Δημοσιεύθηκε από olympiada στο Ιουνίου 1, 2009 πριν δηλαδή τις πρόσφατες πυρκαγιές. Για να δούμε την απύθμενη υποκρισία των ετικετοφόρων καπηλευτών των ιδεών.
Το Ψέμμα του ψέμματος. Μέχρι και ο Στέφανος Μάνος στην ίδια εφημερίδα δήλωσε ότι Όπου ενεργοποιήθηκε ο κόσμος, δεν κάηκε ούτε ένα χωριό. Όπως γινόταν και παλιότερα, πάντα είχαμε φωτιές στην Ελλάδα. Το θέαμα των συγκεντωμένων κατοίκων να μιλούν σε κινητά και κάμερες και να περιμένουν τα “εναέρια μέσα” τα λέει όλα. Μιά γραμμή πυρασφάλειας που γίνεται με ανθρώπινα χέρια αρκεί να σώσει χωριά και εκτάσεις.
Η καπηλεία της οικολογίας λοιπόν από άθλιους γραφειοκράτες μας ενοχλεί περισσότερο από κάθε άλλη ιδεολογική μετάλλαξη που συντελείται σήμερα στους κομματικούς μηχανισμούς. Άνθρωποι – ανδρείκελα αυτοπροσδιορίζονται ως οικολόγοι για να αλιεύσουν ψήφους και να προωθήσουν άνομα συμφέροντα εις βάρος της ίδιας της Μητέρας Γης, με το μανδύα της “Πράσινης Ανάπτυξης”. Τι Ύβρις!
Η Μάχη για τη Γη διέπεται από έναν σημαντικό παράγοντα. Την Ανιδιοτέλεια. Τη διάθεση προσφοράς στο σύνολο, στην ιδέα. Αυτεγερσία – Έκσταση – Εθνεγερσία γράφαμε και εκεί περικλείεται όλη η αλήθεια. Είναι δύσκολο για τον τσιμεντάνθρωπο να αντιληφθεί το χρέος στη Μητέρα Γη. Έχει μήνες να πατήσει το χώμα, σπάνια βλέπει ουρανό, τρέφεται από βιομηχανικά επεξεργασμένα χημικά σκευάσματα, θεωρεί ότι είναι η περιούσια αυταξία κλειδωμένος στην άθλια φενάκη του καπιταλισμού. Που διαδέχτηκε τον “περιούσιο λαό”, τον “Εξωγήινο Θεό”, την αμαρτωλή Μητέρα, Γυναίκα. Η ειρωνία ενός συστήματος που στρέφεται ενάντια στην τροφό, τη δημιουργό, την Άξια, Τέλεια ύπαρξη.
Έτσι ξεφυτρώνουν οι Οικολόγοι του Κολωνακίου, κλεισμένοι στα ερκοντισιονάτα διαμερίσματα τους, μιλώντας για οποιαδήποτε ρατσιστική αρλούμπα χωρίς να έχουν έρθει αντιμέτωποι με τη λαίλαπα της φωτιάς, να διαβάλλουν κάτι προαιώνιο. “Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια”, είπε ο Παμμέγιστος Τρεμόπουλος. Και οι τραπεζικοί σου λογαριασμοί θα συμπληρώναμε εμείς. Γιατί ως γνωστόν το Κεφάλαιο δεν έχει Πατρίδα. Πατρίδα έχουν οι προλετάριοι. Οι άνθρωποι που ζουν και αναπνέουν ελεύθερα. Που τα παιδικά τους χρόνια είναι συνυφασμένα με την γλυκιά μορφή της Μάνας. Με τις μυρωδιές του χαμομηλιού και τον ίσκιο του Πεύκου. Το Πεύκο που σ’ αγκάλιασε, που έκανες κούνια, που άκουγε το κλάμα σου το παιδικό. Που σκαρφάλωνες όταν μάθαινες να εξερευνάς. Ο κορμός του ήταν η πρώτη σου γνώση, η αλήθεια σου.
Πόσο σε λυπάμαι Μιχάλη Τρεμόπουλε. Όντως η δική σου πατρίδα είναι τα παιδικά σου χρόνια. Ο Αυτισμός που σου προσέδωσαν. Η πνευματική σου τύφλωση που μεταλλάχθηκε σε στείρα Εγωπάθεια. Φαίνεται βλέπεις στο πρόσωπο σου. Στη μειωμένη νοημοσύνη σου και στην έλλειψη παραγωγικής σκέψης. Γιατί η Μάνα παράγει Τρεμόπουλε. Γεννά. Η τριβή με τη Μάνα είναι το πραγματικό σχολείο. Ο Μακαρίτης ο Θειός μου ο Νίκος Δύστυχε Τρεμόπουλε.
Που καιγόταν το βουνό με τα Πεύκα και τη Γλύνα. Εκεί που έμαθε να φτιάχνει πηλό και να μαζεύει κουκουνάρια. Δεν ήταν “στην απ’ έξω” ο Νίκος Τρεμόπουλε. Έζησε ζωή παραμυθένια, με τα Μαϊάμια, τα κότερα και όλα τα καλά. Όταν όμως είδε τη Φωτιά να τρώει τη Γη που τον ανέθρεψε, τη Μάνα του, σκίρτησε μέσα του η αιώνια κληρονομιά. Δεν συνέχισε το φραπέ των διακοπών. Πήδησε μέσα στα πουρνάρια αρπάζοντας τη μάνικα του πυροσβεστικού που κόλωνε να ζυγώσει τις φλόγες.
Με μια έκσταση. Μάτια πιο πυρωμένα από τη φωτιά. Μη μασάτε ρε! ούρλιαξε. Αυτεγερσία. Άντρας, Άνθρωπος, Ημίθεος. Τα μαλλιά του έπιασαν φωτιά αλλά αυτός εκεί: Δωσμου κι’ άλλο! Εν Θεώ Ουσία που δαιμόνισε τους πάντες. Ένστολους, τεμπέληδες, μικρά παιδιά. Ευδαιμονία το λένε στο χωριό μου Τρεμόπουλε. Μπορεί να ζήσεις, να πεθάνεις, να σημαδευτείς αλλά πλέον γίνεσαι Ευδαίμων.
Όπως τα άλλα τα παιδιά στο Μίστρο της Ευβοίας. Αυτούς που είπαμε στην αρχή. Τα παλικάρια, τους σύγχρονους ήρωες που οι φυλλάδες τους λησμόνησαν ή τους εκμεταλλεύτηκαν για τις κομματικές τους σκοπιμότητες. Κάθε φορά που ακούω τη λέξη Οικολόγοι, αυτόματα έρχονται στη μνήμη μου οι μορφές τους. Δεν γνώριζα τα πρόσωπα τους. Όμως σίγουρα θα πλανώνται κάπου εκεί, στη Γη τους, αιώνιοι φύλακες. Όπως άλλωστε όλοι οι ημίθεοι σ’ αυτά τα χώματα. Ήρωες με προσφορά στο σύνολο και όχι celebrities με προσφορά στην παχιά κοιλιά τους. Γι’ αυτό και τ’ αγάλματα και οι τιμές στους αιώνες. Παράνοια θα πεις. Ίσως.
Μα ποιά λογική υπαγορεύει ρε Τρεμόπουλε τη στερεοτυπική σύνδεση της Φύσης με τη φιγούρα σου; Αυτή δεν είναι παράνοια; Η Σχιζοφρένεια να θεωρούμε τιμητές τις φύσης ΜΚΟ, WWF, GreenPeace επειδή απλά πλασσάρουν το προϊόν τους από τα Μέσα. Κάτι σαν τον Ζαχαροπλάστη και τον Playboy από την Πάτρα στο θρυλικό “Ζευγάρι της χρονιάς“. Ο πρώτος ήταν στ’ αλήθεια νεκροθάφτης, και ο άλλος θαμώνας Οίκων Ανοχής.
Και συ θες “τιμές” για τον Κεμάλ. “Λογικέ” άνθρωπε, πολιτευτή, οικολόγε, Πράσινε.
Διαβάστε τις τελευταίες στιγμές των παλικαριών. Διαβάστε για τη Ζωή τους. Δείτε ποιοί ήταν και θα καταλάβετε πολλά. Νιώστε αυτές τις γραμμές του Ριζοσπάστη και ποτέ πια δεν θα σας μολύνουν το μυαλό οι διάφοροι εξουσιαστές – σαλτιμπάγκοι. Και συ ρε Γελοίο κράτος κάνε κάτι για το Βασίλη! Δεν θέλει ανδριάντες σαν τον Κεμάλ, όπως και οι υπόλοιποι. Δεν είστε άξιοι να αποδώσετε τιμές σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί κάηκαν μια φορά και έμειναν Αθάνατοι. Εσείς θα είστε τα αιώνια “καμμένα χαρτιά”. Απλά ανοίξτε τα κιτάπια σας που χρηματοδοτούν τις ΜΚΟ και κάντε κάτι για το κάρμα σας.
