Του Στράτου Γ. Σιμόπουλου*
Η Ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μαζί της, αναμφίβολα και η Ελληνική κοινωνία, η ίδια η χώρα.
Σήμερα, η οικονομία μας επηρεάζεται άμεσα από εξωγενείς, αλλά και ενδογενείς παράγοντες που αναστέλλουν την ανάπτυξή της. Η διεθνής οικονομική κρίση
δημιουργεί ένα αρνητικό πλαίσιο, το οποίο μεγεθύνεται από τις εγγενείς αδυναμίες μας, επιτείνοντας την αβεβαιότητα.
Ποιες μπορεί να είναι λοιπόν οι κεντρικές επιλογές μίας οικονομικής πολιτικής;
Σίγουρα δεν μπορεί να είναι η αποθέωση της αγοράς και των μηχανισμών της, η εσφαλμένη πεποίθηση ότι η ίδια μπορεί να αυτορυθμιστεί και να οδηγήσει όχι μόνο σε περισσότερο πλούτο , αλλά και σε ευημερία των πολλών. Δεν μπορεί να υιοθετείται το μοντέλο του «κράτους –νυχτοφύλακα», η ηθελημένη απροθυμία παρέμβασης στις κάθε είδους στρεβλώσεις, στα υπερκέρδη των λίγων, στο μαρασμό των πολύ περισσότερων.
Βεβαίως, από την άλλη, δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή ο ασφυκτικός έλεγχος της οικονομίας από την κυβερνητική και ευρύτερη κρατική μηχανή. Μια τέτοια πολιτική οδηγεί στο μοντέλο του «κράτους–επιχειρηματία», στην ασφυκτική φορολογία, που στραγγαλίζει την ανάπτυξη ειδικά της μικρότερης επιχείρησης, σε περιόδους, μάλιστα, κάμψης των αγορών και της πραγματικής οικονομίας.
Απορρίπτουμε, λοιπόν, τις δύο αυτές πολιτικές οι οποίες έχουν… σαν πρώτο θύμα τη μεσαία τάξη και υιοθετούμε ένα μοντέλο ανάπτυξής της.
Η μεσαία τάξη, η κατά κοινή ομολογία ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, που είναι ο βασικός αιμοδότης της «κίνησης του χρήματος», την τελευταία δεκαετία συμπιέστηκε, έχασε τη δυναμική και το «οξυγόνο» της, μείωσε αναγκαστικά τις παρεχόμενες θέσεις εργασίας, κλείστηκε στον εαυτό της. Προφανείς και αναγνωρίσιμες σε όλους και οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής ανέχειας και ανασφάλειας αυτής της μεγάλης και συνήθως σιωπηλής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Επιτακτική, λοιπόν, όσο ποτέ ίσως, η ανάγκη μιας μεγάλης στροφής, με αντικείμενο και υποκείμενο μαζί τη μεσαία τάξη, μέσω τομών με στόχο τη στήριξη της οικονομικής της δραστηριότητας, αλλά και κινήτρων που θα της επιτρέψουν να πάρει τις τύχες της στα χέρια της.
Αυτό σημαίνει από τη μια πολιτικές που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, θα επαναρυθμίζουν τις αγορές, θα στηρίζουν την πρωτοβουλία, την καινοτομία, το επιχειρηματικό ρίσκο, θα δημιουργούν ένα περιβάλλον ικανό να προστατέψει τη μικρή και μεσαία επιχείρηση, την αγροτική εκμετάλλευση, την εμπορική δραστηριότητα από καρτέλ, ολιγοπώλια και «δεσπόζουσες θέσεις». Πολιτικές που θα παρέχουν κίνητρα ανάπτυξης, θα προβλέπουν για τη διάχυση του πλούτου, θα απλοποιούν τις διαδικασίες άσκησης επιχειρηματικής ή άλλης δραστηριότητας.
Από την άλλη, βεβαίως, σημαίνει ότι και η ίδια η μεσαία τάξη οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα των καιρών. Να διεκδικήσει, να σχεδιάσει, να υλοποιήσει με ανοιχτούς ορίζοντες, να τολμήσει. Να βαδίσει με αυτοπεποίθηση, να αποβάλει τις φοβίες, την εσωστρέφεια, την προσκόλληση σε σχήματα, πρακτικές και «βολέματα» του παρελθόντος. Να αναδείξει τις αξίες που την χαρακτηρίζουν, να «υψώσει τη φωνή της», να συνειδητοποιήσει, τη δύναμή της όχι μόνο στο στενά οικονομικό, αλλά στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Να δηλώσει δυναμικά παρούσα στη νέα εποχή. Να συμβάλει η ίδια, πρώτα απ’ όλα στην ανάδειξη ενός νέου ήθους και ύφους και, βεβαίως, να τροφοδοτήσει με τις δικές της αρχές, τους δικούς της ανθρώπους, τους δικούς της, αναπαλλοτρίωτους στο πέρασμα των δεκαετιών, αξιακούς κώδικες την οικονομική, την πολιτική, την κοινωνική ζωή του τόπου.
Και βέβαια, να ενστερνιστεί και να αξιοποιήσει πρώτη αυτή, την καινοτομία, τους κάθε είδους νέους ορίζοντες που διανοίγονται από την τεχνολογική πρόοδο, αλλά και να εκμεταλλευτεί τη γεωπολιτική συγκυρία. Αυτό συνέβαινε πάντοτε σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Πρέπει και μπορεί να συμβεί και τώρα.
Η επιλογή να έρθει η μεσαία τάξη στο προσκήνιο θα παράξει πλούτο όχι στους αριθμούς, αλλά στους ανθρώπους. Θα αυξήσει όχι τα λογιστικά, αλλά τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη. Θα δώσει ανάπτυξη πραγματική, υγιή, σταθερή, όχι ανάπτυξη βασισμένη στις «φούσκες» του Χρηματιστηρίου ή τις υψηλές κερδοφορίες των τραπεζών.
Αυτή η επιλογή θα ανατάξει τον κοινωνικό ιστό από την κάμψη στην οποία έχει περιπέσει. Αυτή θα δώσει κίνητρα σε όσους θέλουν να επιτύχουν, αλλά και προοπτικές να το καταφέρουν. Και η άνοδος της μεσαίας τάξης θα είναι εκείνη που θα «τραβήξει προς τα πάνω» και τα πιο ευάλωτα οικονομικά πληθυσμιακά στρώματα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ακόμα και στις στρεβλές, από πολλές πλευρές, συνθήκες της οικονομίας μας, η μεσαία τάξη είναι αυτή που δημιουργεί το 70% των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και παράγει το 85% των δημοσίων εσόδων. Αυτή είναι που φορολογείται αγρίως, αυτή είναι που κυρίως ασφυκτιά μέσα σε ένα κράτος που δεν θέλει, δεν μπορεί, ή απλά δεν ξέρει πώς να δώσει ευκαιρίες και προοπτικές.
Βεβαίως, μια τέτοια «ειρηνική επανάσταση» δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει χωρίς αντιστάσεις. Βλέπουμε και σήμερα, για παράδειγμα, στην πολιτική και όχι μόνο ελίτ αυτού του τόπου πρόσωπα και συμφέροντα που αντιμάχονται αυτή τη μετάβαση. Όπως βέβαια μπορούμε να διακρίνουμε και τους πολιτικούς, αλλά και τις ιδεολογίες που έχουν κάνει σημαία τους μια τέτοια μεγάλη αλλαγή. Είναι λογικό, λοιπόν, ένα πρώτο βήμα για την υλοποίηση αυτής της άλλης οπτικής για τα πράγματα, να αποτελεί η στήριξη όσων κατέρχονται στα κοινά με αυτές τις ιδέες. Δεν είναι πολλές οι ευκαιρίες που έχει ο πολίτης να παρέμβει αποφασιστικά προς μια τέτοια κατεύθυνση. Συνεπώς, όταν του δίδεται οφείλει να την εκμεταλλεύεται.
Η διαδικασία για την ανάδειξη προέδρου στη Νέα Δημοκρατία είναι μια τέτοια ευκαιρία. Ο πολίτης πρέπει με την ψήφο του να αναδείξει σε ένα κόμμα αστικού τύπου, αρχηγό (Σαμαρά ή Μπακογιάννη) εκείνον που δεσμεύεται ότι με την πολιτική του θα στηρίξει τη μεσαία τάξη.
Το κέρδος θα είναι δικό του, αλλά και του τόπου.
*Ο Στράτος Σιμόπουλος είναι διευθύνων σύμβουλος τεχνικής εταιρίας και μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος.
taxalia