Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Στο προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε εκτενώς στην ανάγκη “απεξάρτησης” της χώρας μας (όπως και πολλών άλλων κρατών) από τις διεθνείς χρηματαγορές, καθώς επίσης στις προϋποθέσεις που πρέπει να δημιουργηθούν (εκδημοκρατισμός, συνετή διαχείριση και μείωση των ελλειμμάτων), έτσι ώστε να είναι εφικτή η επιτυχής έκδοση «λαϊκών ομολόγων» στην έκταση που προτείναμε. Η ανάγκη αυτή γίνεται πλέον άμεση (πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης), μετά την πρόσφατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας από την αμερικανική εταιρεία Fitch, καθώς επίσης μετά από την επαπειλούμενη υποβάθμιση μας εκ μέρους της Moody’s, αφού, όπως είναι γνωστό, η ενδεχόμενη απώλεια της αξιολόγησης «Α» θα σημάνει όχι μόνο τη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου, αλλά και την αδυναμία των «συμβατικών» Ελληνικών ομολόγων να τοποθετηθούν από τις τράπεζες σαν εγγύηση για τη λήψη δανείων από την ΕΚΤ (με επιτόκιο 1%), όπως γίνεται σήμερα (με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας τους).
Η έκδοση των «λαϊκών ομολόγων» θα μπορούσε να παραλληλισθεί σε κάποιο βαθμό με το «Σχέδιο για την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής πιστοληπτικής ικανότητας και για χρηματοδότηση της αρωγής και της ανασυγκρότησης» που είχε συντάξει ο Keynes για την Ευρώπη (1919). Η βασική ιδέα ήταν τότε η έκδοση ομολόγων, τα οποία θα επιτελούσαν διπλή λειτουργία, καθώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διευθέτηση του διασυμμαχικού χρέους, αλλά να θεωρηθούν και ως πρώτης τάξης εχέγγυα για τα σύναψη δανείων από τις κεντρικές τράπεζες. Μεταξύ άλλων, επισημάνθηκε η αδυναμία δράσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ώστε να αναλάβουν το συνολικό βάρος της ευρωπαϊκής ανασυγκρότησης, ενώ θεωρήθηκε ότι η άμεση αποκατάσταση της ευρωπαϊκής πιστοληπτικής ικανότητας ήταν η μόνη εφικτή λύση απεμπλοκής από τη συνεχή οικονομική εξάρτηση από τις Η.Π.Α. (η σχετικότητα με τις ελληνικές επιχειρήσεις, με την Ελλάδα, με την Ε.Ε. και με τις διεθνείς «συγκυρίες» είναι προφανής).
Μερικά από τα ειδικά «χαρακτηριστικά» των συγκεκριμένων ομολόγων, τα οποία θα ήταν ίσως ακριβέστερο, προτιμότερο μάλλον να ονομαστούν «Εθνικά» αντί «Λαϊκά», είναι τα παρακάτω:
(α) Μέσω της έκδοσής τους θα μπορούσε να αναχρηματοδοτηθεί, μακροπρόθεσμα και εξ ολοκλήρου, το δημόσιο χρέος μας, το οποίο αποτελεί αναμφίβολα το μεγαλύτερο εμπόδιο στις προσπάθειες αναδιάρθρωσης της Οικονομίας μας. Τα ομόλογα αυτά είναι δυνατόν να αγορασθούν από τους Έλληνες που διαθέτουν καταθέσεις στις τράπεζες του εσωτερικού (υπολογίζονται περί τα 230 δις €), καθώς επίσης από αυτούς που διαθέτουν καταθέσεις στο εξωτερικό, είτε διαμένουν εντός της Ελλάδας, είτε είναι υπήκοοι άλλων χωρών (περί τα 10 εκ. Έλληνες διαμένουν στο εξωτερικό ενώ, κατά την άποψη μας, θα ήταν πρόθυμοι να συμβάλλουν στην πρόοδο της χώρας τους, πόσο μάλλον όταν και οι ίδιοι επωφελούνται πολλαπλώς – αρκεί βέβαια να εμπιστευθούν την κυβέρνηση της).
