκε σε ενώτιο, όπως δηλώνει το σχεδόν δακρυόσχημο σχήμα του και μια μικρή οπή στο στενότερο άκρο του, διπλή χρυσή δανάκη με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου στη μία όψη και γυμνού Μ. Αλεξάνδρου καθισμένου σε βράχο και Βουκεφάλα στην άλλη. Περιμετρικά υπάρχει η επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, αλλά κι ένα χρυσό δακτυλίδι με δακτυλιόλιθο από σαρδόνυχα, που απεικονίζει ανάγλυφα τη χειραψία ενός ανδρικού και ενός γυναικείου χεριού, συνοδευόμενη από την επιγραφή ΟΜΟΝΟΙΑ.
Είναι χαρακτηριστικές οι παρατηρήσεις των σύγχρονων μελετητών, όπως παρουσιάστηκαν στο συνέδριο.
«Γενικά η χειραψία των δεξιών χεριών στον ρωμαϊκό κόσμο συμβόλιζε την αμοιβαία πίστη στο κλείσιμο μιας συμφωνίας ή συμβολαίου. Δακτυλίδια με όμοιες απεικονίσεις, συχνά συνοδευόμενα από την επιγραφή ΟΜΟΝΟΙΑ, αποτελούσαν ωστόσο δακτυλίδια γάμου που δίδονταν από τον μέλλοντα σύζυγο στη γυναίκα, για να φορεθεί στο μεσαίο δάκτυλο του αριστερού χεριού καθώς η φλέβα που ξεκινούσε από αυτό το δάκτυλο θεωρούνταν πως κατέληγε στην καρδιά…».
«Συνοψίζοντας, ο μικρός αριθμός των χρυσών κοσμημάτων στις ασύλητες σαρκοφάγους δεν συνιστά ένδειξη ένδειας των κατόχων τους αλλά πιθανότατα σχετίζεται με τη μαρτυρημένη κληροδότηση των περιουσιακών στοιχείων στους συγγενείς, αφήνοντας στους νεκρούς την πολυτέλεια της κατοχής των απολύτως προσωπικών αντικειμένων, όπως των σφραγιστικών δακτυλιδιών.
»Στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά τον 3ο αι. μ.Χ., στη σκιά των βαρβαρικών επιδρομών, τη θέση του χαρώνειου οβολού λαμβάνουν σπανιότερα τα χρυσά νομίσματα και συχνότερα οι δανάκες, οι οποίες αποτυπώνουν με ενάργεια στην περίπτωση αυτών που απεικονίζουν τον Μ. Αλέξανδρο, την παραμυθία που αναζητά η άρχουσα τάξη στην αναπόληση του ένδοξου παρελθόντος».
[ΑΠΕ-ΜΠΕ]
Φωτογραφίες: ΑΕΜΘ