(σσΟ: Διαβάστε το άρθρο του κυρίου Γιανναρά για να καταλάβετε την αναγκαιότητα διαλεύκανσης του θέματος της Siemens και των λοιπόν αρωγών του πλιάτσικου στο Ελληνικό δημόσιο. Τους “τρομοκράτες” της αποσταθεροποίησης και ανόδου των επιτοκίων δανεισμού. Της σύγχρονης κατοχής που επιτυγχάνεται από τους αδηφάγους τοκογλύφους της ΕΚΤ και του ΔΝΤ σε συνεργασία με τους εδώ Γερμανοτσολιάδες πολιτικούς. Αυτοί είναι οι αιτίες της ανελευθερίας μας. Δανεική Δημοκρατία δεν είναι Δημοκρατία).
Tου Χρηστου ΓιανναραΗ στοιχειώδης λογική λέει: Δεν γίνεται να είμαστε και καταχρεωμένοι και ελεύθεροι. Να έχουμε δεσμεύσει τρεις ή τέσσερεις γενιές μετά από μας με κρατικά χρέη, και όμως να απολαμβάνουμε κρατική ανεξαρτησία, πολιτικές ελευθερίες, εδαφική ακεραιότητα. Δεν γίνεται, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο.
Οποιος χρωστάει λίγα, είναι δεσμευμένος. Οποιος χρωστάει πολλά, είναι υποτελής. Οι δανειστές του ή τα αφεντικά των δανειστών του, του κρατάνε το δελτίο τροφίμων. Δεν έχει περιθώριο να αρνηθεί τίποτα, δεν έχει μερτικό στην αξιοπρέπεια. Είτε άτομο είτε λαός. Η Χάννα Αρεντ έλεγε: Ο δούλος, είτε άτομο είτε λαός, έχει αποδείξει τη δουλική του φύση, αφού, χωρίς πια δικαίωμα αυτοκαθορισμού και αξιοπρέπειας, δεν αυτοκτονεί, ανέχεται να επιβιώνει.
Το σημερινό ελλαδικό κράτος ζει με δανεικά. Το έχει οδηγήσει σε αυτή τη δουλική μειονεξία μια συγκεκριμένη συντεχνιακή κάστα: οι επαγγελματίες της πολιτικής. Η εξωφρενική δανειοληψία ξεκίνησε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αποχαλινώθηκε με τον Κ. Μητσοτάκη, δικαιολογήθηκε με τη φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων και κατέληξε εφιαλτική απειλή με τον Κ. Καραμανλή τον βραχύ. Οι διαχειριστές της εξουσίας δανείζονταν αλόγιστα όχι για παραγωγικές επενδύσεις, όχι για έργα υποδομής, όχι για κοινωνικές ανάγκες. Δανείζονταν μόνο για να χρυσοπληρώνουν «ημετέρους», να εξαργυρώνουν ψήφους με άσκοπους διορισμούς στο δημόσιο, με ξέφρενη σπατάλη επιδείξεων κομματικής αλαζονείας.
Ζούμε με δανεικά. Η συντριπτική πλειονότητα του παραγωγικού δυναμικού της χώρας είναι παροπλισμένη, ηδονικά αδρανοποιημένη στην περίπου αεργία της δημοσιοϋπαλληλίας. Το ιδανικό, το όνειρο, η φιλοδοξία της νεολαίας είναι μια θέση, οποιαδήποτε, στο δημόσιο – «το κράτος να παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι» (Ροΐδης, 1875). Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (που εφευρέθηκε για να αποκλειστεί θεσμικά η αυθαιρεσία των κομματικών απολύσεων) αποδείχθηκε το ειδεχθέστερο κοινωνικό έγκλημα από την ίδρυση του ελλαδικού κράτους: Δημιούργησε ένα κράτος ραστώνης, ατομικού βολέματος, χυδαίας ιδιοτέλειας. Παρέδωσε τη διαχείριση της συλλογικότητας στους παραιτημένους από φιλοδοξίες. Οι δημιουργικοί Ελληνες ή μαραζώνουν ή φεύγουν.
