σσΟ: Τόσες δεκαετίες μετά οι ζωντανοί ξέχασαν και έμεινε να μιλούν μόνο οι νεκροί…
–«Πρόσεξες ότι όλα τα κρανία έχουν μια τρύπα;», με ρώτησε.
–«Ναι, το πρόσεξα και ρώτησα γι’ αυτό. Είναι μάλλον από σφαίρα μου είπαν και σχεδόν όλοι όσοι έχουν περάσει από εδώ έχουν την ίδια τρύπα στην κεφαλή», του απάντησα. –«Έχει και ένα παιδί, έφηβος μάλλον», μου είπε και προχώρησε συνεχίζοντας να βγάζει φωτογραφίες.
•Είναι συγκλονιστικό, αλλά είναι η αλήθεια
ΕΙΔΑΜΕκομμάτι-κομμάτι τα συντρίμμια της τραγωδίας μας. Αυτό μόνο μπορούσαμε να πούμε όταν ακολουθήσαμε βήμα με βήμα τις ομάδες που ασχολούνται με τις έρευνες για εντοπισμό των αγνοουμένων μας.
Ο «Φ» βίωσε μαζί τους και στις ελεύθερες και στις κατεχόμενες περιοχές τον αγώνα των συνεργείων εκσκαφών και στη συνέχεια ακολούθησε τους επιστήμονες στο εργαστήριο όπου γίνεται η ταυτοποίηση των οστών. Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Οι επιστήμονες εξομολογούνται ότι «ξεθάβουν οστά και μαζί την ιστορία και τον πόνο…».
>Συγκλονιστική επίσκεψη στο ανθρωπολογικό εργαστήριο όπου γίνονται οι ταυτοποιήσεις για τους αγνοουμένους
Της Μαριλένας Παναγή
Ηυπόθεση των αγνοουμένων είναι η πλέον τραγική στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου. Μια υπόθεση με πολλές πτυχές, όλες όμως προκαλούν απίστευτο πόνο και σχηματίζουν ένα τεράστιο δράμα. Ακόμη και σήμερα που το έργο του ανθρωπολογικού εργαστηρίου της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους λύνει αργά-αργά, κομματάκι-κομματάκι το μυστήριο του δράματος, ο πόνος που προκαλείται είναι εξίσου μεγάλος, ίσως και μεγαλύτερος. Ο πόνος που προκαλεί στους συγγενείς η ενημέρωση για την ανεύρεση των αγνοούμενων ανθρώπων τους, είναι μεγαλύτερος από αυτόν που τόσα χρόνια προκαλούσε η άγνοια και η αγωνία, γιατί υπήρχε στο βάθος μια αμυδρή ελπίδα.Το έργο αυτών των ανθρώπων που εργάζονται στο ανθρωπολογικό εργαστήριο είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι και ανεκτίμητο. Πώς λειτουργούν, πού σκάβουν, πώς πείθουν πονεμένους ανθρώπους να συνεργαστούν, πώς ξεπερνούν προβλήματα που δημιουργήθηκαν και ρίζωσαν από την πάροδο δεκαετιών, ποια συναισθήματα τους διακατέχουν τους ίδιους την ώρα που σκάβουν για να φέρουν στο φως τεκμήρια της πονεμένης ιστορίας αυτού του τόπου; Όλα αυτά τα ερωτήματα θέλησε ο «Φ» να απαντήσει και γι’ αυτό επισκέφθηκε τόσο το ανθρωπολογικό εργαστήριο της ΔΕΑ όσο και επί τόπου εκσκαφές τόσο στις ελεύθερες όσο και στις κατεχόμενες περιοχές.
Το πρωί της Τετάρτης 16 Σεπτεμβρίου με βρήκε προβληματισμένη. Η αγωνία μου ήταν τεράστια, καθώς επρόκειτο να ασχοληθώ με ψυχές ανθρώπων. Ανθρώπων τα ίχνη των οποίων χάθηκαν πριν από 35 χρόνια και ανθρώπων που συνεχίζουν ακόμη να τους περιμένουν με την ίδια αγωνία και τον ίδιο πόνο.
Περίμενα το συνάδελφο φωτογράφο Ανδρέα Μανώλη για να πάμε μαζί στο ανθρωπολογικό εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους. Εκεί όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ξεθάβουν την Ιστορία αναζητώντας η κάθε πλευρά τα κομμάτια του δικού της δράματος. Ρώτησα τον Ανδρέα Μανώλη αν είναι σίγουρος ότι μπορεί να πάμε μαζί σ’ αυτό το ρεπορτάζ, γιατί ήξερα ότι έχει αδελφό αγνοούμενο.
–«Είσαι καλά; Σίγουρα θέλω να πάμε. Εξάλλου ξαναπήγα πολλές φορές, αφού ασχολούμαι με το θέμα συχνά», μου απάντησε διαλύοντας κάθε ενδοιασμό και προϊδεάζοντάς με αμέσως για τον πόθο με τον οποίο ο κάθε συγγενής αγνοούμενου προσεγγίζει το συγκεκριμένο θέμα.
Ο Κριστόφ Ζιρόντ
«Παίρνουμε τα οστά, τα καθαρίζουν οι επιστήμονες, σχηματίζεται ο σκελετός και προχωρούμε στις αναλύσεις για να κάνουμε την ταυτοποίηση». Ψυχρή περιγραφή μιας τυπικής διαδικασίας. Έτσι μου την περιέγραψε ο κ. Κριστόφ Ζιρόντ, (τρίτο μέλος της ΔΕΑ) όταν το συναντήσαμε στο εργαστήριο.
Η πόρτα άνοιξε και περάσαμε σε μια μεγάλη αίθουσα που μου θύμισε ένα από εκείνα τα μουσεία όπου βλέπεις ανθρώπινους σκελετούς μέσα σε βιτρίνες, με τα υπάρχοντα του νεκρού δίπλα και την μικρή ταμπελίτσα που γράφει την εποχή που έζησε εκείνο το άγνωστο ον.
–«Εδώ έρχονται τα οστά που εντοπίζουν τα συνεργεία στους χώρους εκσκαφής. Τώρα εδώ έχουμε οστά από μια εκσκαφή στα κατεχόμενα. Είναι ένας ομαδικός τάφος Ελληνοκυπρίων. Είναι συνολικά 40 άτομα όπως βλέπετε»… είπε η επιστήμονας Πόπη Χρυσοστόμου και από εκείνη τη στιγμή και μετά, το μυαλό μου με εγκατέλειψε. Λες και κάποιος να αφαίρεσε τη μεμβράνη που ως επαγγελματίας είχα τοποθετήσει στα μάτια μου και δεν τα άφηνε να δουν την αληθινή εικόνα του χώρου. Ξαφνικά αντίκρυσα την αλήθεια κατάματα. Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν 40 σκελετοί νεκρών ανθρώπων, οι οποίοι βάσει της ηλικίας τους θα μπορούσαν να είναι γονείς ή αδέλφια μου. Το σοκ ήταν μεγάλο και ενεργώντας αμήχανα διέκοψα άτσαλα την Ελληνοκύπρια επιστήμονα και έδωσα το λόγο στην Τουρκοκύπρια συνάδελφό της. Για κάποιες στιγμές μόνο σωματικά ήμουν μαζί τους. Όταν μπόρεσα να επανέλθω από το σοκ είδα στο βάθος της αίθουσας το συνάδελφο να κοιτάζει έναν από τους σκελετούς. Έμοιαζε λες και κάτι προσπαθούσε να του πει. Μετά κινήθηκε στο διπλανό πάγκο όπου βρισκόταν ένας άλλος σκελετός και μου φάνηκε ότι και σε εκείνον κάτι είπε. Τότε θυμήθηκα την πρωινή μας συνομιλία και προσγειώθηκα. Η σκέψη που είχα κάνει ότι «κάποιος από αυτούς μπορούσε να ήταν γονιός ή αδελφός μου», για τον Ανδρέα αποτελούσε πραγματικότητα. Κάποιος από εκείνους τους ανθρώπους θα μπορούσε όντως να είναι ο αδελφός του ο οποίος αγνοείται από το μαύρο καλοκαίρι του 1974.
Τυχαία τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του και διαπίστωσα ότι ο Ανδρέας σε αντίθεση με εμένα που μάλλον είχα τρομάξει, έβλεπε εκείνους τους σκελετούς κάποιων νεκρών με αγάπη. Λες και θεωρούσε ότι ο κάθε ένας από αυτούς ήταν ο αδελφός του και του σιγοψιθύριζε για να τον αναγνωρίσει. Δεν είχε βουρκώσει, ούτε ήταν θυμωμένος, τα μάτια του ήταν ήρεμα όπως ποτέ δεν τα είχα δει. Τότε και μόνο τότε κατάφερα να συνεφέρω πλήρως τον εαυτό μου. Κατάλαβα ότι το σοκ που είχα υποστεί εγώ δεν μπορούσε να φθάσει ούτε στο μισό του χιλιοστού αυτού που ο συνάδελφος ζούσε. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ όσο περισσότερο μπορούσα και συνέχισα τη συζήτηση του θέματος με την κ. Χρυσοστόμου.
–«Μόλις έρθουν τα οστά από τις εκσκαφές εμείς προσπαθούμε να κάνουμε μια συντήρηση διότι όπως βλέπετε πολλά οστά είναι σπασμένα. Στη συνέχεια προσπαθούμε να τα ομαδοποιήσουμε και εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, κόβουμε ένα μέρος του οστού και το στέλνουμε για προκαταρκτικά αποτελέσματα. Ακολούθως, ελέγχουμε αν όντως ανήκουν στο ίδιο άτομο. Όταν σιγουρευτούμε, προχωρούμε στην τελική ανάλυση όπου καταγράφεται η ηλικία, το φύλο, οι παθήσεις και ενδεχόμενα τραύματα εν ζωή, τα περιθανάτια τραύματα κ.λπ. Μετά ελέγχουμε τα προθανάτια στοιχεία που έχουμε και βλέπουμε πόσο συνάδουν με τα σκελετικά ευρήματα. Εάν δεν υπάρχει κάποια διαφορά προχωρούμε στην ταυτοποίηση».
Όλα τα κρανία έχουν μία τρύπα από σφαίρα
Ο ΠΟΝΟΣείναι πάντα ο ίδιος και δεν διαφέρει μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, «οι οικογένειες των συγγενών αντιδρούν όπως αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι που πονούν» λέει στη συνέχεια η Τουρκοκύπρια επιστήμονας του εργαστηρίου και πρόσθεσε πως, «όση ώρα εργαζόμαστε με τα οστά αντιμετωπίζουμε επαγγελματικά το ζήτημα. Όταν όμως έρθει η στιγμή που θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τους συγγενείς των νεκρών τότε τα συναισθήματά μας είναι πολύ έντονα. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους εξηγήσουμε τη διαδικασία για να μπορέσουν να κατανοήσουν πώς φθάσαμε στους δικούς τους».
Το ίδιο μου είχε πει και ο κ. Ζιρόντ, τονίζοντας πως «το μόνο που διαφέρει είναι ότι λόγω θρησκείας οι Τουρκοκύπριοι κάνουν αμέσως την κηδεία, ενώ οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να καθυστερήσουν».
Όση ώρα συνομιλούσα με τις δύο επιστήμονες, ο συνάδελφος συνέχιζε να περιεργάζεται τους νεκρούς. Όταν με είδε να προχωρώ προς την έξοδο ήρθε κοντά μου.
–«Πρόσεξες ότι όλα τα κρανία έχουν μια τρύπα;», με ρώτησε.
–«Ναι, το πρόσεξα και ρώτησα γι’ αυτό. Είναι μάλλον από σφαίρα μου είπαν και σχεδόν όλοι όσοι έχουν περάσει από εδώ έχουν την ίδια τρύπα στην κεφαλή», του απάντησα. –«Έχει και ένα παιδί, έφηβος μάλλον», μου είπε και προχώρησε συνεχίζοντας να βγάζει φωτογραφίες.
Τον Ανδρέα το γνωρίζω πολλά χρόνια. Συνήθως εκπέμπει τη σπιρτάδα του λαγωνικού που ψάχνει να εντοπίσει την καλύτερη φωτογραφία. Εκείνη την ημέρα, είδα έναν άλλο άνθρωπο. Οι κουβέντες του ήταν πολύ μετρημένες.
«Τα οστά μάς μιλούν»
«Από τη στιγμή που θα αρχίσουμε να κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ των σκελετικών ευρημάτων και των προθανάτιων γεγονότων τα οστά παίρνουν όνομα, γίνονται ένας άνθρωπος του οποίου την ιστορία αρχίζουμε να συμπληρώνουμε κομμάτι-κομμάτι. Εάν ο άνθρωπος αυτός είχε σπάσει το χέρι του εν ζωή, τα οστά μας το δείχνουν, εάν πέρασε από κάποια ασθένεια και πάλι μπορούμε να το εντοπίσουμε. Αυτά τα οστά μάς μιλούν», ανέφερε η υπεύθυνη του ανθρωπολογικού εργαστηρίου, η οποία από την αρχή της συνομιλίας μας, κατάλαβα ότι νιώθει στο πετσί της αυτό που κάνει. Μάλιστα όπως μου είπε, αν και δεν είναι υποχρεωμένη, νιώθει την ανάγκη να παρευρίσκεται σε όλες τις κηδείες γιατί «εκεί κλείνει ο κύκλος».
«Σκάβουμε κάθε εκατοστό της γης»
Μάχη κάτω από τα μπάζα και τα σκουπίδια στους «βοτανικούς κήπους» της Κερύνειας Εκεί που σβήνει και η τελευταία ελπίδα
Μια εβδομάδα αργότερα και ενώ ετοιμαζόμασταν να μεταβούμε σε δεύτερο χώρο εκσκαφών, αυτή τη φορά στα κατεχόμενα, συνέχιζα να σκέφτομαι εκείνους τους νεκρούς που ψάχνουν να βρουν τη λύτρωση.
Το ραντεβού με τον κ. Εγκόροβ ήταν για τις 8 το πρωί και αφού περάσαμε το οδόφραγμα, κατευθυνθήκαμε προς τους «βοτανικούς κήπους» στην Κερύνεια.
Στην περιοχή εκείνη, το δικοινοτικό συνεργείο εκτός από τα οστά Ελληνοκυπρίων στρατιωτών, εντόπισε κάτω από μπάζα, παλιοσιδερικά, σκουπίδια και εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, τα ερείπια του προαυλίου ενός μικρού ανακτόρου στο οποίο κάποτε ζούσε κάποιος Βρετανός λόρδος, ο τάφος του οποίου επίσης βρίσκεται στην όχθη του ποταμού που περνούσε κάποτε από εκεί.
Το συνεργείο αυτή τη φορά αποτελείτο από δύο αρχαιολόγους, μια Ελληνοκύπρια και έναν Τουρκοκύπριο. Οι δύο αυτοί νέοι εργάζονται στην ίδια περιοχή τον τελευταίο χρόνο, όμως οι συνάδελφοί τους είχαν εντοπίσει εκεί, πριν από δύο χρόνια, έναν ομαδικό τάφο με τα οστά 38 ανθρώπων. Οι πληροφορίες όμως, όπως μας ανέφεραν, κάνουν λόγο για περισσότερους ανθρώπους που τάφηκαν όπως όπως στην όχθη του ποταμού, για αυτό και συνεχίζουν το ψάξιμο.
– «Όλη αυτή η έκταση ήταν καλυμμένη με μπάζα, σκουπίδια, παλιά αυτοκίνητα», λέει η Αγγέλα Ιωάννου, ενώ ο Τουρκοκύπριος συνάδελφός της Χαζάρ Καμπάρ προσθέτει χαριτολογώντας:
– «Όλα τα σκουπίδια της Κερύνειας ήταν πεταγμένα εδώ με αποτέλεσμα ακόμα και τα δέντρα να είχαν καλυφτεί κάτω από αυτά».
Τα καθάρισαν σιγά-σιγά όλα και πλέον τα πεύκα άρχισαν να αναπνέουν και να αναπτύσσονται, ενώ οι εκσκαφείς έφεραν στο φως και τα ερείπια του παλιού αρχοντικού. Αυτή τη στιγμή όμως, αντιμετωπίζουν άλλο πρόβλημα:
– «Κανένας δεν θυμάται να μας πει πού κατέληγε αυτός ο ποταμός ή αν τα ερείπια του προαυλίου του αρχοντικού βρίσκονταν στην επιφάνεια το 1974». Ωστόσο, συνεχίζουν να ψάχνουν καθαρίζοντας τα πάντα και διερευνώντας κάθε εκατοστό της γης. – «Ελπίζουμε ότι θα βρούμε εδώ κάποιους αγνοουμένους. Άλλωστε αυτό περιμένουν από εμάς οι οικογένειές τους. Είτε ψάχνουμε εδώ είτε από την άλλη πλευρά (ελεύθερες περιοχές), ξέρουμε ότι κάποιες οικογένειες περιμένουν να τους δώσουμε νέα», λέει ο Χαζάρ, ο οποίος αν και πολύ νεαρός, στα 24 του, δηλώνει ότι θα συνεχίζει να ψάχνει, «μέχρι να βρεθεί και ο τελευταίος άνθρωπος που αγνοείται». Οι δύο αρχαιολόγοι έπιασαν δουλειά καθοδηγώντας τον οδηγό του εκσκαφέα, αφού στόχος τους ήταν να απομακρύνουν τα βουνά από τα μπάζα που ακόμα σκεπάζουν μέρος της περιοχής. Περπάτησα μαζί τους κατά μήκος του παλιού τοίχου του «Λόρδου» και αναπόφευκτα έκανα τη σκέψη ότι το συγκεκριμένο ποτάμι συνδέει δύο διαφορετικές εποχές της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Ο Βρετανός ευγενής είχε κτίσει δεξαμενές για να μαζεύει το νερό, σβήνοντας ενδεχομένως το ποτάμι. Το καλοκαίρι του ’74 κάποιοι άνθρωποι κατέληξαν νεκροί πάνω από τα ερείπια του «Λόρδου» και το πέρασμα του χρόνου έσβησε κάθε ίχνος τους. Τώρα, στη συγκεκριμένη περιοχή, το δικοινοτικό συνεργείο στην κυριολεξία «ξεθάβει την Ιστορία» για να σβήσει ή έστω να απαλύνει τον πόνο των συγγενών των αγνοουμένων.
Με αυτές τις σκέψεις, μπήκα στο αυτοκίνητο και ο κ. Εγκόροβ μας οδήγησε μέχρι το οδόφραγμα. Το ρεπορτάζ ολοκληρώθηκε, όμως τα συνεργεία συνεχίζουν να οργώνουν την Κύπρο για να φθάσουν στο στόχο τους.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΝΑΓΗ
ΑΥΤΟτο ρεπορτάζ μάλλον ξέθαψε από μέσα μου όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. Συγκίνηση, οργή, ανακούφιση γιατί κάποιοι άνθρωποι λυτρώνονται, σύγχυση για την κατάσταση στην οποία ζούμε. Η συνομιλία ωστόσο που είχα με το συνάδελφο Ανδρέα Μανώλη πριν από μερικά βράδια, μάλλον αποδίδει την πραγματική αλήθεια για αυτό το «έτσι πρέπει» που μπήκε στη ζωή μας και ίσως και να μας γαληνεύει κατά βάθος.
Χτύπησε το κινητό μου λοιπόν:
– «Βλέπω τις φωτογραφίες και είπα να ρωτήσω πώς σκέφτεσαι να στήσεις το ρεπορτάζ για να διαλέξω ανάλογα. Από το εργαστήριο, από τις εκσκαφές και από το χώρο που μας έδειξε ο κ. Ζιρόντ ότι πάνε οι συγγενείς και βλέπουν τους δικούς τους».
Η επόμενη φράση του όμως ήταν εκείνη που με έκανε να ανατριχιάσω:
– «Κατάλαβες για ποιο χώρο μιλώ; Εκεί που υπήρχαν τα οστά δύο ανθρώπων, εκεί που είναι η «Ιθάκη» των συγγενών των αγνοουμένων και από τις δύο πλευρές, εκεί που τελειώνει η αγωνία τους, εκεί που και η τελευταία ελπίδα τους σβήνει σε εκείνα τα οστά».
Το μόνο που κατάφερα να απαντήσω ήταν: «Έχεις δίκιο Ανδρέα μου, το είχα ξεχάσει». Ένιωθα πολύ «μικρή» για να συνεχίσω τη συζήτηση. Του υπενθύμισα ότι είχαμε ραντεβού την Τετάρτη στις 8 το πρωί και έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο.
Πλέον το πηδάλιο σε αυτό το ρεπορτάζ δεν το κρατούσα εγώ. Ο Ανδρέας δεν ξέρει απλώς το δράμα των αγνοουμένων, επειδή διάβασε για το θέμα όπως εγώ. Ο Ανδρέας είναι το θέμα και εγώ είμαι μάλλον ανήμπορη να τον ακολουθήσω.
Το μάθημα που μου έδωσε, δεν τελειώνει εδώ. Κατά την επιστροφή μας από τα κατεχόμενα, με κοίταξε και μου είπε:
– «Σε ευχαριστώ που μου έδωσες αυτή την ευκαιρία».
Ήξερα ότι δεν μου μιλούσε ο φωτορεπόρτερ, αλλά ο αδελφός ενός αγνοουμένου, ο οποίος πνίγοντας τη δική του οργή συνέχισε:
– «Έκαμα ένα φίλο Τουρκοκύπριο σήμερα. ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ» και κούνησε με νόημα το κεφάλι του.
Όσο για εμένα; Δεν μπορώ να εξομοιώσω μια σφαίρα στο κεφάλι ενός ανήλικου παιδιού με το θάνατο οποιουδήποτε ενήλικα. Ωστόσο, μέσα μου ρωτώ και ξαναρωτώ τον εαυτό μου. Μήπως τελικά όντως έτσι πρέπει;
ΕΚΣΚΑΦΕΣ ΣΕ 290 ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Από το 2006 μέχρι σήμερα τα συνεργεία της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους διενήργησαν εκσκαφές σε 290 διαφορετικές περιοχές. Στις 159 από αυτές δεν εντοπίστηκαν οστά.
Συνολικά μέχρι σήμερα έχουν εκταφεί 562 άτομα εκ των οποίων 345 πέρασαν ή βρίσκονται υπό διερεύνηση από το ανθρωπολογικό εργαστήριο. 1235 δείγματα στάληκαν για επιστημονικές αναλύσεις στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου και μέχρι τώρα έχουν διεκπεραιωθεί οι 1008 από αυτές. Ταυτοποιήθηκαν 172 νεκροί και «επιστράφηκαν» στις οικογένειές τους, από τους οποίους 128 είναι Ελληνοκύπριοι και 44 Τουρκοκύπριοι. Συνολικά η ΔΕΑ προσπαθεί να εντοπίσει 1464 Ελληνοκύπριους και 502 Τουρκοκύπριους αγνοουμένους.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Ινφογνώμων
–«Ναι, το πρόσεξα και ρώτησα γι’ αυτό. Είναι μάλλον από σφαίρα μου είπαν και σχεδόν όλοι όσοι έχουν περάσει από εδώ έχουν την ίδια τρύπα στην κεφαλή», του απάντησα. –«Έχει και ένα παιδί, έφηβος μάλλον», μου είπε και προχώρησε συνεχίζοντας να βγάζει φωτογραφίες.
•Είναι συγκλονιστικό, αλλά είναι η αλήθεια
ΕΙΔΑΜΕκομμάτι-κομμάτι τα συντρίμμια της τραγωδίας μας. Αυτό μόνο μπορούσαμε να πούμε όταν ακολουθήσαμε βήμα με βήμα τις ομάδες που ασχολούνται με τις έρευνες για εντοπισμό των αγνοουμένων μας.
Ο «Φ» βίωσε μαζί τους και στις ελεύθερες και στις κατεχόμενες περιοχές τον αγώνα των συνεργείων εκσκαφών και στη συνέχεια ακολούθησε τους επιστήμονες στο εργαστήριο όπου γίνεται η ταυτοποίηση των οστών. Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Οι επιστήμονες εξομολογούνται ότι «ξεθάβουν οστά και μαζί την ιστορία και τον πόνο…».
>Συγκλονιστική επίσκεψη στο ανθρωπολογικό εργαστήριο όπου γίνονται οι ταυτοποιήσεις για τους αγνοουμένους
Της Μαριλένας Παναγή
Ηυπόθεση των αγνοουμένων είναι η πλέον τραγική στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου. Μια υπόθεση με πολλές πτυχές, όλες όμως προκαλούν απίστευτο πόνο και σχηματίζουν ένα τεράστιο δράμα. Ακόμη και σήμερα που το έργο του ανθρωπολογικού εργαστηρίου της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους λύνει αργά-αργά, κομματάκι-κομματάκι το μυστήριο του δράματος, ο πόνος που προκαλείται είναι εξίσου μεγάλος, ίσως και μεγαλύτερος. Ο πόνος που προκαλεί στους συγγενείς η ενημέρωση για την ανεύρεση των αγνοούμενων ανθρώπων τους, είναι μεγαλύτερος από αυτόν που τόσα χρόνια προκαλούσε η άγνοια και η αγωνία, γιατί υπήρχε στο βάθος μια αμυδρή ελπίδα.Το έργο αυτών των ανθρώπων που εργάζονται στο ανθρωπολογικό εργαστήριο είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι και ανεκτίμητο. Πώς λειτουργούν, πού σκάβουν, πώς πείθουν πονεμένους ανθρώπους να συνεργαστούν, πώς ξεπερνούν προβλήματα που δημιουργήθηκαν και ρίζωσαν από την πάροδο δεκαετιών, ποια συναισθήματα τους διακατέχουν τους ίδιους την ώρα που σκάβουν για να φέρουν στο φως τεκμήρια της πονεμένης ιστορίας αυτού του τόπου; Όλα αυτά τα ερωτήματα θέλησε ο «Φ» να απαντήσει και γι’ αυτό επισκέφθηκε τόσο το ανθρωπολογικό εργαστήριο της ΔΕΑ όσο και επί τόπου εκσκαφές τόσο στις ελεύθερες όσο και στις κατεχόμενες περιοχές.
Το πρωί της Τετάρτης 16 Σεπτεμβρίου με βρήκε προβληματισμένη. Η αγωνία μου ήταν τεράστια, καθώς επρόκειτο να ασχοληθώ με ψυχές ανθρώπων. Ανθρώπων τα ίχνη των οποίων χάθηκαν πριν από 35 χρόνια και ανθρώπων που συνεχίζουν ακόμη να τους περιμένουν με την ίδια αγωνία και τον ίδιο πόνο.
Περίμενα το συνάδελφο φωτογράφο Ανδρέα Μανώλη για να πάμε μαζί στο ανθρωπολογικό εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους. Εκεί όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ξεθάβουν την Ιστορία αναζητώντας η κάθε πλευρά τα κομμάτια του δικού της δράματος. Ρώτησα τον Ανδρέα Μανώλη αν είναι σίγουρος ότι μπορεί να πάμε μαζί σ’ αυτό το ρεπορτάζ, γιατί ήξερα ότι έχει αδελφό αγνοούμενο.
–«Είσαι καλά; Σίγουρα θέλω να πάμε. Εξάλλου ξαναπήγα πολλές φορές, αφού ασχολούμαι με το θέμα συχνά», μου απάντησε διαλύοντας κάθε ενδοιασμό και προϊδεάζοντάς με αμέσως για τον πόθο με τον οποίο ο κάθε συγγενής αγνοούμενου προσεγγίζει το συγκεκριμένο θέμα.
Ο Κριστόφ Ζιρόντ
«Παίρνουμε τα οστά, τα καθαρίζουν οι επιστήμονες, σχηματίζεται ο σκελετός και προχωρούμε στις αναλύσεις για να κάνουμε την ταυτοποίηση». Ψυχρή περιγραφή μιας τυπικής διαδικασίας. Έτσι μου την περιέγραψε ο κ. Κριστόφ Ζιρόντ, (τρίτο μέλος της ΔΕΑ) όταν το συναντήσαμε στο εργαστήριο.
Η πόρτα άνοιξε και περάσαμε σε μια μεγάλη αίθουσα που μου θύμισε ένα από εκείνα τα μουσεία όπου βλέπεις ανθρώπινους σκελετούς μέσα σε βιτρίνες, με τα υπάρχοντα του νεκρού δίπλα και την μικρή ταμπελίτσα που γράφει την εποχή που έζησε εκείνο το άγνωστο ον.
