Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Σύμφωνα με το φιλόσοφο Karl Popper, η πραγματικότητα χωρίζεται σε τρείς, διαφορετικούς αλλά παράλληλους, κόσμους:
α) Στον κόσμο νούμερο ένα, ο οποίος χαρακτηρίζεται σαν ο «υλικός» κόσμος της ύπαρξης. Ο κόσμος αυτός «κατοικείται» από αυτοκίνητα, ψυγεία, υπολογιστές και όλα τα υπόλοιπα που μπορεί κανείς να αποκτήσει με χρήματα.
β) Στον κόσμο νούμερο δύο, ο οποίος είναι ο κόσμος των εμπειριών και των συναισθημάτων μας. Μέσα στα πλαίσια αυτού του κόσμου γελάμε, θυμώνουμε, αγαπάμε, μισούμε, φοβόμαστε και ελπίζουμε.
γ) Στον κόσμο νούμερο τρία, στον κόσμο του πνεύματος, μέσα στον οποίο γράφονται βιβλία, ζωγραφίζονται πίνακες, σχεδιάζονται γέφυρες και εφευρίσκονται οι υπολογιστές. Στον ίδιο όμως αυτό κόσμο γίνονται κατανοητά τα κοινωνικά προβλήματα και επιλύονται με τη βοήθεια του νου. Είναι ο κόσμος του δυνατού, του εφικτού δηλαδή, ο οποίος διαφοροποιεί εντελώς τον άνθρωπο από όλα τα υπόλοιπα «πλάσματα» της δημιουργίας.
Όλοι οι παραπάνω «κόσμοι» είναι μεταξύ τους συνδεδεμένοι, ενώ ο άνθρωπος ευρίσκεται σε διαρκή κίνηση μεταξύ τους. Εάν δεν είχε εφευρεθεί το αεροπλάνο δεν θα μπορούσαμε να πετάμε, ενώ εάν δεν υπήρχαν αεροπορικά δυστυχήματα, δεν θα έψαχνε ο νους μας να βρει ένα καινούργιο, καλύτερο αεροπλάνο. Μέσω της διαρκούς κίνησης μας από τον ένα κόσμο στον άλλο δημιουργείται η πρόοδος, οπότε ο φιλόσοφος μιλάει για «εκπαιδευτικά ταξίδια, με στόχο την αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου».
Θεωρώντας λοιπόν ότι η σημερινή παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αποτελεί ένα ανάλογο με το παραπάνω δυστύχημα (την πτώση του αεροπλάνου), είμαστε υποχρεωμένοι να ψάξουμε να βρούμε όλες τις αιτίες που την προκάλεσαν, έτσι ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο, καλύτερο, ασφαλέστερο και δικαιότερο «σύστημα». Έτσι θα μετατρέπαμε το πρόβλημα σε ευκαιρία, ψάχνοντας όχι απλά για τη λύση του, αλλά για ένα καλύτερο μέλλον.
Χωρίς να χάσουμε χρόνο στις λεπτομέρειες, ο καθένας μας καταλαβαίνει αμέσως ότι οι κύριες αιτίες του «δυστυχήματος», αυτές δηλαδή που προκάλεσαν το «σφάλμα», πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην Οικονομία, όσο και στην Πολιτική. Πιθανότατα είναι αυτές ακριβώς που έχουν πάψει από κάποια χρόνια τώρα να κατοικούν στον τρίτο κόσμο – παραστατικά στο τελευταία πάτωμα του τριώροφου «κτιρίου της πραγματικότητας», το οποίο σπάνια πια επισκέπτονται. Η προσπάθεια εκ μέρους των δύο αυτών «κοινωνικών» επιστημών για την εύρεση ενός καλύτερου κόσμου φαίνεται να έχει ανασταλεί, με το υφιστάμενο, πολύπλοκο και αδιαφανές, σύστημα να αποτελεί πλέον μονόδρομο.
