Ο Στράβων αναφέρει πως στην αρχαιότητα, η Μαύρη Θάλασσα συχνά αποκαλείτο απλά Πόντος (δηλ. η Θάλασσα). Για το μεγαλύτερο μέρος η ελληνική παράδοση αναφέρεται στη Μαύρη Θάλασσα ως Εύξεινος Πόντος, (Φιλόξενη Θάλασσα). Ο όρος αποτελει ευφημισμό που αντικατέστησε τον πρότερο όρο Άξεινος Πόντος (Αφιλόξενη Θάλασσα), τον οποίο πρωτοσυναντάμε στον Πίνδαρο (αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.).
Ο Στράβων πιστεύει πως η Μαύρη Θάλασσα αποκαλείτο αφιλόξενη προ της Ελληνικής αποικιοποίησης, γιατί η διάπλευσή της ήταν δύσκολη, και γιατί οι ακτές της κατοικούνταν από άγριες φυλές, και πως το όνομα άλλαξε σε φιλόξενη αφού οι Μιλήσιοι αποίκησαν την περιοχή, καθιστώντας την μέρος του Ελληνικού πολιτισμού. Η γη στο ανατολικό όριο της Μαύρης Θάλασσας, η Κολχίς (σημερινή Γεωργία), σηματοδοτούσε για τους Έλληνες ένα από τα όρια του αποικιακού τους χώρου.
Κατά την Ελληνική μυθολογία η περιοχή κατοικείτο από τη θεότητα «Πόντος», γιος του Αιθέρα και της Γαίας. Είναι επίσης η θάλασσα την οποία διέσχισε ο Ιάσονας κατά την Αργοναυτική εκστρατεία με το μυθικό πλοίο Αργώ. Η μυθολογία φέρει δε τον Αυτόλυκο, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας, ως ιδρυτή της Σινώπης.
Κατά τους Ιστορικούς ο Πόντος αποικίζεται από τους Έλληνες από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Η πόλη δε της Μιλήτου φέρεται σαν ιδρύτρια πολλών πόλεων τόσο στα δυτικά, όσο και στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Οι κυριότερες Ελληνικές πόλεις της περιοχής:
Ίστρος, Ιστρόπολις
Η βορειότερη Ελληνική πόλη της αρχαίας Θράκης, στη λεγόμενη Κάτω Μοισία, κοντά στο άλλοτε χωριό Καρά Ομάν που πρόσφατα μετονομάσθηκε σε Ιστρία. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, από Μιλήσιους το έτος 657, επάνω σε βραχώδη νησίδα στο λεγόμενο “Ιερόν στόμα” του ποταμού Ίστρου ( Δουνάβεως ) από τον οποίο και έλαβε το όνομά της, όπως μαρτυρεί ο Σκύμνος ο Χίος. Το πολίτευμά της αρχικά ήταν ολιγαρχικό και από την κλασική εποχή κι εντεύθεν δημοκρατικό, από δε το έτος 400 έκοψε και δικό της ασημένιο νόμισμα. Επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου παρέμεινε αυτόνομη, και αργότερα πρωτοστάτησε στην λεγομένη Ομοσπονδία της Πενταπόλεως, αλλά αποκοπείσα σταδιακά από τους βασικούς εμπορικούς δρόμους άρχισε να φθίνει, κατά την εποχή δε του Στράβωνος ( αρχές 1ου αιώνος μΧ. ) ήταν μικρό πολίχνιο. Οι ανασκαφές του 1914 ανέδειξαν το ρωμαϊκό τείχος της πόλεως, πάχους τριών μέτρων με πολλαπλούς πύργους ύψους έως και 8 μ. και έφεραν στο φώς δύο Ναούς των κλασικών χρόνων, έναν του 5ου αιώνος της Θεάς Αφροδίτης και έναν του 4ου αιώνος του Μεγάλου Θεού με αναθήματα του Πεισιστράτου Μνησικλέους εκ Θάσου.