–«Εδώ έρχονται τα οστά που εντοπίζουν τα συνεργεία στους χώρους εκσκαφής. Τώρα εδώ έχουμε οστά από μια εκσκαφή στα κατεχόμενα. Είναι ένας ομαδικός τάφος Ελληνοκυπρίων. Είναι συνολικά 40 άτομα όπως βλέπετε»… είπε η επιστήμονας Πόπη Χρυσοστόμου και από εκείνη τη στιγμή και μετά, το μυαλό μου με εγκατέλειψε. Λες και κάποιος να αφαίρεσε τη μεμβράνη που ως επαγγελματίας είχα τοποθετήσει στα μάτια μου και δεν τα άφηνε να δουν την αληθινή εικόνα του χώρου. Ξαφνικά αντίκρυσα την αλήθεια κατάματα. Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν 40 σκελετοί νεκρών ανθρώπων, οι οποίοι βάσει της ηλικίας τους θα μπορούσαν να είναι γονείς ή αδέλφια μου. Το σοκ ήταν μεγάλο και ενεργώντας αμήχανα διέκοψα άτσαλα την Ελληνοκύπρια επιστήμονα και έδωσα το λόγο στην Τουρκοκύπρια συνάδελφό της. Για κάποιες στιγμές μόνο σωματικά ήμουν μαζί τους. Όταν μπόρεσα να επανέλθω από το σοκ είδα στο βάθος της αίθουσας το συνάδελφο να κοιτάζει έναν από τους σκελετούς. Έμοιαζε λες και κάτι προσπαθούσε να του πει. Μετά κινήθηκε στο διπλανό πάγκο όπου βρισκόταν ένας άλλος σκελετός και μου φάνηκε ότι και σε εκείνον κάτι είπε. Τότε θυμήθηκα την πρωινή μας συνομιλία και προσγειώθηκα. Η σκέψη που είχα κάνει ότι «κάποιος από αυτούς μπορούσε να ήταν γονιός ή αδελφός μου», για τον Ανδρέα αποτελούσε πραγματικότητα. Κάποιος από εκείνους τους ανθρώπους θα μπορούσε όντως να είναι ο αδελφός του ο οποίος αγνοείται από το μαύρο καλοκαίρι του 1974.
Τυχαία τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του και διαπίστωσα ότι ο Ανδρέας σε αντίθεση με εμένα που μάλλον είχα τρομάξει, έβλεπε εκείνους τους σκελετούς κάποιων νεκρών με αγάπη. Λες και θεωρούσε ότι ο κάθε ένας από αυτούς ήταν ο αδελφός του και του σιγοψιθύριζε για να τον αναγνωρίσει. Δεν είχε βουρκώσει, ούτε ήταν θυμωμένος, τα μάτια του ήταν ήρεμα όπως ποτέ δεν τα είχα δει. Τότε και μόνο τότε κατάφερα να συνεφέρω πλήρως τον εαυτό μου. Κατάλαβα ότι το σοκ που είχα υποστεί εγώ δεν μπορούσε να φθάσει ούτε στο μισό του χιλιοστού αυτού που ο συνάδελφος ζούσε. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ όσο περισσότερο μπορούσα και συνέχισα τη συζήτηση του θέματος με την κ. Χρυσοστόμου.
–«Μόλις έρθουν τα οστά από τις εκσκαφές εμείς προσπαθούμε να κάνουμε μια συντήρηση διότι όπως βλέπετε πολλά οστά είναι σπασμένα. Στη συνέχεια προσπαθούμε να τα ομαδοποιήσουμε και εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, κόβουμε ένα μέρος του οστού και το στέλνουμε για προκαταρκτικά αποτελέσματα. Ακολούθως, ελέγχουμε αν όντως ανήκουν στο ίδιο άτομο. Όταν σιγουρευτούμε, προχωρούμε στην τελική ανάλυση όπου καταγράφεται η ηλικία, το φύλο, οι παθήσεις και ενδεχόμενα τραύματα εν ζωή, τα περιθανάτια τραύματα κ.λπ. Μετά ελέγχουμε τα προθανάτια στοιχεία που έχουμε και βλέπουμε πόσο συνάδουν με τα σκελετικά ευρήματα. Εάν δεν υπάρχει κάποια διαφορά προχωρούμε στην ταυτοποίηση».
Όλα τα κρανία έχουν μία τρύπα από σφαίρα
Ο ΠΟΝΟΣείναι πάντα ο ίδιος και δεν διαφέρει μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, «οι οικογένειες των συγγενών αντιδρούν όπως αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι που πονούν» λέει στη συνέχεια η Τουρκοκύπρια επιστήμονας του εργαστηρίου και πρόσθεσε πως, «όση ώρα εργαζόμαστε με τα οστά αντιμετωπίζουμε επαγγελματικά το ζήτημα. Όταν όμως έρθει η στιγμή που θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τους συγγενείς των νεκρών τότε τα συναισθήματά μας είναι πολύ έντονα. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους εξηγήσουμε τη διαδικασία για να μπορέσουν να κατανοήσουν πώς φθάσαμε στους δικούς τους».
Το ίδιο μου είχε πει και ο κ. Ζιρόντ, τονίζοντας πως «το μόνο που διαφέρει είναι ότι λόγω θρησκείας οι Τουρκοκύπριοι κάνουν αμέσως την κηδεία, ενώ οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να καθυστερήσουν».
Όση ώρα συνομιλούσα με τις δύο επιστήμονες, ο συνάδελφος συνέχιζε να περιεργάζεται τους νεκρούς. Όταν με είδε να προχωρώ προς την έξοδο ήρθε κοντά μου.
–«Πρόσεξες ότι όλα τα κρανία έχουν μια τρύπα;», με ρώτησε.