Όπως αποδεικνύεται από αυτά που έχουν αποκαλυφθεί μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τόσο στην Οικονομία, όσο και στην Πολιτική έχει επικρατήσει ολοσχερώς το marketing – δυστυχώς όχι στην αρχική του μορφή, την ενημερωτική, αλλά στην διαβρωμένη τελική του, την «χειραγωγική». Οικονομικά δηλαδή, φαίνεται καθαρά ότι επικεντρωθήκαμε στην ανακάλυψη, εξέλιξη και διάθεση περίτεχνων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, αφήνοντας κατά μέρος τις κουραστικές και αμφίβολες πραγματικές επενδύσεις, καθώς επίσης την ανακάλυψη καινούργιων μεθόδων, για την ορθολογική αύξηση της παραγωγικότητας. Από την άλλη πλευρά, «Πολιτικά» πάψαμε μάλλον να ασχολούμαστε με τα κουραστικά προγράμματα διακυβέρνησης και με την εξέλιξη των θεσμών, καλύπτοντας το κενό με το επαγγελματικό, το επικοινωνιακό δηλαδή «κυνήγι» της εξουσίας.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς, δικαιολογώντας τα παραπάνω, ότι έχουμε φθάσει σε ένα σημείο εξέλιξης που δεν επιτρέπει «γραμμική» βελτίωση, αλλά μόνο κυκλικές, «καλλωπιστικές» κινήσεις. Κατά την άποψη μας θα είχε απόλυτο δίκιο, εάν συνεχίσουμε να «επιμένουμε» στην αποσύνδεση της Πολιτικής από την Οικονομία, αφού η «γραμμική» εξέλιξη απαιτεί τη σύγχρονη ανάπτυξη και των δύο αυτών συνισταμένων της ανθρώπινης προόδου.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, έχουμε την άποψη ότι για να ξεφύγουμε, εμείς τουλάχιστον, από το «τέλμα» (από την ασταθή ανάπτυξη δηλαδή μέσω της διαρκούς αύξησης των χρεών μας, από τη διαφθορά, από τον αμοραλισμό και από την «υποτέλεια» στους εκάστοτε ισχυρούς), μας λείπει εν πρώτοις η διατύπωση της σωστής ερώτησης. Εάν δεν θέσουμε τη σωστή ερώτηση, είναι αδύνατον να καταλήξουμε στη σωστή απάντηση – πόσο μάλλον στη λύση. Επίσης, εάν δεν γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς είναι οι στόχοι μας, διατυπωμένοι με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, είναι αδύνατον να βρούμε ποτέ το δρόμο μας, όσο και αν προσπαθήσουμε.
Η απλή ερώτηση λοιπόν, για την οποία πρέπει να βρούμε άμεσα την απάντηση, είναι το πώς θα γίνει η Ελλάδα η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα της Ενωμένης Ευρώπης. Εάν καταφέρουμε να απαντήσουμε σωστά, είμαστε της άποψης ότι θα έχει ήδη λυθεί το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε – ανεξάρτητα από την παρούσα κρίση, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να μετατραπεί από τεράστιο κίνδυνο, σε πολύ μεγάλη ευκαιρία. Το ίδιο ερώτημα θα πρέπει να θέσουν τόσο οι άλλες χώρες, όσο και οι ενώσεις τους, με στόχο την ορθολογική παγκοσμιοποίηση, όταν και εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες – η συνολική πρόοδος δηλαδή, σαν συνισταμένη των «ατομικών».
Αναζητώντας εμείς την «πολιτική» απάντηση με τη βοήθεια της ιστορίας μας, πιθανολογούμε ότι η ακμή ενός λαού σαν τον δικό μας, θα μπορούσε να στηριχθεί στις τρείς παρακάτω προϋποθέσεις (η παρακμή, αντίστοιχα, στην παντελή έλλειψη τους):
α) Σε ένα σύνολο υγιών οικονομικών & πολιτικών θεσμών, οι οποίοι να καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορούμε να αναπτυχθούμε, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους. Το «σύστημα» δε που θα προκύπτει από αυτούς τους θεσμούς (μέσα στα γενικότερα πλαίσια του κοινωνικού καπιταλισμού), οφείλει να είναι απλό, γρήγορο, διαφανές και εύκολα κατανοητό από όλους τους πολίτες.