Κυριακή 26 Αυγούστου 2007. Μίστρος Ευβοίας. Οι πυρκαγιές έχουν κυκλώσει το νησί, έχουν κυκλώσει την Ελλάδα. Πυροσβέστες κι εθελοντές δίνουν άνιση μάχη. Ανάμεσά τους και πέντε παλικάρια, εθελοντές από το Μίστρο και το Θεολόγο. Πέντε παλικάρια σκοτώθηκαν.
Εκείνες τις μέρες, στην Εύβοια, πάνω από 70.000 στρέμματα δάσους και δασικών εκτάσεων έγιναν στάχτη. Περισσότερα από 30 σπίτια κάηκαν ολοσχερώς και 20 υπέστησαν ζημιές. Η παραγωγική δραστηριότητα του νομού υπέστη ένα τεράστιο πλήγμα: 250.000 ελαιόδεντρα, 10.000 άλλα οπωροφόρα, 50 στρέμματα κρασάμπελα, 2.000 γιδοπρόβατα, 1.500 κυψέλες μελισσών, δεκάδες βοοειδή, χοίροι και ζώα εργασίας, 100 σταβλαποθήκες συνολικού εμβαδού 5.000 τετραγωνικών μέτρων. Κάηκαν 150.000 στρέμματα στα οποία βοσκούσαν 40.000 γιδοπρόβατα και βοοειδή. Ολα έγιναν στάχτη…
Τις μνήμες εκείνων των ημερών φέρνει σήμερα ένα κείμενο που δημοσιεύει ο «Ρ» από κάποιον που έζησε από κοντά τον εφιάλτη.
Ηταν μια φορά κι έναν καιρό ένα όμορφο χωριό στην Εύβοια, στην κεντρική Εύβοια, περιτριγυρισμένο από βουνά. Βουνά που εμπόδιζαν τον «πολιτισμό» να εισβάλει στο χωριό. Τα βουνά εμποδίζουν τους εισβολείς, γίνονται και φυσικά φρούρια, φυσικά σύνορα και απομονώνουν περιοχές.
Αυτό το χωριό, απομονωμένο στην ομορφιά του και στον κόσμο του, είχε μόνιμους κατοίκους …παιδιά που σπίτι τους θεωρούσαν τα βουνά που τους περιτριγύριζαν. Παιδιά που θεωρούσαν υποχρέωση να διατηρήσουν τα δάση. Βέβαια, από αυτά ζούσαν, ούτε κουβέντα. Γιατί: Είτε ήταν κτηνοτρόφοι, είτε ήταν βοσκοί ή και τα δυο μαζί.
Αύγουστος του 2007. Μίστρος Εύβοιας. Ολεθρος, καταστροφή. Τραγωδία. Τα παιδιά του Μίστρου είναι το θέμα μου. Τον Αύγουστο του 2007 κάηκε ο Μίστρος. Ομως, πολλές φορές πριν προσπάθησαν να τον κάψουν και δεν τα κατάφεραν. Γιατί οι «απολίτιστοι» μόνιμοι κάτοικοι, και κυρίως οι νέοι, έκαναν ομάδες κομάντος, ομάδες αυτοκτονίας, με αλυσοπρίονα, με τσεκούρια, τσαπιά και φτυάρια και κατάφερναν να τις σβήσουν.
Το χωριό μας δε θα το κάψετε – Δε θα σας περάσει ελεεινοί. Το ‘καψαν όμως. Το ‘καψαν που να καούν.
Ερχόμαστε στην Κυριακή 26-8-07. Είναι 3.30 μ.μ. στο χωριό. Οι νέοι ήταν μαζεμένοι στα βόρεια του Μίστρου, να σταματήσουν τη φωτιά που ανέβαινε από το χωριό Σέττα. Γυρίζουν το κεφάλι τους και στα νότια του χωριού, στο βουνό Ολυμπος, και σε 1.000 μέτρα υψόμετρο, στην κορυφή σχεδόν του βουνού σκάει νέα εστία πυρκαγιάς.
Χωρίς σκέψη καβαλάνε τα αυτοκίνητα, μαζί με τα συμπράγκαλα, τρέχουν και ό,τι προλάβουν. Τρέχουν να σώσουν το βουνό. Το βουνό που αποδεδειγμένα θεωρούν σπίτι τους. Θεωρούν υποχρέωσή τους να προσπαθήσουν. Να ρισκάρουν, να κινδυνέψουν. Δεν είναι πρώτη φορά, μήπως είναι όμως η τελευταία;
Σταματώ στη μια ομάδα, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες επιζώντων. Τέσσερα παιδιά μπαίνουν μπροστά από τη φωτιά.