Τόμις, Τομεύς, Tόμοι
Αποικία των Μιλησίων ιδρυθείσα περί τον 7ο αιώνα, 250 – 300 στάδια νοτίως της πόλεως Ίστρου. Κατά την τοπική παράδοση εκεί είχε θάψει ο βασιλεύς της Κολχίδος Αιήτης τα κομμάτια του υιού του Αψύρτου, που τον σκότωσε η Μήδεια κατά την φυγή της με τους Αργοναύτες για να καθυστερήσουν οι διώκτες τους. Επί των διαδόχων του Αλεξάνδρου η πόλη υπετάγη στον Λυσίμαχο, εναντίον του οποίου εξεγέρθηκε το 313 μαζί με τις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις της περιοχής, με συμμάχους τους Θράκες και τους Σκύθες. Ο Λυσίμαχος κατέστειλε την εξέγερση, αλλά η πόλη ελευθερώθηκε αργότερα, το 292 μετά την ήττα και αιχμαλωσία του Λυσιμάχου από τους Σκύθες. Αμέσως μετά η Τόμις σχημάτισε με άλλες ισχυρές πόλεις της περιοχής ( Οδυσσό, Διονυσόπολη, Ίστρο και Καλλάτιδα ) την Ομοσπονδία της Πενταπόλεως (και αργότερα Εξαπόλεως με την προσθήκη της Μαρκιανουπόλεως). Η πόλη έκοψε και δικό της ασημένιο και χάλκινο νόμισμα με πιο συνηθισμένο τύπο τους την κεφαλή του Ποσειδώνος έμπροσθεν και αετό εντός δρύϊνου στεφάνου όπισθεν. Οι Πλίνιος ( IV, 18 ), Πομπόνιος Μέλας και Αμμιανός Μαρκελίνος ( XXVΙΙ, 4, 12 ) την περιγράφουν ως μία από τις ωραιότερες πόλεις του Ευξείνου. Στους υστερορωμαϊκούς χρόνους με την υποδιαίρεση της επαρχίας της Μοισίας, οι Τόμοι έγιναν πρωτεύουσα της λεγομένης Μικρής Σκυθίας, έπεσαν ωστόσο αργότερα σε μαρασμό, όταν ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε την αυτοθέσμισή τους και τους μετονόμασε σε Κωνσταντία (εξού και το μετέπειτα τούρκινο όνομά της Κιουστέντζε και το βουλγαρικό Κονστάντζα).
Κάλλατις, Κερβάτις
Παράλια αποκία των Μιλησίων, όπου σήμερα η ρουμανική πόλη Μαγγαλια 44 χλμ. νοτίως της Κονστάντζας, ιδρυθείσα τον 7ο αιώνα ( κατά τον Πομπόνιο Μέλαν ), ή των Ηρακλεωτών του Πόντου μετά από χρησμό (κατά τους Στράβωνα, Πλίνιο, Μέμνονα, Σκύμνο τον Χίο) νοτίως των Τομών. Αρχικώς λεγόταν Κερβάτις και μετονομάσθηκε, κατά τον Σκύμνο, περίπου όταν ανέβηκε στον Μακεδονικό θρόνο ο Αμύντας ο Α. δηλαδή περί το έτος 540. Κατά τον 4ο και 3ο αιώνα γνώρισε εξαιρετική ακμή και ευημερία εξαιτίας των τοπικών εργαστηρίων κεραμεικής, υπήρξε δε η πατρίδα του ιστορικού Δημητρίου Καλλατιανού (20 βιβλία περί Ασίας και Ευρώπης, όπως μαρτυρεί ο Διογένης Λαέρτιος) και του δραματουργού Ίστρου. Γύρω στο έτος 260 η πόλη ήλθε σε πόλεμο κατά του αρχαίου Βυζαντίου, για τη διεκδίκηση τοπικών εμπορικών δρόμων, ηττήθηκε όμως και έκτοτε έπεσε σε παρακμή που ολοκληρώθηκε με την απαγόρευση της αυτοθέσμισής της από τον Κωνσταντίνο. Σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση η προκυμαία της αρχαίας πόλεως, καθώς και διάσπαρτα ερείπια.
Τετρισιάς, Τίριζις άκρα, Τίριζα
Μικρή οχυρωμένη πόλη στο σημερινό ακρωτήριο “Καλή Άκρη”( Caput Caliacra ).
Ο Μακεδών Λυσίμαχος τη χρησιμοποιούσε ως θησαυροφυλάκιο.
Βιζώνη
Αποικία της Μεσημβρίας, νοτίως της Τιριζίδος, όπου σήμερα είναι η Βουλγαρική πόλη Καβάρνα. Ο Στράβων αναφέρει ότι μεγάλο τμήμα της είχε καταποθεί από σεισμό αν και αργότερα η πόλη ανέκαμψε και γνώρισε νέα ακμή. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο οι κάτοικοι λέγονταν Βιζώνιοι, Βιζωναίοι ή Βιζωνίται. Λόγω της μακρόχρονης Βυζαντινής ζωής της κατά τη διάρκεια της οποίας χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως κάστρο ελάχιστες αρχαιότητες έχουν διασωθεί και αυτές ως εντελεώς άμορφα ερείπια.
Διονυσόπολις
Επιφανής και πολυάνθρωπη πόλη μικτού πληθυσμού Ελλήνων, Σκυθών και μιγάδων, 15 περίπου χλμ. δυτικώς της Βιζώνης, όπου σήμερα η Βουλγαρική κωμόπολη Μπαλτζίκ. Αρχικά λεγόταν Κρουνοί, μετονομάσθηκαν δε σε Διονυσόπολη, εξαιτίας ενός αγάλματος του Θεού Διονύσου που εκβράσθηκε στην παραλία της. Έκοψε επί Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων δικό της νόμισμα, η δε ακμή της βεβαιώνεται έως και τον 4ο αιώνα μΧ. από τον Αμμιανό Μαρκελίνο. Στο χώρο της αρχαίας πόλεως βρέθηκαν μερικά μαρμάρινα αγάλματα Ελληνιστικής εποχής που φιλοξενούνται στο Μουσείο της Σόφιας.
Οδυσσός, Οδησσός
Αρχαία πόλη της θρακικής Κάτω Μοισίας, διάφορη της ομώνυμης Ρωσικής. Έστεκε στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, βόρεια των εκβολών του νύν ποταμού Προβάντισκα, όπου σήμερα η Βουλγαρική πόλη Βάρνα. Η Οδυσσός ιδρύθηκε από Μιλήσιους αποίκους στις αρχές του 6ου αιώνος και εξελίχθηκε γρήγορα σε μεγάλη και πλούσια πόλη, ιδρυτικό μέλος της ομόσπονδης “Πενταπόλεως” του Ευξείνου. Οι εκεί ανασκαφές έφεραν στο φώς πολλές επιγραφές, αγάλματα και νομίσματα ( εντόπιας κοπής, ακόμη και χρυσοί στατήρες και τετράδραχμα που καλύπτουν την χρονική περίοδο από τον 4ο έως και τον 2ο αιώνα μ.Χ. ). Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους πάντως είχε συρρικνωθεί σε μικρό οχυρό χωρό, έδρα επισκόπου.
Πρόβατον
Αρχαία θρακική πόλη της Κάτω Μοισίας, όπου η νύν Βουλγαρική πόλη, Προβάντια, 42 χλμ. δυτικώς της Βάρνας. Η ίδρυση του Προβάτου ανάγεται στην προ της εισβολής του Δαρείου ( 507 ) εποχή και η ζωή της μαρτυρείται σε πλήρη ακμή έως τουλάχιστον και τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Νίψα
Αρχαιότατη πόλη της Κάτω Μοισίας, πρωτεύουσα της θρακικής φυλής των Νιψαίων. Η πόλη υπετάγη αμαχητί στον Δαρείο ( Ηρόδοτος 4, 93 ).