Βασικός μοχλός για την αναρρίχηση στην εξουσία ή για τη διατήρηση της εξουσίας ήταν και είναι οι διορισμοί στο δημόσιο. Οι πολίτες δεσμεύουν την ψήφο τους στον οποιοδήποτε πολιτευόμενο, αρκεί να τους εξασφαλίσει τον διορισμό, τη διά βίου ραστώνη. Με την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. φάνηκε προς στιγμήν ότι η κομματική αυθαιρεσία των διορισμών θα χαλιναγωγηθεί: Εγινε ο «νόμος Πεπονή», δημιουργήθηκε το ΑΣΕΠ. Αλλά η δυναμική της ιδιοτέλειας και η αξιοποίησή της από τα κόμματα αποδείχθηκαν ακαταμάχητες. Βρήκαν μεθόδους να παρακάμπτουν το ΑΣΕΠ (με προσλήψεις συμβασιούχων, εποχιακών «σταζιέρ», κριτήρια «μορίων» και χίλια δυο ακόμη στρατηγήματα), ο νόμος Πεπονή διατηρείται σαν γραφική διακόσμηση της κομματικής αθλιότητας.
Αλλά το μεγάλο, οργιαστικό φαγοπότι έγινε με τους πακτωλούς των χρημάτων που έρρευσαν, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελλαδικού κράτους, προκειμένου να επιτευχθεί «σύγκλιση» της ελληνικής οικονομίας με τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών που μας δέχθηκαν ως εταίρους. Ονειρο και καημός των Ελλαδιτών, από ιδρύσεως κρατιδίου, ήταν να γίνουν «Ευρώπη», αλλά δεν είχαν τον πλούτο για να το πετύχουν, η χώρα ήταν ανεκκλήτως «ψωροκώσταινα». Και να, που απρόσμενα σαν σε παραμύθι, οι «Ευρωπαίγοι», που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης, έρχονται να δώσουν τον πλούτο, για να στήσουμε κι εμείς κράτος ίδιο με τα δικά τους: Να αποκτήσει κάθε παραμικρή γωνιά της χώρας υπερσύγχρονα τρένα, άψογο οδικό δίκτυο, μοντέρνα λιμάνια, αεροδρόμια, ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες που να ζωντανέψουν το αρχιπέλαγος, μετρό οι μεγαλουπόλεις, στρατηγική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, εργοστάσια αξιοποίησης των αγροτικών προϊόντων, χωροταξικό σχεδιασμό με σύγχρονο κτηματολόγιο, σχολειά, νοσοκομεία, ασφάλιση και κρατική πρόνοια ίδια με των Ευρωπαίων πολιτών.
Αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη ευκαιρία την ξεπούλησαν τα κόμματα σε ένα ξέφρενο όργιο σπατάλης, για να εξαγοράσουν «νταβατζήδες» και τη ραδιοτηλεοπτική τους υποστήριξη, να μπουκώσουν με εφήμερες «επιδοτήσεις» την κοντόφθαλμη απληστία αγροτών, τον αναίσχυντο γκανγκστερισμό συνδικαλιστών, την κτηνώδη αδηφαγία προμηθευτών του δημοσίου. Η Ε.Ε. ζητούσε αποκέντρωση διοικητική και αποκρατικοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας των υπουργείων, για ευελιξία και αποδοτικότερο έλεγχο διαχείρισης των προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας. Και τα κόμματα διεύρυναν την κραιπάλη της καταλήστευσης σε επίπεδο νομαρχιών, δημαρχιών και ιδρύοντας χιλιάδες (κυριολεκτικά) εταιρείες όπου μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες υπουργείων σε προέδρους, διευθύνοντες συμβούλους, απλούς συμβούλους με αποδοχές Κροίσων.