(β) Εάν υποθέσουμε ότι το επιτόκιο έκδοσης τους θα τοποθετούταν στο 5% (όσο περίπου πληρώνει η χώρα μας), ένα μεγάλο μέρος του ποσού των τόκων που επιβαρύνουν σήμερα τον προϋπολογισμό μας (περίπου 12 δις €), θα κατευθυνόταν στα Ελληνικά νοικοκυριά και κατ’ επέκταση στη εσωτερική κατανάλωση. Το γεγονός αυτό θα συνέβαλλε με τη σειρά του στην αναθέρμανση της Οικονομίας μας (μείωση της ανεργίας κλπ), περιορίζοντας αισθητά τα μέτρα που είναι υποχρεωμένη να λάβει επ’ αυτού η κυβέρνηση μας («διττή» ωφέλεια).
(γ) Τα ίδια ομόλογα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους «ιδιοκτήτες» τους, σαν εγγύηση για τη λήψη μελλοντικών δανείων από τις τράπεζες (στην περίπτωση που θα ήταν βέβαια επιθυμητό – κανείς δεν μπορεί να προϋπολογίσει με ασφάλεια τις μετέπειτα οικονομικές ανάγκες του). Ίσως εδώ θα ήταν απαραίτητη μία ιδιαίτερη συμφωνία της κυβέρνησης με τις τράπεζες έτσι ώστε, τα δάνεια με την παροχή των «Εθνικών ομολόγων» σαν εγγύηση έγκρισης τους, να επιβαρύνονται με τόκους χαμηλότερους του 5%.
(δ) Οι τράπεζες θα μπορούσαν με τη σειρά τους να χρηματοδοτηθούν περαιτέρω, «εκχωρώντας» τα διάφορα δάνεια τους με την εγγύηση των «Εθνικών Ομολόγων» σε τρίτους επενδυτές (ή ενδεχομένως στην ΕΚΤ, όπως συμβαίνει σήμερα με τα ομόλογα του δημοσίου που αγοράζουν – εφ’ όσον βέβαια διατηρηθεί η αξιολόγηση μας), έτσι όπως ανέκαθεν «συνηθίζουν» με τα στεγαστικά ή άλλης «ποιότητας» δάνεια τους.
Βέβαια, οι τράπεζες θα υφίσταντο σοβαρό «πλήγμα» στις καταθέσεις τους, αφού οι πάσης φύσεως πελάτες τους θα χρησιμοποιούσαν τις αποταμιεύσεις τους για την αγορά των «Εθνικών ομολόγων». Το γεγονός αυτό θα δυσκόλευε σημαντικά τις «κινήσεις» τους, επειδή πληρώνουν φθηνά τα κεφάλαια αυτά (χαμηλά επιτόκια καταθέσεων), ενώ τα προσφέρουν κατά πολύ ακριβότερα (επιτόκια χορηγήσεων). Εκτός αυτού, θα έχαναν τη δυνατότητα να παρέχουν πολλαπλάσια δάνεια των καταθέσεων τους. Επεξηγηματικά στο συγκεκριμένο θέμα, στην οικονομική θεωρία υπάρχει η παρακάτω περιγραφή του «πιστωτικού φαινομένου», η οποία ερμηνεύει το μηχανισμό που οδηγεί στη διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων. Σύμφωνα με αυτήν έχουμε τα εξής:
α) Κάποιος καταθέτει στην Τράπεζα Α ένα ποσόν 1.000 €. Η τράπεζα διατηρεί τα 200 € στους λογαριασμούς της (ρεζέρβες) και δανείζει τα 800 € στην Τράπεζα Β.
β) Η Τράπεζα Β που δανείζεται τα 800 €, δημιουργεί διατηρεί αντίστοιχα τα 160 € στους λογαριασμούς της και δανείζει τα 640 € στην Τράπεζα Γ.
γ) Η Τράπεζα Γ που δανείζεται τα 640 € διατηρεί τα 128 € και δανείζει τα 512 € που «περισσεύουν» κοκ.
Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε στο τέλος «καινούργιες» καταθέσεις συνολικά 5.000 €, από την αρχική κατάθεση των πραγματικών 1.000 €, ρεζέρβες αυτά τα 1.000 € και νέες πιστώσεις 4.000 €. Δηλαδή, τα 1.000 € που κατέθεσε ένας και μοναδικός πελάτης έγιναν 4.000 € πιστώσεις και 1.000 € ρεζέρβες – επομένως, «ως δια μαγείας» πολλαπλασιάστηκαν.
Εν τούτοις οι καταθέσεις, ο «πολλαπλασιασμός» τους και η εξ αυτού κερδοφορία των τραπεζών, η οποία αναμφίβολα θα επηρεασθεί από τα «Εθνικά ομόλογα», είναι γεγονότα «ελάσσονος» σημασίας, σε σχέση με την αναγκαιότητα της ανεξαρτητοποίησης της χώρας μας από τις διεθνείς χρηματαγορές (τουλάχιστον μέχρι να δρομολογηθούν και να έχουν αποτέλεσμα οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται). Ενδεχομένως λοιπόν θα πρέπει να μειωθεί ο μάλλον υπερβολικός αριθμός τόσο των ίδιων, όσο και των ανά τη χώρα υποκαταστημάτων τους, να περιορισθούν τα τεράστια έξοδα λειτουργίας τους (συγκριτικά με τις τράπεζες στην ανεπτυγμένη Ευρώπη), να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι επίτευξης κερδών κλπ.
Άλλωστε η «κατάτμηση» τους σε μικρότερες, «συστημικά» ακίνδυνες μονάδες, είναι μέσα στα ευρύτερα σχέδια της Ε.Ε. (και όχι μόνο). Η «αποχώρηση» από τις τραπεζικές μετοχές που παρατηρείται πρόσφατα εκ μέρους των επενδυτών οφείλεται ίσως στο ενδεχόμενο αυτό – ιδιαίτερα πιθανό μετά τα μέτρα που πήρε η Ευρώπη, σε σχέση με τον ολλανδικό χρηματοπιστωτικό όμιλο ING.
Ειδικότερα, ο όμιλος της ING, ο οποίος ενισχύθηκε από την κυβέρνηση της Ολλανδίας με 10 δις € τον Οκτώβριο του 2008 για να αποφευχθεί η χρεοκοπία του, υποχρεώθηκε από την Ε.Ε. σε μία ευρύτερη «κατάτμηση» του. Όλες οι ασφαλιστικές και επενδυτικές μονάδες του ομίλου θα πρέπει να εκχωρηθούν μέχρι το τέλος του 2013 (εδώ «εντάσσεται» και η ανακοίνωση της αποχώρησης της ING από την Ελλάδα), ενώ η προϋπόθεση που έθεσε αρχικά η Ε.Ε. για να εγκρίνει την κρατική ενίσχυση των 10 δις €, ήταν η άμεση «απομάκρυνση» από την τραπεζική παρουσία στις Η.Π.Α., καθώς επίσης η πώληση κάποιων μικρότερων τομέων του.
Τελικός στόχος της Ε.Ε. είναι ο περιορισμός της λειτουργίας του ομίλου μόνο στον καθαρά τραπεζικό τομέα (έμμεση ίσως εφαρμογή του αμερικανικού νόμου Glass–Steagall, ο οποίος ατυχώς καταργήθηκε στις Η.Π.Α. το 1999 – σε γενικές γραμμές απαγόρευε στις εμπορικές τράπεζες να δραστηριοποιούνται επενδυτικά), καθώς επίσης η εξόφληση του κρατικού δανεισμού (η ING ανακοίνωσε ήδη αύξηση κεφαλαίου ύψους 7,5 δις € για να αποπληρώσει μέρος των χρεών της προς το ολλανδικό δημόσιο – η Alpha Bank στην Ελλάδα λειτούργησε μάλλον ανάλογα).
Έκτοτε, όλες οι Ευρωπαϊκές τράπεζες που ενισχύθηκαν από τις κυβερνήσεις (οι οποίες εκτός των άλλων εκπλάγηκαν από την αμεσότητα των ενεργειών της Ε.Ε. – καμία δεν περίμενε ότι η ING θα υποχρεωνόταν μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να «αποχωρήσει» από όλες τις μη τραπεζικές δραστηριότητες της), ανησυχούν έντονα για το μέλλον τους, «κοιτάζοντας» με αγωνία προς την κατεύθυνση της Κομισιόν.