–«Ναι, το πρόσεξα και ρώτησα γι’ αυτό. Είναι μάλλον από σφαίρα μου είπαν και σχεδόν όλοι όσοι έχουν περάσει από εδώ έχουν την ίδια τρύπα στην κεφαλή», του απάντησα. –«Έχει και ένα παιδί, έφηβος μάλλον», μου είπε και προχώρησε συνεχίζοντας να βγάζει φωτογραφίες.
Τον Ανδρέα το γνωρίζω πολλά χρόνια. Συνήθως εκπέμπει τη σπιρτάδα του λαγωνικού που ψάχνει να εντοπίσει την καλύτερη φωτογραφία. Εκείνη την ημέρα, είδα έναν άλλο άνθρωπο. Οι κουβέντες του ήταν πολύ μετρημένες.
«Τα οστά μάς μιλούν»
«Από τη στιγμή που θα αρχίσουμε να κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ των σκελετικών ευρημάτων και των προθανάτιων γεγονότων τα οστά παίρνουν όνομα, γίνονται ένας άνθρωπος του οποίου την ιστορία αρχίζουμε να συμπληρώνουμε κομμάτι-κομμάτι. Εάν ο άνθρωπος αυτός είχε σπάσει το χέρι του εν ζωή, τα οστά μας το δείχνουν, εάν πέρασε από κάποια ασθένεια και πάλι μπορούμε να το εντοπίσουμε. Αυτά τα οστά μάς μιλούν», ανέφερε η υπεύθυνη του ανθρωπολογικού εργαστηρίου, η οποία από την αρχή της συνομιλίας μας, κατάλαβα ότι νιώθει στο πετσί της αυτό που κάνει. Μάλιστα όπως μου είπε, αν και δεν είναι υποχρεωμένη, νιώθει την ανάγκη να παρευρίσκεται σε όλες τις κηδείες γιατί «εκεί κλείνει ο κύκλος».
«Σκάβουμε κάθε εκατοστό της γης»
Μάχη κάτω από τα μπάζα και τα σκουπίδια στους «βοτανικούς κήπους» της Κερύνειας Εκεί που σβήνει και η τελευταία ελπίδα
Μια εβδομάδα αργότερα και ενώ ετοιμαζόμασταν να μεταβούμε σε δεύτερο χώρο εκσκαφών, αυτή τη φορά στα κατεχόμενα, συνέχιζα να σκέφτομαι εκείνους τους νεκρούς που ψάχνουν να βρουν τη λύτρωση.
Το ραντεβού με τον κ. Εγκόροβ ήταν για τις 8 το πρωί και αφού περάσαμε το οδόφραγμα, κατευθυνθήκαμε προς τους «βοτανικούς κήπους» στην Κερύνεια.
Στην περιοχή εκείνη, το δικοινοτικό συνεργείο εκτός από τα οστά Ελληνοκυπρίων στρατιωτών, εντόπισε κάτω από μπάζα, παλιοσιδερικά, σκουπίδια και εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, τα ερείπια του προαυλίου ενός μικρού ανακτόρου στο οποίο κάποτε ζούσε κάποιος Βρετανός λόρδος, ο τάφος του οποίου επίσης βρίσκεται στην όχθη του ποταμού που περνούσε κάποτε από εκεί.
Το συνεργείο αυτή τη φορά αποτελείτο από δύο αρχαιολόγους, μια Ελληνοκύπρια και έναν Τουρκοκύπριο. Οι δύο αυτοί νέοι εργάζονται στην ίδια περιοχή τον τελευταίο χρόνο, όμως οι συνάδελφοί τους είχαν εντοπίσει εκεί, πριν από δύο χρόνια, έναν ομαδικό τάφο με τα οστά 38 ανθρώπων. Οι πληροφορίες όμως, όπως μας ανέφεραν, κάνουν λόγο για περισσότερους ανθρώπους που τάφηκαν όπως όπως στην όχθη του ποταμού, για αυτό και συνεχίζουν το ψάξιμο.
– «Όλη αυτή η έκταση ήταν καλυμμένη με μπάζα, σκουπίδια, παλιά αυτοκίνητα», λέει η Αγγέλα Ιωάννου, ενώ ο Τουρκοκύπριος συνάδελφός της Χαζάρ Καμπάρ προσθέτει χαριτολογώντας:
– «Όλα τα σκουπίδια της Κερύνειας ήταν πεταγμένα εδώ με αποτέλεσμα ακόμα και τα δέντρα να είχαν καλυφτεί κάτω από αυτά».
Τα καθάρισαν σιγά-σιγά όλα και πλέον τα πεύκα άρχισαν να αναπνέουν και να αναπτύσσονται, ενώ οι εκσκαφείς έφεραν στο φως και τα ερείπια του παλιού αρχοντικού. Αυτή τη στιγμή όμως, αντιμετωπίζουν άλλο πρόβλημα:
– «Κανένας δεν θυμάται να μας πει πού κατέληγε αυτός ο ποταμός ή αν τα ερείπια του προαυλίου του αρχοντικού βρίσκονταν στην επιφάνεια το 1974». Ωστόσο, συνεχίζουν να ψάχνουν καθαρίζοντας τα πάντα και διερευνώντας κάθε εκατοστό της γης. – «Ελπίζουμε ότι θα βρούμε εδώ κάποιους αγνοουμένους. Άλλωστε αυτό περιμένουν από εμάς οι οικογένειές τους. Είτε ψάχνουμε εδώ είτε από την άλλη πλευρά (ελεύθερες περιοχές), ξέρουμε ότι κάποιες οικογένειες περιμένουν να τους δώσουμε νέα», λέει ο Χαζάρ, ο οποίος αν και πολύ νεαρός, στα 24 του, δηλώνει ότι θα συνεχίζει να ψάχνει, «μέχρι να βρεθεί και ο τελευταίος άνθρωπος που αγνοείται». Οι δύο αρχαιολόγοι έπιασαν δουλειά καθοδηγώντας τον οδηγό του εκσκαφέα, αφού στόχος τους ήταν να απομακρύνουν τα βουνά από τα μπάζα που ακόμα σκεπάζουν μέρος της περιοχής. Περπάτησα μαζί τους κατά μήκος του παλιού τοίχου του «Λόρδου» και αναπόφευκτα έκανα τη σκέψη ότι το συγκεκριμένο ποτάμι συνδέει δύο διαφορετικές εποχές της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Ο Βρετανός ευγενής είχε κτίσει δεξαμενές για να μαζεύει το νερό, σβήνοντας ενδεχομένως το ποτάμι. Το καλοκαίρι του ’74 κάποιοι άνθρωποι κατέληξαν νεκροί πάνω από τα ερείπια του «Λόρδου» και το πέρασμα του χρόνου έσβησε κάθε ίχνος τους. Τώρα, στη συγκεκριμένη περιοχή, το δικοινοτικό συνεργείο στην κυριολεξία «ξεθάβει την Ιστορία» για να σβήσει ή έστω να απαλύνει τον πόνο των συγγενών των αγνοουμένων.
Με αυτές τις σκέψεις, μπήκα στο αυτοκίνητο και ο κ. Εγκόροβ μας οδήγησε μέχρι το οδόφραγμα. Το ρεπορτάζ ολοκληρώθηκε, όμως τα συνεργεία συνεχίζουν να οργώνουν την Κύπρο για να φθάσουν στο στόχο τους.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΠΑΝΑΓΗ
ΑΥΤΟτο ρεπορτάζ μάλλον ξέθαψε από μέσα μου όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. Συγκίνηση, οργή, ανακούφιση γιατί κάποιοι άνθρωποι λυτρώνονται, σύγχυση για την κατάσταση στην οποία ζούμε. Η συνομιλία ωστόσο που είχα με το συνάδελφο Ανδρέα Μανώλη πριν από μερικά βράδια, μάλλον αποδίδει την πραγματική αλήθεια για αυτό το «έτσι πρέπει» που μπήκε στη ζωή μας και ίσως και να μας γαληνεύει κατά βάθος.
Χτύπησε το κινητό μου λοιπόν:
– «Βλέπω τις φωτογραφίες και είπα να ρωτήσω πώς σκέφτεσαι να στήσεις το ρεπορτάζ για να διαλέξω ανάλογα. Από το εργαστήριο, από τις εκσκαφές και από το χώρο που μας έδειξε ο κ. Ζιρόντ ότι πάνε οι συγγενείς και βλέπουν τους δικούς τους».
Η επόμενη φράση του όμως ήταν εκείνη που με έκανε να ανατριχιάσω:
– «Κατάλαβες για ποιο χώρο μιλώ; Εκεί που υπήρχαν τα οστά δύο ανθρώπων, εκεί που είναι η «Ιθάκη» των συγγενών των αγνοουμένων και από τις δύο πλευρές, εκεί που τελειώνει η αγωνία τους, εκεί που και η τελευταία ελπίδα τους σβήνει σε εκείνα τα οστά».
Το μόνο που κατάφερα να απαντήσω ήταν: «Έχεις δίκιο Ανδρέα μου, το είχα ξεχάσει». Ένιωθα πολύ «μικρή» για να συνεχίσω τη συζήτηση. Του υπενθύμισα ότι είχαμε ραντεβού την Τετάρτη στις 8 το πρωί και έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο.
Πλέον το πηδάλιο σε αυτό το ρεπορτάζ δεν το κρατούσα εγώ. Ο Ανδρέας δεν ξέρει απλώς το δράμα των αγνοουμένων, επειδή διάβασε για το θέμα όπως εγώ. Ο Ανδρέας είναι το θέμα και εγώ είμαι μάλλον ανήμπορη να τον ακολουθήσω.
Το μάθημα που μου έδωσε, δεν τελειώνει εδώ. Κατά την επιστροφή μας από τα κατεχόμενα, με κοίταξε και μου είπε:
– «Σε ευχαριστώ που μου έδωσες αυτή την ευκαιρία».
Ήξερα ότι δεν μου μιλούσε ο φωτορεπόρτερ, αλλά ο αδελφός ενός αγνοουμένου, ο οποίος πνίγοντας τη δική του οργή συνέχισε:
– «Έκαμα ένα φίλο Τουρκοκύπριο σήμερα. ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ» και κούνησε με νόημα το κεφάλι του.
Όσο για εμένα; Δεν μπορώ να εξομοιώσω μια σφαίρα στο κεφάλι ενός ανήλικου παιδιού με το θάνατο οποιουδήποτε ενήλικα. Ωστόσο, μέσα μου ρωτώ και ξαναρωτώ τον εαυτό μου. Μήπως τελικά όντως έτσι πρέπει;
ΕΚΣΚΑΦΕΣ ΣΕ 290 ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Από το 2006 μέχρι σήμερα τα συνεργεία της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους διενήργησαν εκσκαφές σε 290 διαφορετικές περιοχές. Στις 159 από αυτές δεν εντοπίστηκαν οστά.
Συνολικά μέχρι σήμερα έχουν εκταφεί 562 άτομα εκ των οποίων 345 πέρασαν ή βρίσκονται υπό διερεύνηση από το ανθρωπολογικό εργαστήριο. 1235 δείγματα στάληκαν για επιστημονικές αναλύσεις στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου και μέχρι τώρα έχουν διεκπεραιωθεί οι 1008 από αυτές. Ταυτοποιήθηκαν 172 νεκροί και «επιστράφηκαν» στις οικογένειές τους, από τους οποίους 128 είναι Ελληνοκύπριοι και 44 Τουρκοκύπριοι. Συνολικά η ΔΕΑ προσπαθεί να εντοπίσει 1464 Ελληνοκύπριους και 502 Τουρκοκύπριους αγνοουμένους.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Ινφογνώμων