Σαρδική
Ελληνική πόλη στο ομώνυμο υψίπεδο της Έσω Δακίας όπου σήμερα βρίσκεται η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας Σόφια. Η πόλη ιδρύθηκε στην περιοχή των Θρακικών φυλών των Τρήρων, Τιλαταίων και Σέρδων, αργότερα δε γνώρισε μεγάλη ακμή, έχοντας εξελληνίσει πλήρως τους πολίτες της ασχέτως καταγωγής, αυτοδιοικούμενη από τη Βουλή και τον Δήμο της με καθαρά Ελληνική λατρεία. Το 28 όλη η περιοχή υπετάγη στον Ρωμαίο Λικίνιο Κράσσο και αργότερα το 46 μ.Χ. προσαρτήθηκε κανονικά στην Αυτοκρατορία, τειχίσθηκε δε επί Τραϊανού για να προστατευθεί από τις βαρβαρικές επιδρομές και λαμπρύνθηκε επί Μάρκου Αυρηλίου. Επί Κωνσταντίνου επλήγη η αυτοδιάθεσή της καταργηθέντων των Ελληνικών πολιτικών θεσμών της και κατέληξε μία τυπική χριστιανική κωμόπολη, παρά το ότι φιλοξένησε ακόμη και Σύνοδο το έτος 347 μ.Χ. (κατά της αίρεσης των Ευσεβιανών). Εκατό ακριβώς χρόνια αργότερα (447 μ.Χ.), αλώθηκε και καταστρέφηκε από τους Ούνους του Αττίλα.
Βιζύη
Την πόλη Βιζύη ίδρυσε ο Θραξ στρατηγός του Λυσιμάχου Βίζυς, μετά την καταστροφή της οχυρωμένης αρχαίας θρακικής πόλεως των Κοτυδών Δάματα. Η πόλη διέθετε λαμπρά κτίρια και Ναούς της Θεάς Δήμητρος και του Θεού Ασκληπιού, τη δε λαμπρότητά της διετήρησε επί Ρωμαϊκών χρόνων (με δική της μάλιστα και περίτεχνη νομισματοκοπή) ως αποτέλεσμα της φιλίας της προς τη Ρώμη. Νοτίως της Βιζύης (θέση Μακγριώτισσα) βρέθηκαν ενδείξεις Ναού και βάθρο αναθήματος του Γαίου Ιουλίου Κρόκου προς τον Θεό Σωτήρα Δία (“Ύψιστο Άγιο Θεό”) ευχαριστήριο της σωτηρίας φίλων του κατά τον εντόπιο Κοιλαλητικό Πόλεμο. Η περιοχή φιλοξενεί πάνω από 30 Μακεδονικές και Ρωμαϊκές “τούμπες”, υδραγωγεία και έχουν βρεθεί αρκετές περικαλλείς προτομές, αρχαϊκές κόρες, Ερμές, κορινθιακά κιονόκρανα, θεμέλια κτιρίων και Θεάτρου, καθώς και νεκροταφείο. Την ευημερία της πόλεως έπληξε ο Κωνσταντίνος, που κατάργησε τους πολιτικούς της θεσμούς και τη νομισματοκοπή, οδηγώντας την σε μαρασμό και υποβιβάζοντάς την σε ένα μικρό οχυρό χωριό των Βυζαντινών. Πολλά από τα σπασμένα αγάλματα της πόλεως χρησιμοποιήθηκαν τον 19ο αιώνα για την κατασκευή της Μητρόπολης.
Απολλωνία παρ’ Ευξείνω (σημερινή Σωζόπολη)
Αποικία των Μιλησίων στη δυτική παραλία του Ευξείνου Πόντου, ιδρυθείσα περί το έτος 610, διοικηθείσα κάποτε (κατά τον Αιλιανό) και από τον φιλόσοφο Αναξίμανδρο ( περ. 570 ). Το 515 υπετάγη αμαχητί στους Πέρσες του Δαρείου και στη συνέχεια υπήρξε αυτόνομη με δική της μάλιστα νομισματοκοπή από το έτος 430 κι εντεύθεν (με τα ονόματα των αρχόντων της), είχε δε μεγαλοπρεπή Ναό του Θεού Απόλλωνος με κολοσσιαίο άγαλμα, έργο του Καλάμιδος.
Η πόλη συνεργάθηκε με τους Μακεδόνες κατά των Θρακών (342-339), είχε δε ολιγαρχικό πολίτευμα το οποίο δοκιμάσθηκε όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης από δύο στάσεις (μία εξαιτίας της αποδοχής βαρβάρων ως πολιτών και μία εξαιτίας καταχρήσεων των ολιγαρχικών). Το 323 ο Μακεδών μονάρχης Λυσίμαχος κατέστησε την πόλη φόρου υποτελή, το 316 επαναστάτησε όμως μαζί με άλλες πόλεις. Το 72 την κατέστρεψε ο Ρωμαίος Μάρκος Λούκουλλος και μετέφερε το περίφημο άγαλμα του Θεού Απόλλωνος στο Ρωμαϊκό Καπιτώλιο. Αργότερα ο Θραξ άρχων Μητόκος Τάρουλος ξανάκτισε την πόλη, η οποία κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε 20 χρόνια αργότερα από τους Γέτες του Βυρεβίστα. Η πόλη έκτοτε παρήκμασε και αργότερα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού μετονομάσθηκε τον 4ο αιώνα μ.χ.χ. σε Σωζόπολη και τα ίχνη της χάθηκαν από την Ιστορία επί τουλάχιστον 8 αιώνες, με εξαίρεση την πληροφορία ότι το 515 κατελήφθη κατά την ανταρσία του Γότθου Φοιδετάρου Βιταλιανού κατά του αυτοκράτορος Αναστασίου.
Θυνιάς
Αρχαία αποικία των Μιλησίων στην καταγωγή Απολλωνιατών, ιδρυθείσα στις αρχές του 6ου αιώνος όπου σήμερα η Βουλγαρική πόλη Νιάδα ή Ινιάδα.
Σαλμυδησσός, Μήδεια
Αρχαιοτάτη πόλη των Μελινοφάγων Θρακών στα παράλια του Ευξείνου πλησίον της οποίας κατοικούσε ο μάντις Φινεύς, υιός του Αντήνορος, που αναφέρεται στη διήγηση της Αργοναυτικής εκστρατείας. Η πόλη, οι ακτές της οποίας ήσαν άγριες και δυσπρόσορμες, ονομάσθηκε κατά την ύστερη Ρωμαϊκή εποχή Μήδεια. Από Μακεδονοκρατίας, η πόλη ήταν πολύ πλούσια, ισχυρή στρατιωτικά και προστατευόταν από επιβλητικά τείχη.
Τινόπολις, Φινόπολις, Φιλόπολις
Αρχαία Θρακική πόλη στο από την πλευρά του Ευξείνου στόμιο του Βοσπόρου. Έλαβε το όνομά της από τον μάντι Φινέα και στους ιστορικούς χρόνους εποικίσθηκε από τους Μεγαρείς ιδρυτές του Βυζαντίου.
Βεσσαπάρα
Αρχαία Θρακική πόλη, πρωτεύουσα της φυλής των σκληροτράχηλων Βεσσών, με περίφημο Μαντείο του Θεού Διονύσου. Έστεκε 10 χλμ. ΝΑ του σημερινού Τατάρ Παζαρτζίκ, το δε όνομά της στη Θρακική γλώσσα σημαίνει “Πόλη των Βεσσών” ( Βέσσα και Πάρα ). Από τον 3ο αιώνα οι Βεσσοί ήσαν εντελώς Έλληνες κατά τα ήθη, μιλούσαν Ελληνικά και λάτρευαν αποκλειστικά τους Έλληνες Θεούς, πολέμησαν δε αυτοί γενναιότατα κατά των Ρωμαίων, η πόλη τους όμως κατεστράφη μετά την κατάληψή της το έτος 72 από τις λεγεώνες του Λούκουλλου. Η πόλη πρέπει πάντως να ξανακτίσθηκε και να γνώρισε νέα ακμή επί Αντωνίνων, κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους αναφέρεται μάλιστα ( από τον Προκόπιο ) ως μία από τις οχυρωμένες πόλεις της περιοχής.
Χερσόνησος
Η περιοχή της Χερσονήσου, η οποία είχε και το όνομα Μεγαρικά ( σημερινή Σεβαστούπολη ), αποικήθηκε τον 6ο αιώνα από Ίωνες και αργότερα κατά τον 4ο αιώνα από ΔωΟ Στράβων αναφέρει πως στην αρχαιότητα, η Μαύρη Θάλασσα συχνά αποκαλείτο απλά Πόντος (δηλ. η Θάλασσα).ριείς. Σύμφωνα με την παράδοση η αποίκηση έγινε μετά από υπόδειξη του Μαντείου των Δελφών.
[hellenismos.ysee.gr, ellinikoarxeio.com, wikipedia]