β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής». Για παράδειγμα, να μην εξελίσσεται εις βάρος των άλλων, να μην συμπεριφέρεται όπως δεν θέλει να του συμπεριφέρονται, να μην επιβουλεύεται την ελευθερία των άλλων, να μην επιθυμεί αυτά που ανήκουν στους άλλους – κατά το αρχέτυπο «συνειδησιακό σύνταγμα» των 10 εντολών και να μην στηρίζει το βιοτικό του επίπεδο στα χρέη, αλλά στην παραγωγικότητα,
γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος (όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο), καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει – να εκπαιδεύει δηλαδή τους κυβερνωμένους.
Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, τους Θεσμούς, πιστεύουμε ότι εξέλιξη μας σε μία πραγματική Δημοκρατία, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν «γνώμονα» πολιτικής σκέψης – ιδιαίτερα επειδή η μορφή του εκάστοτε πολιτεύματος διαμορφώνει και το χαρακτήρα των πολιτών. Σε γενικές γραμμές, η δημοκρατία αυτή οφείλει να έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
α) Σεβασμό της ατομικότητας, υπακοή στους νόμους, ανεκτικότητα και πλήρη «συμβατότητα» με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς – της πλήρως ανταγωνιστικής δηλαδή, χωρίς μονοπώλια και ολιγοπώλια, με θεμέλιο στήριγμα τη μικρομεσαία επιχείρηση.
Όπως γνωρίζουμε εμπειρικά, η δημοκρατία έχει την προοπτική να απελευθερώνει όλα τα αποθέματα ενέργειας ενός λαού, έχοντας σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας χώρας με πρωτοφανείς δυνατότητες. Το χαρακτηριστικό αυτό της Δημοκρατίας είναι σε πλήρη αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία «είναι υποχρεωμένα να επιβλέπουν τις αποκλεισμένες μάζες, υπονομεύοντας την πιθανή δύναμη τους».
β) Πλήρη έλεγχο των κυβερνόντων, σε σχέση με την τήρηση των προγραμμάτων τους, καθώς επίσης με τη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να εξασφαλίζεται από μία ανεξάρτητη Αρχή, υπό τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία όχι μόνο να ελέγχει, αλλά και να εποπτεύει το κυβερνών κόμμα, όσον αφορά τα νομοσχέδια, τους προϋπολογισμούς, τις προεκλογικές δεσμεύσεις κλπ. Τα μέλη της ανεξάρτητης αυτής Αρχής θα έπρεπε να διορίζονται με τυχαία κλήρωση μεταξύ αυτών που, έχοντας τις απαιτούμενες δεξιότητες και επιθυμώντας να συμμετέχουν στα κοινά, θα είχαν υποβάλει υποψηφιότητα.
γ) Αποδεκτή από όλους μέθοδο απονομής Δικαίου, χωρίς καμία εξαίρεση («ασυλία» των πολιτικών κλπ), όπου τουλάχιστον όσον αφορά τα κακουργήματα, σε επίπεδο Εφετείου, θα πρέπει να αποφασίζουν Ένορκοι και όχι Δικαστές. Επίσης θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο «παραδειγματισμός» και των δικαστών πρώτου και δεύτερου βαθμού, εφ όσον οι αποφάσεις τους «καταρρίπτονται» από τις επόμενες βαθμίδες (για παράδειγμα, εάν καταρριφθούν άνω των 10 αποφάσεων, να διακινδυνεύει τη θέση του ο υπεύθυνος δικαστής). Έτσι θα αποφεύγεται και εδώ το «ετεροβαρές ρίσκο», αυτό δηλαδή που ένα πρόσωπο αποφασίζει πόσο ρίσκο θα αναλάβει, ενώ κάποιο άλλο πρόσωπο πληρώνει το κόστος, όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν θετικά και καταλήξουν σε ζημίες.
Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη προϋπόθεση, τους «συνειδητούς πολίτες», διαπιστώνουμε αμέσως ότι δεν είναι οι πολιτικοί οι μοναδικοί ένοχοι για τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουμε αλλά, μαζί με αυτούς, και εμείς οι ίδιοι. Αναμφίβολα, λίγοι καταλαβαίνουμε τις αρχές της Δημοκρατίας, ενώ ακόμη πιο λίγοι προσπαθούμε να διαμορφώσουμε έναν χαρακτήρα, απόλυτα συνεπή με έναν τέτοιο «τρόπο ζωής». Διαφορετικά δεν θα περιμέναμε κάθε φορά από τα όποια πολιτικά κόμματα να μας προτείνουν ένα «πρόγραμμα διακυβέρνησης» που σχεδόν ποτέ δεν μελετάμε, αλλά θα συμμετείχαμε ενεργά στη δημιουργία του.
Εάν οι πολιτικοί δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλουμε και εάν εμείς δεν συμμετέχουμε στα κοινά, είναι αδύνατον να βρεθούν οι σωστές λύσεις. Όσο δεν εμπιστευόμαστε στο μέσο πολίτη (στον εαυτό μας δηλαδή) τη διαχείριση της δημόσιας ζωής, τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα, αφού θα καταφεύγουμε συνεχώς σε επαγγελματίες της πολιτικής, σε γραφειοκράτες και σε δήθεν ειδικούς, οι οποίοι θα αποσκοπούν μόνο στο δικό τους όφελος, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία μας να εμπιστευθούμε τους εαυτούς μας.
Τέλος, όσο επιτρέπουμε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να μας χειραγωγούν (αντί να μας διασκεδάζουν πολιτισμένα, να μας ενημερώνουν και να μας εκπαιδεύουν), αδυνατίζοντας τις υγιείς αντιστάσεις μας, κατατροπώνοντας τους «δημόσιους άνδρες» μας και υποδουλώνοντας μας, τόσο πιο επώδυνα θα γίνονται τα προβλήματα μας και τόσο πιο πολύ θα μειώνεται η αποδοτικότητα μας. Όλα τα πράγματα πρέπει να στηρίζονται σε κάποιες βάσεις, σε κάποια θεμέλια δηλαδή που δεν θα είναι εύκολο να «γκρεμιστούν» από κανέναν μας.
Η ανταγωνιστικότητα μας λοιπόν, η παραγωγικότητα και η δυναμικότητα μας, είναι αδύνατον ποτέ να αναπτυχθούν, εάν προηγουμένως δεν τοποθετηθούν τα απαιτούμενα θεμέλια. Τα συμφέροντα μας, υπό υγιείς βέβαια προϋποθέσεις, είναι απολύτως συνυφασμένα με τα συμφέροντα της χώρας μας, ενώ δεν μπορούμε να είμαστε ασφαλείς, επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι, παρά μόνο εάν προηγηθεί η χώρα μας.
Ειδικά δε ο μέσος άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με το «χαρισματικό», μπορεί να μεγαλουργήσει μόνο μέσω του μεγαλείου της χώρας του. «Όμως, μόνο μέσα σε μία δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα».
Όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, την υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία είναι η πλέον σημαντική, αφού μπορεί να αντισταθμίσει τις ενδεχόμενες αδυναμίες των άλλων δύο, έχουμε την άποψη ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς εκείνον τον ηγέτη που να μπορεί πραγματικά να πείθει, χωρίς να διατάζει, καθώς επίσης να προσελκύει δίπλα του (αφιλοκερδώς) τους ικανότερους των συμπολιτών του. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε τόσες ανασφάλειες και τόσα συμπλέγματα που μόνο κάτω από κάποιας μορφής «απολυταρχικό» χαρακτήρα μπορούμε να λειτουργήσουμε. Εκτός αυτού, για να μπορεί κανείς να πείσει, θα πρέπει να προηγηθεί η δική του πίστη στις ικανότητες του και στην ορθότητα των απόψεων του – κάτι που στην πράξη είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Το χάρισμα όμως να διδάσκει ο ηγέτης τους ελεύθερους πολίτες της χώρας του (το εγγενές παράδοξο στη δημοκρατία είναι ότι οφείλει να δημιουργεί πολίτες ελεύθερους, αυτόνομους και αυτάρκεις, εξαρτώμενη παράλληλα από αυτούς), να τους εκπαιδεύει δηλαδή, έχοντας τις ικανότητες που απαιτεί αυτός ο ρόλος, είναι πολύ πιο δύσκολο να υπάρξει από το προηγούμενο.
Όμως, μόνο εάν ο ηγέτης διαθέτει αυτά τα χαρίσματα, έχοντας την επί πλέον ικανότητα να μπορεί να ανταπεξέρχεται με τον κίνδυνο της αστάθειας του πραγματικά δημοκρατικού πολιτεύματος, μπορεί να απελευθερώσει τις κρυμμένες δυνάμεις όλων των πολιτών του, οι οποίοι τότε θα συμμετέχουν εθελοντικά σε μία κοινή προσπάθεια, με στόχο να γίνει το κράτος τους η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα του κόσμου.
Συμπερασματικά λοιπόν, είναι απαραίτητη η αναβίωση της συνεχούς πολιτικής αναζήτησης του καλύτερου κάθε φορά δρόμου και του ικανότερου ηγέτη, με στόχο τη ριζική επίλυση των προβλημάτων μας. Εάν καταφέρουμε να εξελίξουμε ορθολογικά το Πολιτικό μας σύστημα, καθώς επίσης να επικεντρωθούμε σε εκείνους τους τομείς της Οικονομίας που μπορούμε πραγματικά να αποδώσουμε, πολλαπλασιάζοντας το ΑΕΠ μας παραγωγικά και όχι καταναλωτικά, τότε πραγματικά θα μεγαλουργήσουμε. Πολύ περισσότερο, αφού θα πάψουμε φυσικά να προτείνουμε «τετριμμένα» την επιβολή νέων φόρων, την εξάλειψη της φοροδιαφυγής (μοναδική εξαίρεση η φοροαποφυγή των πολυεθνικών) και τη μείωση των κρατικών δαπανών αφού, αυξανομένου του ΑΕΠ, θα αυξανόταν αυτόματα και η φορολογική βάση (κατ’ επέκταση, οι φόροι σε απόλυτο μέγεθος)
Οι πολίτες φορολογούνται παραπάνω από το κανονικό, συγκριτικά με άλλες χώρες (διαπίστωση του ΟΟΣΑ) ενώ, εάν προσθέσουμε στο 22% των φόρων επί του ΑΕΠ που ήδη εισπράττονται τους «έμμεσους» τρόπον τινά φόρους (φροντιστήρια, ιατρική περίθαλψη κλπ), θα υπερβούμε κατά πολύ αυτά που μπορούν πραγματικά να αποδοθούν στο δημόσιο – εκτός του ότι η δυσανάλογη αύξηση της φορολογίας προκαλεί αφ ενός μεν ύφεση, αφ ετέρου εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Όσον αφορά τώρα την εξάλειψη της φοροδιαφυγής, μόνο «στατιστική» πρόοδος μπορεί να καταγραφεί, με βάση την υφιστάμενη εμπειρία, εάν δεν αυξηθούν υπερβολικά (και ασύμφορα) οι δαπάνες «δίωξης». Η μείωση της φοροδιαφυγής άλλωστε των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι ευθέως ανάλογη της αύξησης της κερδοφορίας τους και επομένως, όταν ευημερούν, περιορίζεται αυτόματα η όποια φοροδιαφυγή τους, χωρίς ιδιαίτερες προσπάθειες από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς των κρατών.
Τέλος, η μείωση των κρατικών δαπανών θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί, με τη βοήθεια της ανεξάρτητης ελεγκτικής/εποπτικής Αρχής υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που προτείναμε – ξανά όμως «στατιστικά» και σε βάθος χρόνου.
Περαιτέρω, οι κύριοι τομείς της Οικονομίας που μπορούμε να αναπτυχθούμε, αυξάνοντας το ΑΕΠ μας, υπό τις σωστές προϋποθέσεις φυσικά, είναι ο Τουρισμός, η Ναυτιλία (οι μεταφορές γενικότερα), η Γεωργία, οι Κατασκευές, η Τεχνολογία και τα Χρηματοοικονομικά.