Τα παιδιά:
Ο Δημήτρης, το παρατσούκλι του «Λιάτος», η ηλικία του κάτω από 30 χρόνων. Τσοπάνος και ρετσινάς.
Ο Χρήστος (ο γιος του Αλλάργα) κάτω από 30 χρόνων. Τσοπάνος και μόνιμος κάτοικος του χωριού.
Ο Βασίλης ο γιος του Παναγιώτη. Περίπου 30 ετών, παντρεμένος με δύο παιδιά. Δουλεύει στο εργοστάσιο, μένει στο Μίστρο.
Και ο Δημήτρης, ο γιος της Μπέμπας. Εμπορος του χωριού, ιδιοκτήτης λεωφορείου και οδηγός. Αυτό σημαίνει δυσκίνητος. Και άμαθος από βουνό.
Οι άλλοι 3 είναι «κατσίκια», αγριοκάτσικα. Μπροστά από τη φωτιά, με τα αλυσοπρίονα κόβουν τα δέντρα για να σταματήσουν τη λαίλαπα. Ξαφνικά σκοτείνιασε το τοπίο, θόλωσαν τα πάντα, τους πλησίασε η φωτιά με τρελή ταχύτητα. Κοιτάχτηκαν και διάλεξαν το δρόμο, έπρεπε να μπει μπροστά ο Ντελώρος, που ήξερε τις λεπτομέρειες, γνώριζε και τις πέτρες, κάθε μέρα έκανε το δρομολόγιο. Λίγο πιο πάνω, στα χίλια μέτρα, ίσως και λιγότερο, ήταν μια μεγάλη λάκα. Εκεί είχαν μια υποδομή για τα γίδια τους. Είχαν ταΐστρες και ποτίστρες. Και η λάκα μεγάλη.
Ο Λιάσκος έμεινε πίσω, είπαμε, δυσκίνητος, άμαθος και είχε πάει να σβήσει τη φωτιά με τις παντόφλες. Τον πρόλαβε η φωτιά και έσκουζε. Ζητούσε βοήθεια. Κοιτάχτηκαν και οι τρεις. Ο Λιάτος μίλησε πρώτος, παιδιά ο Λιάσκος δεν κουβαλιέται, εγώ φεύγω, γιατί θα καούμε. Φεύγω, είπε, και έφυγε… Πήγε στη λάκα, τρύπωσε σε μια γούρνα με νερό. Πέρασε η φωτιά από πάνω του και σώθηκε, περίμενε να κατακάτσει το κακό.
Ηρθε σε κάνα – δυο ώρες ο Μπουλούλας με ένα «Ντάτσουν», τον βρήκε και έφυγαν.
Ο Λιάσκος άρπαξε φωτιά και σε λίγο και ο Χρήστος ο Ντελώρος. Ο Βασίλης (το παρατσούκλι του «Παναντώνης») άρπαξε τον Χρήστο στον ώμο να τον σώσει. Ο Λιάσκος είχε αρχίσει και έλιωνε και εκτίμησε ότι δεν έχει ελπίδα, όπως και έγινε. Πήρε λοιπόν τον Χρήστο που ήταν και πιο αδύνατος, αλλά και ακόμη ζωντανός. Ο καμένος πόναγε και τον παρακάλεσε να τον αφήσει κάτω και να πάει να φέρει βοήθεια.
Αφησέ με, ούρλιαζε. Τον άφησε και έκανε τον κατήφορο κόντρα στη φωτιά. Οταν λέμε φωτιά, 100 μέτρα ύψος οι φλόγες, έκαιγαν πεύκα και έλατα εκατοντάδων ετών. Το συγκεκριμένο δάσος δεν είχε ξανακαεί. Πίσω από τη φωτιά υπήρχαν καμιά πενηνταριά κάτοικοι που έψαχναν απεγνωσμένοι να δουν τι απέγιναν τα χαμένα παιδιά.
Χαμένοι, ζαλισμένοι, περίμεναν, μεταξύ των άλλων και ο Θανάσης. Εψαχναν να βρουν τα παιδιά. Ξαφνικά, μέσα από τις φλόγες, περιγράφει: «Βλέπω έναν καμένο να ‘ρχεται».
Οι σάρκες του είχαν αρχίσει να σκάνε από τη φωτιά, ήταν ο Βασίλης.
Τους είπε: Αφησα τον Χρήστο πιο πάνω. Πηγαίνετε να τον πάρετε. Και έπεσε σχεδόν αναίσθητος. Η ομάδα των τεσσάρων είχε σε πρώτη φάση τον Δημήτρη νεκρό, τον Χρήστο βαριά τραυματισμένο, έως 70% εγκαύματα, και τον Βασίλη με εγκαύματα έως 30%.
Αλλα θύματα, 3 παιδιά νεκρά βρέθηκαν: Ο Γιάννης ο γιος του Χρυσόστομου, βρέθηκε αγκαλιά με τον Μήτσο τον γιο του Νίκου, που μένει στο Θεολόγο.
Τα δυο παιδιά, μεγαλωμένα μαζί στην ίδια γειτονιά, φίλοι και εποχιακοί δασοπυροσβέστες, τα έζωσε η φωτιά σε μια χαράδρα και τα καρβούνιασε.
Λίγο πιο κάτω βρέθηκε και ο Νικολάκης. Δευτέρα 27-08-2007 το χωριό κήδεψε τέσσερα παλικάρια. Θρήνος, οδυρμός, τραγωδία απερίγραπτη.
Μάνες χαροκαμένες. Ράγισαν και οι πέτρες. Χιλιάδες κόσμου, όλοι κλαμένοι. Μαύρες ψυχές, πόνος ατελείωτος. Και οι φωτιές να καίνε στα βουνά.
Τα αεροπλάνα να ρίχνουν νερό στη φωτιά, τα μαύρα σύννεφα του καπνού να μαυρίζουν το τοπίο. Πένθος παντού, θάνατος παντού. Θάνατος, θάνατος…
Γιατί, ατελείωτα ερωτήματα, γιατί, γιατί…
Στο Νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» στην Αθήνα μεταφέρθηκαν οι δύο τραυματισμένοι καμένοι, ο Χρήστος με τον Βασίλη. Οι γιατροί στον Χρήστο έλεγαν ότι παλεύουμε με το θάνατο.
Πήγα και βρήκα τον Χρήστο, απέξω, καπνίσαμε ένα τσιγάρο, ψύχραιμος φαινόταν, αλλά έδινε την εντύπωση ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση.
Κυριακή 2/9/07, έσβησε ο Χρήστος. Η κηδεία έγινε στις 18.30 στο Μίστρο. Πάει και το πέμπτο το παιδί. Πέντε παιδιά από 19 έως 33 χρόνων.
Ερχόμαστε στον Βασίλη, 31 ετών, εργάτης σε εργοστάσιο. Με δυο μωρά και η γυναίκα του άνεργη ή καλύτερα υποαπασχολούμενη. Λίγα κατσίκια, λίγες ελιές, λίγες κότες και άντε να τα βγάλεις πέρα. Σήμερα, 22/9/2007, ο Βασίλης ετών 31, καμένος και ανίκανος να εργαστεί.
Τη δουλειά που έκανε σαν εργάτης δε θα μπορέσει να την ξανακάνει. Οι γονείς του μεροκαματιάρηδες και πονεμένοι.
Είναι τυχεροί που επέζησε το παιδί τους και παλεύουν. Ο Βασίλης ως πότε θα αντέξει, ή καλύτερα, τι θα γίνει; Ξεχασμένος απ’ όλους.
Αξίζει να αναφέρω ότι στην κηδεία των παιδιών, μες στο χαλασμό μοίρασαν βραβεία στους πεθαμένους, τους άκουσε κόσμος πολύς. Θάψανε τα παλικάρια κι έφυγαν.
Τον Βασίλη, όμως, τον τυχερό – άτυχο, όλοι τον ξεχάσανε. Θα πει κανείς, και τι να το κάνει το βραβείο; Τρώγεται; Οχι, τα παιδιά τους ποιος θα τα μεγαλώσει; Μια ζωή ανάπηρος.
Οι γιατροί έλεγαν ότι ξεκόλλαγαν από τις πλάτες του σάρκες καμένες και λιωμένες άλλου ανθρώπου. Αυτό το παιδί, με αυτή την αυτοθυσία, πρέπει να αφεθεί στη μοίρα του;
Η αφήγηση από τον Ριζοσπάστη. Να θυμήσουμε ότι όταν όλοι έκαναν πολιτική στις φλόγες, ΜΟΝΟ το ΚΚΕ έδωσε οδηγία σε όλα τα μέλη του Πανελλαδικά να τεθούν στη διάθεση των τοπικών αρχών στην πρώτη γραμμή της μάχης.