Στη Μικρασία χάθηκαν οριστικά πανάρχαιες κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού, στα είκοσι οκτώ χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. χάθηκε η μοναδική δυνατότητα να μεταμορφωθεί η «ψωροκώσταινα» σε κράτος με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Το δεύτερο αυτό έγκλημα έχει ιστορικές συνέπειες, ίσως ανάλογες με το πρώτο. Αλλά «νέμεσις» δεν λειτουργεί, οι αυτουργοί εξακολουθούν να νέμονται τις προνομίες που τους εξασφάλισαν τα κλοπιμαία. Η ευρωπαϊκή γενναιοδωρία (ναι, είναι η σωστή λέξη), έχει εξαργυρωθεί σε μυθώδεις βίλες, νεοπλουτίστικα κότερα, θηριώδη τζιπ, οφ-σορ εταιρείες. Και μόλις άρχισαν να περιορίζονται οι δωροδοτικές εισροές από την Ε.Ε., στράφηκαν οι κυβερνήσεις στον αχαλίνωτο δανεισμό.
Tου Χρηστου ΓιανναραΗ στοιχειώδης λογική λέει: Δεν γίνεται να είμαστε και καταχρεωμένοι και ελεύθεροι. Να έχουμε δεσμεύσει τρεις ή τέσσερεις γενιές μετά από μας με κρατικά χρέη, και όμως να απολαμβάνουμε κρατική ανεξαρτησία, πολιτικές ελευθερίες, εδαφική ακεραιότητα. Δεν γίνεται, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο.
Οποιος χρωστάει λίγα, είναι δεσμευμένος. Οποιος χρωστάει πολλά, είναι υποτελής. Οι δανειστές του ή τα αφεντικά των δανειστών του, του κρατάνε το δελτίο τροφίμων. Δεν έχει περιθώριο να αρνηθεί τίποτα, δεν έχει μερτικό στην αξιοπρέπεια. Είτε άτομο είτε λαός. Η Χάννα Αρεντ έλεγε: Ο δούλος, είτε άτομο είτε λαός, έχει αποδείξει τη δουλική του φύση, αφού, χωρίς πια δικαίωμα αυτοκαθορισμού και αξιοπρέπειας, δεν αυτοκτονεί, ανέχεται να επιβιώνει.
Το σημερινό ελλαδικό κράτος ζει με δανεικά. Το έχει οδηγήσει σε αυτή τη δουλική μειονεξία μια συγκεκριμένη συντεχνιακή κάστα: οι επαγγελματίες της πολιτικής. Η εξωφρενική δανειοληψία ξεκίνησε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αποχαλινώθηκε με τον Κ. Μητσοτάκη, δικαιολογήθηκε με τη φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων και κατέληξε εφιαλτική απειλή με τον Κ. Καραμανλή τον βραχύ. Οι διαχειριστές της εξουσίας δανείζονταν αλόγιστα όχι για παραγωγικές επενδύσεις, όχι για έργα υποδομής, όχι για κοινωνικές ανάγκες. Δανείζονταν μόνο για να χρυσοπληρώνουν «ημετέρους», να εξαργυρώνουν ψήφους με άσκοπους διορισμούς στο δημόσιο, με ξέφρενη σπατάλη επιδείξεων κομματικής αλαζονείας.
Ζούμε με δανεικά. Η συντριπτική πλειονότητα του παραγωγικού δυναμικού της χώρας είναι παροπλισμένη, ηδονικά αδρανοποιημένη στην περίπου αεργία της δημοσιοϋπαλληλίας. Το ιδανικό, το όνειρο, η φιλοδοξία της νεολαίας είναι μια θέση, οποιαδήποτε, στο δημόσιο – «το κράτος να παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι» (Ροΐδης, 1875). Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (που εφευρέθηκε για να αποκλειστεί θεσμικά η αυθαιρεσία των κομματικών απολύσεων) αποδείχθηκε το ειδεχθέστερο κοινωνικό έγκλημα από την ίδρυση του ελλαδικού κράτους: Δημιούργησε ένα κράτος ραστώνης, ατομικού βολέματος, χυδαίας ιδιοτέλειας. Παρέδωσε τη διαχείριση της συλλογικότητας στους παραιτημένους από φιλοδοξίες. Οι δημιουργικοί Ελληνες ή μαραζώνουν ή φεύγουν.
Βασικός μοχλός για την αναρρίχηση στην εξουσία ή για τη διατήρηση της εξουσίας ήταν και είναι οι διορισμοί στο δημόσιο. Οι πολίτες δεσμεύουν την ψήφο τους στον οποιοδήποτε πολιτευόμενο, αρκεί να τους εξασφαλίσει τον διορισμό, τη διά βίου ραστώνη. Με την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. φάνηκε προς στιγμήν ότι η κομματική αυθαιρεσία των διορισμών θα χαλιναγωγηθεί: Εγινε ο «νόμος Πεπονή», δημιουργήθηκε το ΑΣΕΠ. Αλλά η δυναμική της ιδιοτέλειας και η αξιοποίησή της από τα κόμματα αποδείχθηκαν ακαταμάχητες. Βρήκαν μεθόδους να παρακάμπτουν το ΑΣΕΠ (με προσλήψεις συμβασιούχων, εποχιακών «σταζιέρ», κριτήρια «μορίων» και χίλια δυο ακόμη στρατηγήματα), ο νόμος Πεπονή διατηρείται σαν γραφική διακόσμηση της κομματικής αθλιότητας.
Αλλά το μεγάλο, οργιαστικό φαγοπότι έγινε με τους πακτωλούς των χρημάτων που έρρευσαν, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελλαδικού κράτους, προκειμένου να επιτευχθεί «σύγκλιση» της ελληνικής οικονομίας με τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών που μας δέχθηκαν ως εταίρους. Ονειρο και καημός των Ελλαδιτών, από ιδρύσεως κρατιδίου, ήταν να γίνουν «Ευρώπη», αλλά δεν είχαν τον πλούτο για να το πετύχουν, η χώρα ήταν ανεκκλήτως «ψωροκώσταινα». Και να, που απρόσμενα σαν σε παραμύθι, οι «Ευρωπαίγοι», που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης, έρχονται να δώσουν τον πλούτο, για να στήσουμε κι εμείς κράτος ίδιο με τα δικά τους: Να αποκτήσει κάθε παραμικρή γωνιά της χώρας υπερσύγχρονα τρένα, άψογο οδικό δίκτυο, μοντέρνα λιμάνια, αεροδρόμια, ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες που να ζωντανέψουν το αρχιπέλαγος, μετρό οι μεγαλουπόλεις, στρατηγική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, εργοστάσια αξιοποίησης των αγροτικών προϊόντων, χωροταξικό σχεδιασμό με σύγχρονο κτηματολόγιο, σχολειά, νοσοκομεία, ασφάλιση και κρατική πρόνοια ίδια με των Ευρωπαίων πολιτών.
Αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη ευκαιρία την ξεπούλησαν τα κόμματα σε ένα ξέφρενο όργιο σπατάλης, για να εξαγοράσουν «νταβατζήδες» και τη ραδιοτηλεοπτική τους υποστήριξη, να μπουκώσουν με εφήμερες «επιδοτήσεις» την κοντόφθαλμη απληστία αγροτών, τον αναίσχυντο γκανγκστερισμό συνδικαλιστών, την κτηνώδη αδηφαγία προμηθευτών του δημοσίου. Η Ε.Ε. ζητούσε αποκέντρωση διοικητική και αποκρατικοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας των υπουργείων, για ευελιξία και αποδοτικότερο έλεγχο διαχείρισης των προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας. Και τα κόμματα διεύρυναν την κραιπάλη της καταλήστευσης σε επίπεδο νομαρχιών, δημαρχιών και ιδρύοντας χιλιάδες (κυριολεκτικά) εταιρείες όπου μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες υπουργείων σε προέδρους, διευθύνοντες συμβούλους, απλούς συμβούλους με αποδοχές Κροίσων.
Στη Μικρασία χάθηκαν οριστικά πανάρχαιες κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού, στα είκοσι οκτώ χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. χάθηκε η μοναδική δυνατότητα να μεταμορφωθεί η «ψωροκώσταινα» σε κράτος με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Το δεύτερο αυτό έγκλημα έχει ιστορικές συνέπειες, ίσως ανάλογες με το πρώτο. Αλλά «νέμεσις» δεν λειτουργεί, οι αυτουργοί εξακολουθούν να νέμονται τις προνομίες που τους εξασφάλισαν τα κλοπιμαία. Η ευρωπαϊκή γενναιοδωρία (ναι, είναι η σωστή λέξη), έχει εξαργυρωθεί σε μυθώδεις βίλες, νεοπλουτίστικα κότερα, θηριώδη τζιπ, οφ-σορ εταιρείες. Και μόλις άρχισαν να περιορίζονται οι δωροδοτικές εισροές από την Ε.Ε., στράφηκαν οι κυβερνήσεις στον αχαλίνωτο δανεισμό.
Αν το εξωτερικό χρέος από δανεισμό είναι, όπως λένε, τριακόσια δισ. ευρώ και αν οι Ελλαδίτες είμαστε δέκα εκατομμύρια, τότε τον καθένα μας τον έχουν φορτώσει τα κόμματα με οφειλή τριάντα χιλιάδων ευρώ: ένα ετήσιο εισόδημα που λίγοι απολαμβάνουν. Χρωστάνε αυτό το ποσό και τα βρέφη και οι υπερήλικες, υγιείς και ανάπηροι, όλοι.Ετσι ίσως εξηγείται γιατί προωθήθηκε μεθοδικά να γίνει πρωθυπουργός ο πολιτικός που, ως προπαγανδιστής του Σχεδίου Ανάν, είχε δώσει έμπρακτο δείγμα για το πώς αντιλαμβάνεται την ευθύνη διαχείρισης ελληνικών κοιτίδων πολιτισμού. Και γιατί τώρα ανέλαβε ο ίδιος το υπουργείο Εξωτερικών με αναπληρωτή τον συγκεκριμένο εκλεκτό του. Δεν γίνεται να χρωστάει η χώρα τριακόσια δισ. και όμως να απολαμβάνει ανεξαρτησία, πολιτικές ελευθερίες, εδαφική ακεραιότητα. Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο.
Ομως, το κυρίως σκάνδαλο είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η κοινή (όλων μας) συνείδηση ποδηγετούμενη από τα κόμματα: Φρίττουμε όλοι και καταδικάζουμε μετά βδελυγμίας το ενδεχόμενο ένας «λοχίας» να μας στερήσει τις ελευθερίες μας, αλλά βρίσκουμε φυσικό να μας υποδουλώνουν σε δανειστές και στα αφεντικά των δανειστών οι κομματικοί μας φεουδάρχες. Κανείς μας δεν τολμάει να διερωτηθεί, σε τι διαφέρει η ασυδοσία του «λοχία», από την ασυδοσία των κομματανθρώπων, αφού και στις δύο περιπτώσεις ξεπουλιώνται η κρατική μας ανεξαρτησία, οι πολιτικές μας ελευθερίες, η εδαφική μας ακεραιότητα, η συλλογική μας αξιοπρέπεια.
Ο «λοχίας» ενδέχεται να παραπεμφθεί σε «ειδικό δικαστήριο», οι κομματάνθρωποι ποτέ.
Ομως, το κυρίως σκάνδαλο είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η κοινή (όλων μας) συνείδηση ποδηγετούμενη από τα κόμματα: Φρίττουμε όλοι και καταδικάζουμε μετά βδελυγμίας το ενδεχόμενο ένας «λοχίας» να μας στερήσει τις ελευθερίες μας, αλλά βρίσκουμε φυσικό να μας υποδουλώνουν σε δανειστές και στα αφεντικά των δανειστών οι κομματικοί μας φεουδάρχες. Κανείς μας δεν τολμάει να διερωτηθεί, σε τι διαφέρει η ασυδοσία του «λοχία», από την ασυδοσία των κομματανθρώπων, αφού και στις δύο περιπτώσεις ξεπουλιώνται η κρατική μας ανεξαρτησία, οι πολιτικές μας ελευθερίες, η εδαφική μας ακεραιότητα, η συλλογική μας αξιοπρέπεια.
Ο «λοχίας» ενδέχεται να παραπεμφθεί σε «ειδικό δικαστήριο», οι κομματάνθρωποι ποτέ.