Σε αντίθεση με τις ήδη ανεπτυγμένες χώρες αντιστοίχου σχεδόν μεγέθους, όπως η Ολλανδία, οι προϋποθέσεις ανάπτυξης του ΑΕΠ μας είναι εξαιρετικά μεγάλες. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι οι ολλανδικές εξαγωγές είναι 430,4 δις € (69,6% επί ενός ΑΕΠ ύψους 618,36 δις €), ενώ οι δικές μας μόλις 17,2 δις € (7,2% επί ενός ΑΕΠ ύψους 241,8 δις €) – πάνω από 25 φορές χαμηλότερες δηλαδή, όταν έχουμε 2,56 φορές λιγότερο ΑΕΠ!
Σε γενικές γραμμές, ο Τουρισμός μας απαιτεί ορθολογισμό (για παράδειγμα την επέκταση στις χειμερινές διακοπές, στις παροχές υπηρεσιών υγείας & ομορφιάς κ.α.), ενώ προϋποθέτει την ποιοτική ανάπτυξη της μαζικής εστίασης, καθώς επίσης την ίδρυση ταξιδιωτικών πρακτορείων στο εξωτερικό. Η Ναυτιλία μας απαιτεί τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα μπορούσαν πραγματικά να προσελκύσουν το σύνολο των εφοπλιστών μας να εγκατασταθούν «φορολογικά» στη χώρα μας. Οι μεταφορές ευρύτερα οφείλουν να οργανωθούν καλύτερα και να ολοκληρώσουν τη ναυτιλία (λιμάνια κλπ) – την «κάθετη» σύνδεση της δηλαδή με τους χερσαίους προορισμούς.
Η Γεωργία μας πρέπει να επικεντρωθεί στα βιολογικά προϊόντα (καθόλου στα «υβριδικά») και στα τρόφιμα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης να εξασφαλίσει μεθοδικά τα σωστά κανάλια διανομής, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Οι Κατασκευές μας οφείλουν να επεκταθούν περισσότερο στην Α. Ευρώπη, αφού διαθέτουν πλέον πολύτιμο Know How από τα μεγάλα έργα υποδομής που έχουν εκτελέσει στην Ελλάδα.
Οι δυνατότητες μας στην Τεχνολογία (Software, διαδίκτυο κλπ) είναι αυξημένες, επειδή απαιτείται δημιουργικότητα σε συνθήκες ελευθερίας – πράγματα που διαθέτουμε εμείς, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αρκετές άλλες χώρες. Τέλος, ο Χρηματοπιστωτικός τομέας μας (τράπεζες, επενδυτικές, χρηματιστήριο κλπ) είναι αρκετά ανεπτυγμένος και θα μπορούσε να εξασφαλίσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, εάν προσήλκυε (ή εκπαίδευε μεθοδικά) ικανά στελέχη, έτσι ώστε να αξιολογεί σωστά τόσο τους κινδύνους, όσο και τις ευκαιρίες, μακριά από την «τοκογλυφική» αντιμετώπιση των αγορών.
Ίσως λοιπόν να έχει έλθει ο καιρός που πρέπει να πάψουμε να περιμένουμε τα πάντα από τους πολιτικούς και τα κόμματα. Ίσως να πρέπει εμείς, αντιστρέφοντας τους όρους, να θέσουμε νέους προβληματισμούς και να αναζητήσουμε ενεργητικά τους ηγέτες που θα εφαρμόσουν τις νέες λύσεις.
Οδηγός μας οφείλει να είναι το κοινό συμφέρον, καθώς επίσης η πρόθεση μας να γίνουμε «πάση θυσία» η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα της ΕΕ., με τη βοήθεια της απελευθέρωσης των τεράστιων αποθεμάτων ενέργειας όχι μόνο των 5 εκ. εργαζομένων μας, αλλά ολόκληρου του Έθνους μας.
Βασίλης Βιλιάρδος (30.05.09)
[email protected]
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου