Σύγχρονος ἀνθρωπισμός. Ἂν εἶσαι ἀντικομμουνιστὴς καὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἢ ἂν εἶσαι κομμουνιστὴς καὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι, μπορῶ νὰ σοῦ φέρομαι ἀπάνθρωπα (νὰ σὲ ἀφήνω νὰ σαπίζεις μέσα σὲ στρατόπεδα ἢ νὰ σὲ ξεπαστρεύω). Τέτοιον ἀνθρωπισμὸ νὰ τὸν χαιρόσαστε!
Σχετικὰ μὲ θεωρίες. Ἀκόμα δὲ βρέθηκε ἐκεῖνος ποὺ θὰ βάλει τὴ ζωὴ μέσα στὸν ντορβά του. Ὁλοένα δοκιμάζουν -Δαρβίνος, Μάρξ, Φρόυντ- ἀλλὰ ἡ ζωὴ ξεχειλάει, ὅπως τὸ νερό, ἀπὸ παντοῦ καὶ χύνεται ἀπέξω.
Δὲν τὴν ξέραμε τὴν Ἐκκλησιὰ τῆς Ἀγάπης; Δὲν ἔχομε τὴν παράδοσή μας; Πότε τὴ χάσαμε; Πῶς ἀναρωτιόμαστε ἢ φωνάζομε (ἀκόμα καὶ ὁ πρόσφυγας ποιητής):
Ἀγάπη, ποῦ ’ναι ἡ ἐκκλησιά σου;
Βαρέθηκα πιά, στὰ μετόχια.
Δὲν ξέραμε πὼς μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη; Ποιός μᾶς εἶπε νὰ τὴ χάσομε καὶ τώρα νὰ «βαριόμαστε» στὰ μετόχια; Ἀνεξήγητος, ἀνεξήγητος ὁ σημερινὸς Ἕλληνας δέκα φορές.
Φιλοσοφία καὶ παράδοση. Ὁλάκερη ἡ φιλοσοφία κάνει παραλλαγὲς γύρω ἀπὸ τὸ ρῆμα εἰμὶ καὶ τὸ οὐδέτερο τῆς μετοχῆς του, τὸ ὄν. Ἡ παράδοση πάλι εἶναι ὁ Ὤν καὶ τὸ ἐν αὐτῷ γάρ…ἐσμέν. Δυὸ κόσμοι. Ἀπὸ τὴ μιὰ Dieu d’ Abraham… [ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ] καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη des philosophes et des savants [τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν σοφῶν]. Ἡ διάκριση τοῦ Πασκὰλ στὸ ἐπίκεντρο πάντα.
Ὅταν σκεφτόμαστε χρησιμοποιοῦμε πάντα τὴ λογικὴ ἀνάλυση· δὲν μποροῦμε νὰ κάνομε διαφορετικά· δὲ θὰ μπορούσαμε διαφορετικὰ νὰ ἀνταλλάζαμε ἢ νὰ μεταδίναμε τὴ σκέψη μας. Φτάνει ὡστόσο νὰ μὴ λησμονᾶμε πὼς γιὰ τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία ἡ ἀνάλυση τελικὰ ἐμποδίζει τὴν κατανόηση⋅ ἀναλύοντας ἡ ἀνάλυση μένει στὸ ἀκατανόητο – ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα ἀναχαράζει ἢ μηρυκάζει.
Ἡ καταδίκη τοῦ Γαλιλαίου διάγραψε στὴν Εὐρώπη τὴν τροχιά της καὶ τώρα ἔφτασε στὴν ἄλλη ἄκρη, ὅπου καταδικάζει ὁ Γαλιλαῖος τὸν ἄνθρωπο ποὺ τολμάει νὰ πιστεύει στὸ Θεὸ τοῦ Ἀβραὰμ (non des philosophes et des savants). Ἐμεῖς ἐδῶ γιατί νὰ παρακολουθήσομε καὶ σὲ αὐτὸ τὴν Εὐρώπη; Μήπως δὲ μείναμε ἔξω -τὸ 17ο αἰώνα- ἀπὸ τὴν καταδίκη τοῦ Γαλιλαίου; Πῶς τώρα νὰ συμπορευτοῦμε μὲ τὴν Εὐρώπη στὸ ἀντίθετο; Τί δουλειὰ ἔχομε ἐμεῖς στὸ ζήτημα αὐτὸ μαζί τους; Καὶ στὴν Ἱερὴ Ἐξέταση μείναμε ἀπέξω (ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔμεινε ἀπέξω). Καὶ σὲ ἄλλα πολλά. Γιατί νὰ μὴν κοιτάζομε τὴ δουλειά μας; Ἢ μήπως δὲν ἔχομε δουλειά; Ἢ μήπως δὲ μᾶς φτάνουν τὰ δικά μας μαζεμένα λασπόνερα καὶ ἡ διχόνοια πού, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Σολωμοῦ, μᾶς κομματιάζει τὰ τζιέρια;
Ἕνα συμπέρασμα ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία (III, 19, 11-16, Ἀθήνα 1960): «… ἐκ μόνης ἀκοῆς οὐ δύναταί τις τεχνίτης γενέσθαι, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ποιεῖν καὶ βλέπειν καὶ πολλὰ πράττειν καὶ διορθοῦσθαι ὑπὸ τῶν ἐμπείρων καὶ διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ ἐκκοπῆς τῶν ἰδίων θελημάτων καὶ τῇ πολυημερίᾳ εἰς ἕξιν ἔρχεται τῆς τέχνης…». Συμπέρασμα γιὰ τοὺς τεχνίτες (κάθε λογῆς).
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς παύει νὰ εἶναι πίστη ἢ τρόπος ζωῆς -ὁ ἄριστος βίος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων- καὶ γίνεται ἰδέα, φαντάζει γιὰ μένα τὸ ἴδιο ἂν εἶσαι χριστιανὸς ἢ ἄθεος. Ὅπως παράλληλα φαντάζει τὸ ἴδιο ἂν εἶσαι ἰδεαλιστὴς ἢ ὑλιστής, σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τῆς νεότερης εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας. Ἀφρόψαρα τοῦ νοῦ ὅλα αὐτά, ποὺ δὲν κατεβαίνουν ποτὲ στὰ μεγάλα βάθη τῆς ζήσης μας.
Λορεντζᾶτος Ζήσιμος
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Collectanea, ἐκδ. Δόμος
[agiazoni.gr]