Πολλές από αυτές βιάζονται να αποπληρώσουν τις κρατικές ενισχύσεις μέσω της αύξησης των κεφαλαίων εκ μέρους των μετόχων τους, έτσι ώστε να ξεφύγουν από τον «εναγκαλισμό» του δημοσίου και να μην υποχρεωθούν στην κατάτμηση τους. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τώρα αναμένονται σύντομα οι αποφάσεις της Κομισιόν για τις βελγικές τράπεζες Dexia και KBC, ενώ η Ε.Ε. απαίτησε ήδη από τη γερμανική Commerzbank την άμεση και δραστική μείωση του ισολογισμού της (γενικού συνόλου ενεργητικού και παθητικού).
Συνυπολογίζοντας τώρα σε όλα τα παραπάνω
(α) την «παγίδα ρευστότητας» που δεν φαίνεται να αποτελεί παρελθόν για την Ε.Ε. (διαπιστώθηκε πρόσφατα η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης σε 16 χώρες της Ευρώπης – το Σεπτέμβρη του 2009 μειώθηκαν τα παρεχόμενα δάνεια, για πρώτη φορά μετά το 1992 που ξεκίνησε η στατιστική απεικόνιση τους), καθώς επίσης
(β) τη μείωση του ρυθμού αύξησης της ποσότητας προσφερομένου χρήματος (Μ3) στο 1,8% από 2,6% τον Αύγουστο (το Μ3 είναι σημαντικό για την πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ, η οποία δεν αναμένεται ως εκ τούτου να διαφοροποιηθεί άμεσα),
γεγονότα που αποτελούν ενδείξεις μίας περαιτέρω ύφεσης της Οικονομίας της Ε.Ε. (ενδεχομένως εισήλθαμε ήδη στο δεύτερο από τα τρία στάδια που έχουμε αναφέρει στο άρθρο μας «Συστημικές αναταράξεις»), η αναγκαιότητα της άμεσης αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους της χώρας μας μέσω των «Εθνικών ομολόγων» (παρά τις δυσκολίες που θα προκληθούν στις εγχώριες τράπεζες), είναι μάλλον επιτακτική.
Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά ειδικά τις τράπεζες, οι προβληματισμοί, με τους οποίους θα έλθουν σύντομα αντιμέτωπες και οι ελληνικές, δεν περιορίζονται στα παραπάνω. Κρίνοντας από αυτά που συμβαίνουν στη Μ. Βρετανία, όπου
(α) κάποιες Κομητείες προβαίνουν πλέον στην ίδρυση «δημοτικών» τραπεζών, από κοινού με διεθνείς οργανισμούς (Essex – Santander), για τη χρηματοδότηση αποκλειστικά και μόνο των μικρών επιχειρήσεων της κομητείας τους, με επιτόκια χορηγήσεων της τάξης του 4,5% (δεν θα μπορούσαν άραγε οι Ελληνικοί δήμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα τους και να ξεφύγουμε μία για πάντα από τα τοκογλυφικά επιτόκια, τις μεγάλες δυσκολίες χρηματοδότησης και τις υπερβολικές εγγυήσεις που καταδυναστεύουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μας;),
(β) ορισμένα Supermarket επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους στον τραπεζικό τομέα (η Sainsbury’s προσφέρει ήδη λογαριασμούς όψεως με επιτόκια σταθερά υψηλότερα κατά 2% από τα βασικά της ΕΚΤ – η Tesco προγραμματίζει κέρδη ενός δις στερλινών μέσα σε 10 έτη, από την παροχή δικών της λογαριασμών όψεως, πιστωτικών καρτών, στεγαστικών & ενυπόθηκων δανείων στους πελάτες της – τι εμποδίζει τα ελληνικά Supermarket να κάνουν το ίδιο;),
εάν οι ελληνικές τράπεζες δεν αναδιαρθρωθούν και δεν αναθεωρήσουν τις «μεθόδους» τους το συντομότερο δυνατόν, το μέλλον τους θα είναι μάλλον απρόβλεπτο.
Αθήνα, 30. Οκτωβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
[email protected]
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου