Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Η πρώτη φιλοσοφικά αποδοσμένη θεώρηση εννοιών που συγκροτούν τα γύρα, όπως είναι η γης, η φύση, ο τόπος, το τοπίο…, πραγματοποιήθηκε το 1927, από τον Νίκο Καζαντζάκη με την «Ασκητική». Αυτήν άρχισε ο συγγραφέας να τη γράφει το 1922 στη Βιέννη και την ολοκλήρωσε ένα χρόνο αργότερα· όμως τη δημοσίευσε το 1927 στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού, ενώ τυπώθηκε και σε ανάτυπο την ίδια χρονιά.
Ο Καζαντζάκης με την «Ασκητική» αναφέρεται στη σημασία των παραπάνω εννοιών και στα χρέη του ανθρώπου σε σχέση με αυτές, καθώς και στο πώς νοείται ο θεός – δημιουργός στο «σύμπαντο» του ανθρώπου, χωρίς να εστιάζει γεωγραφικά, χωρίς δηλαδή να μιλά για την ελληνική γη. Θέλησε να δώσει μια παγκόσμια ιδέα για έννοιες τόσο σημαντικές, που όμως αγνοούνται από τον άνθρωπο!
Παρόλα ταύτα, είναι φανερό ότι μιλά έχοντας στο νου του την Ελλάδα, παίρνοντας από τον γενέθλιο τόπο έμπνευση, πνεύμα και πνοή. Έχει τη σοφία του Κρητικού, τη φιλοσοφία του αρχαίου Έλληνα, που «δεν ελπίζει τίποτα» και «δε φοβάται τίποτα», γιατί «λυτρώθηκε από το νου κι από την καρδιά» κι «ανέβηκε πιο πάνω, είναι λεύτερος» (λόγια της «Ασκητικής»). Έχει την αίστηση του γενέθλιου τόπου, που είναι το «σύμπαντό του», και που τον ακολουθεί στις σκέψεις του αποτελώντας τη ρίζα, τη μάνα γη που, μέσα από πράξεις του παρόντος, φτιάχνει μέλλον, φτιάχνει προορισμό.[1]
Ο Καζαντζάκης με την «Ασκητική» ανέλυσε συνειδητά τον τόπο, τη γης, και την αποκάλυψε στην αψηλοσύνη της. Ο πνευματικός ξετυλιγμός της σκέψης του δεν είναι σύνθετος, αλλά απλά δοσμένος, κατά το «απλόν και υγιοσκέψιον του Έλληνος» (λόγια Γιάννη Σκαρίμπα). Μιλά ξέσκεπα και σύμπαθα, όχι με πάθος ούτε με την τυπολογία του φιλοσοφικού λόγου, διότι στοχεύει να σπείρει συνείδηση κι όχι να δηλωθεί στείρα επιστημονικά, θέλει να γενεί κήρυκας λόγου της ψυχής και της πνοής, της ασκητικής διαπάλης στον εναρμονικό βίο.[2]
Στοχεύει στην ωρίμανση του ανθρώπου στο επίπεδο της ιδέας. Νοηματοδοτεί την ιδέα και της δίδει στόχευση στο επίπεδο της πράξης. Η πρακτική της ιδέας έχει βαρύνουσα θέση στο έργο του, γι’ αυτό και φαίνεται σε όλο του συμβουλευτικός, σα να παραδίδει τις «δέκα εντολές». Ο Καζαντζάκης θέλησε με την «Ασκητική» να μας εισάγει στην άσκηση και την ασκητεία για τα γύρα −πρώτος το έκαμε και λίγοι τον ακολούθησαν…[3]
Ας δούμε όμως τον σημαντικό τούτον Έλληνα στοχαστή στα ξετυλίγματα της σκέψης του, κι ας γεμίσουμε με αίμα χοχλακό, της αίστησης, τις φλέβες μας.
Ο Καζαντζάκης κατά πρώτον τοποθετεί τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του στη βάση που αρμόζει. Ο άνθρωπος, λέγει, είναι ο νόμος, ως ο δυνατός της πλάσης, κι αυτός φέρει την ευθύνη της πορείας του κόσμου. Το έργο του, αν και πρόσκαιρο, πρέπει να είναι στέρεο και ιδωμένο στα σύνορα του ανθρώπινου νου· να καρπίζεται δε από την ανθρώπινη επιθυμία. Κείνο όμως που κινεί τον κόσμο και φτιάχνει την ανθρώπινη επιθυμία, είναι «ένα νόημα ανθρώπινο στον υπεράνθρωπο αγώνα». Είναι ο σκοπός που πρέπει να δοθεί στην πορεία του ανθρώπου και η εκπλήρωσή του ν’ αποτέλεσει τη διαρκή αγωνία του. Στο επίπεδο της πράξης, με νοημένη την αίστηση του σκοπού, πρέπει ο καθείς, λυτρωμένος από τα συμβεμβηκότα του βίου και λεύτερα να επιτελέσει τον συνειδητό, τον συμβολικό ρόλο του, είτε ως άντρας Σπόρος, είτε ως γυναίκα Μήτρα. Για να το κάμει όμως αυτό απαιτείται προετοιμασία· πρέπει, για να γίνει νοός ο άνθρωπος, ν’ ακούσει τη μέσα του κραυγή. Είναι η κραυγή της απόγνωσης και της συνείδησης, που κράζει «Βοήθεια» και καλεί τον νοό στον ανήφορο της σωτηρίας της ζωής, φτάνοντάς τον ψηλά, λογίζοντας απ’ εκεί με άλλο μέτρο τον κόσμο.
Σε αυτό του το δρόμο πρέπει νάναι ήρωας στον τομέα του, ν’ αγαπά τον κίντυνο, να υπακούει σε ανώτερο ρυθμό, να μάθει να προστάζει, ν’ αγαπά την ευθύνη –να λέει: «Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω». Πρέπει να ζητά συντρόφους, να είναι «αφχαρίστητος» –αφού, «όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις· η δε μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση». Πρέπει να μη ρωτά για τη μάχη, μόνο να πολεμά απορροφημένος στο σκοπό του –καθότι, «οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!» Έτσι λειτουργώντας πλαταίνει και σα ράτσα λειτουργεί για τη σωτηρία της γης του.[4] Επειδή όμως μιαν τέτοια ενέργεια είναι πάγκοσμη, επειδή ενεργείται για τη γη κι όχι για ό,τι εξυπηρετεί τον χρήστη – άνθρωπο, πρέπει ετούτος, ξεκινώντας από το άμεσο περιβάλλον του, να κατατριβεί με αυτό και με σκέψη, με ιδέα, με σκοπό και παλμό, να πράξει για την ανθρωπότητα. Πάνω κι από την ράτσα λοιπόν, στέκει η ανθρωπότητα, και γι’ αυτήν κράζεται η «Βοήθεια»· όχι για τον καθένα, ούτε για το έθνος, που σώζονται με τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Η συνειδητοποίηση της τέτοιας κραυγής, κάμει τον άνθρωπο νοό, τον κάμει ξυπνό κι ενεργό στο καθήκον.
Φτάνοντας στη συνειδητότητα τούτη, έχει επιτευχθεί κάτι σημαντικό: έχει διανοηθεί η γης, η οποία μιλά διά του ενεργούντος κι εκφράζεται με τις πράξεις του. Κράζει, έτσι, «Βοήθεια» η γης, καθώς τούτη κινδυνεύει, και δι’ αυτής ο άνθρωπος. Ο σωσμός της γης είναι η σωτηρία του ανθρώπου· προέχει συνεπώς να σωθεί η γης για νάχει μέλλον ο άνθρωπος· αυτός είναι ο μέγας σκοπός, που αποτελεί τη βάση της ηθικής του κόσμου, πούναι η ηθική του αγώνα. Μοιάζει ως πορεία στο απροσδιόριστο, είναι όμως η υπαρκτή πορεία στη γης.
Οι πράξεις του ανθρώπου, οι άθλοι του, εκτυλίσσονται ως αγώνας για το σκοπό, πούναι ο ανήφορός του στη γης, που ποτέ δε σταματά, καθώς ο πόνος του αγώνα φέρνει χαρά κι από αυτήν ξεπηδά μια νέα ελπίδα, που σημαίνει νέο ανηφόρισμα. Ως συνεχώς οδοιπόρος κι ανηφορητής ο άνθρωπος, γένεται δημιουργός στον κόσμο του επιδιώκοντας τις ποιότητες και τις αξίες που τον ανάγουν, μετουσιώντας την ύλη σε πνέμα. Γένεται με τον τρόπο αυτόν μικρός θεός στην πλάση του, ή καλύτερα: ο «Εκστατικός Γιός» του Θεού, του «Μέγα Εκστατικού». Κινδυνεύοντας η γης, κινδυνεύει ο άνθρωπος, και συνεπώς ο μέσα του θεός, ο θεός της πλάσης. Ανηφορίζοντας ο άνθρωπος, κατανικά τα χάη του και ανεβαίνει ως θεός. Σωζώμενος, σώζει τον θεό, τον δημιουργό, και σώζεται το «σύμπαντό του». Τούτο συνιστά μια μάχη για τη λευτεριά από τ’ αδιόρατα δεσμά του χάους, των αδυναμιών και μικροτήτων του ανθρώπου, που καταντούν κυριαρχικές και καταπιεστικές του βίου.
«Πολεμικός έλαχε ο κλήρος» στον άνθρωπο, να πολεμά ενάντια στις αδυναμίες του για τις ποιότητές του, για ένα νέο «σύμπαντο». Ο καθένας έχει ένα τέτοιο, που το φτιάχνει και το συντηρεί, κι όλα τους φτιάχνουν το Μέγα Σύμπαν, το καθολικό Τοπίο. Στο ύψος του στοχεύουμε…[5]
(απόσπασμα από το βιβλίο “Το ελληνικό τοπίο. Σπουδή του τόπου και θεώρηση του ελληνικού τοπίου”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε κατατάξει την «Ασκητική» στα φιλοσοφικά βιβλία του, στον κατάλογο των έργων του που συνέταξε το 1946 για την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η «Ασκητική» αποδίδει τη φιλοσοφία ζωής του στοχαστή κι αποτελεί τη βιοθεωρία του. Δικαίως λοιπόν θεωρείται έργο φιλοσοφικό, παρά το γεγονός ότι από μελετητές αμφισβητείται αυτό, καθώς το εντάσσουν στο κοινωνικοπολιτικό δοκίμιο ή ότι αποτελεί ένα ιδεαλιστικό μανιφέστο.
[2] Το βλέπουμε αυτό στα παρακάτου λόγια του Καζαντζάκη, που τ’ απευθύνει στη σύντροφό του Ελένη το 1927: «Όλοι εδώ (στην Ελλάδα) παίρνουν την “Ασκητική” σαν έργο τέχνης, κανένας σαν κραυγή αναζήτησης και τρόμου. Γιατί κανένας δεν έχει μέσα του την κραυγή αυτή» («Νίκος Καζαντζάκης. Ο ασυμβίβαστος», σελ. 207).
[3] Δήλωσε το 1983 σε συνέντευξή της η σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη, ότι όταν ο σύντροφός της τής έδωσε το 1924 να διαβάσει το χειρόγραφο της «Ασκητικής», αυτή «δεν ξετρελάθηκε», ακριβώς διότι «ήταν ανώριμη» (περιοδικό «Γυναίκα», τεύχος 879, 19 Οκτωβρίου 1983). Η ωρίμανσή της επήλθε εμβαθύνοντας στο έργο, ακολουθώντας τις «(δέκα)εντολές» (τις συμβουλές) της «Ασκητικής», κάτι που την έκαμε ν’ αναθεωρήσει την αρχική της άποψη/εντύπωση.
[4] Εδώ η ράτσα έχει την έννοια του έθνους, διά του οποίου συγκροτείται η ευρύτερη οντότητα, της ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός των εθνών διαμορφώνει το επίπεδο εκπροσώπησης της ανθρωπότητας.
[5] Όλες οι λέξεις και φράσεις σε εισαγωγικά προέρχονται από την «Ασκητική».
[dasarxeio.com]