Γράφει: Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ
Καθηγητής στο Πάντειο
Κάθε φορά πια που το σημερινό ελληνικό κράτος ή οι θεσμοί που το αποτελούν επιχειρούν, ενδεχομένως με λανθασμένο τρόπο, να διασώσουν κάποια στοιχεία της ιστορικής πολιτισμικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας- ή έστω να διατηρήσουν κάτι από την πολιτική αυτονομία με την οποία λαμβάνονται σε επίπεδο εξουσίας, όλες οι αποφάσεις ενός, θεωρητικά τουλάχιστον, εθνικά ανεξάρτητου κράτους, εμφανίζεται σε πολλά «προοδευτικά» ΜΜΕ της χώρας η άμεση καταγγελία της προσπάθειας αυτής.
Η καταγγελία αυτή εισάγεται συχνά με τη φράση-κλισέ «διεθνής σάλος από…».
Υποδηλώνεται έτσι ότι υπάρχει μία «ομόφωνη διεθνής κατακραυγή του πολιτισμένου δυτικού κόσμου κατά της Ελλάδας, με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία μας εκθέτει διεθνώς». Υποδηλώνεται επίσης ότι τα δημοκρατικά ΜΜΕ της χώρας δεν κάνουν σε αυτή την περίπτωση τίποτε άλλο παρά να μας «ενημερώνουν αντικειμενικά» για την ύπαρξη αυτής της κατακραυγής.
Σε αυτή τη λογική του πειθήνιου αποικιοκρατούμενου και πολιτισμικά υπανάπτυκτου Έλληνα ( δηλαδή του «συντηρητικού λαού» και της κυβέρνησης του ), η κοινωνία μας δέχεται μαθήματα δημοκρατίας και ελεύθερης έκφρασης από τον «πολιτισμένο κόσμο». Οι δημοσιογράφοι «ενημερώνουν την κοινή γνώμη της χώρας» για τα παραπάνω «μαθήματα» πολιτικά ορθής συμπεριφοράς, συμβάλλοντας έτσι στον ιδεολογικό της εκσυγχρονισμό.
Ως πρόσφατο δείγμα γραφής του εγχειρήματος της καταγγελίας των πρακτικών που «προκαλούν διεθνή σάλο», αναδείχθηκε από τα ΜΜΕ η αντιπαράθεση μεταξύ του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά με το Υπουργείο Πολιτισμού και τον διευθυντή του νέου μουσείου της Ακρόπολης.
Όπως καταγγέλλει ο σκηνοθέτης, λογοκρίθηκε, στο φιλμάκι του Γαβρά περί της ιστορίας της Ακρόπολης, ένα τμήμα του ενημερωτικού υλικού που δείχνει ρασοφόρους του βυζαντινού Μεσαίωνα, σκαρφαλωμένους στα διαζώματα της Ακρόπολης, να καταστρέφουν με λύσσα τα αετώματα και τα αρχαία γλυπτά. Όλοι οι γνωστοί εκσυγχρονιστές της χώρας ( όπως, λόγου χάρη, η κ.Δαμανάκη) έσπευσαν βέβαια αμέσως να παρέμβουν στον «διάλογο» για να καταγγείλουν τον σκοταδισμό ή τον «εναγκαλισμό του κράτους με την Εκκλησία» και να ζητήσουν την παραίτηση των υπευθύνων για την αποτρόπαιη πράξη της λογοκρισίας.
Δεν υπάρχει βέβαια καμία αμφιβολία για το ότι η Εκκλησία, ήδη από τα χρόνια της αγωνίας του αρχαίου κόσμου (και κυρίως μετά τον Ιουλιανό), επιδόθηκε με το πάθος και το φανατισμό τής τότε νέας μονοθεϊστικής θρησκείας, στην καταστροφή των ειδώλων και των ναών του αρχαίου κόσμου.
Η όποια σύγκριση των καταστροφών αυτών, που προκάλεσε μια θρησκεία που προσπαθούσε ακόμα τότε να επικρατήσει, με τις καταστροφές που προκάλεσαν αργότερα οι διάφοροι ξένοι «περιηγητές», είτε λόγω των ίδιων πάνω-κάτω χριστιανικών πεποιθήσεων, είτε λόγω του αρχαιοκάπηλου ρομαντικού θαυμασμού τους προς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, είναι δύσκολη και επισφαλής, αφού δεν υπάρχουν επίσημες καταγραφές των άπειρων κλοπών και καταστροφών που υπέστησαν τα δημιουργήματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από όλες αυτές τις ιδεολογικές και εθνικές κατηγορίες των ανθρώπων που για διάφορους λόγους «λοξοκοιτούσαν» επί αιώνες τα μνημεία του.
Πάνω σε αυτή την ιστορική πραγματικότητα, ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης είναι βέβαια ελεύθερος να φαντάζεται και να δημιουργεί τις εικόνες της φανατικής αποκαθήλωσης ή της αρπαγής και της λεηλασίας των ειδώλων του αρχαίου κόσμου όπως το επιθυμεί, ανάλογα με τις καλλιτεχνικές και πολιτικές του ευαισθησίες. Και οι ευαισθησίες του κ.Γαβρά τον οδηγούν να δώσει έμφαση όχι τόσο στους δυτικούς ληστές και καταστροφείς, όσο στους εγχώριους θρησκόληπτους εχθρούς των μνημείων της Ακρόπολης. Δική του επιλογή, που η λογοκρισία, με τη γνωστή πολιτική της αδεξιότητα, τείνει να αναδείξει σε «κρατικά αποσιωπημένη μεγάλη ιστορική αλήθεια».
Το πραγματικό πολιτικό και πολιτισμικό ερώτημα ωστόσο που θα έπρεπε να τεθεί όσον αφορά την ιστορική αλήθεια σχετικά με τις σημερινές καταγγελίες του ρόλου της Εκκλησίας στις καταστροφές των αρχαίων ναών είναι άλλο: γιατί η συζήτηση ανακινείται από τα εγχώρια ΜΜΕ ως επίκαιρη ακριβώς τώρα, που το θέμα με τα Ελγίνεια έχει ήδη αναδειχτεί σε παγκόσμιο ζήτημα προς προβληματισμό, λόγω κυρίως του νέου μουσείου της Ακρόπολης;
Πώς έγινε και κάποιοι θυμήθηκαν ξαφνικά το αντιειδωλολατρικό μένος και το θρησκευτικό φανατισμό της χριστιανικής Εκκλησίας; Υπάρχει μήπως σε όλες αυτές τις καταγγελίες το «αντιθρησκευτικό» πάθος μιας νέας παγκόσμιας πολιτικής θρησκείας, που αυτή τη φορά ορκίζεται στο όνομα της εκκοσμίκευσης, του επιστημονισμού ή του «εξορθολογισμού»; Μιας νέας θρησκείας, της οποίας οι ιεραπόστολοι δεν φορούν πλέον ράσα, αλλά χρησιμοποιούν τους άμβωνες των ΜΜΕ και της εκπαίδευσης για να αποδομήσουν μέσω του λόγου και των εικόνων τα λαϊκά ερείσματα και τις πολιτιστικές παραδόσεις που έχει πλέον αποκτήσει ιστορικά η ορθόδοξη εκκλησία στην νεοελληνική κοινωνία. Μια νέα θρησκεία που αγωνίζεται να αποσταθεροποιήσει την παλιά, με το ίδιο, αν όχι περισσότερο πάθος που παλαιότερα έδειξε ο χριστιανισμός εναντίον των ιερών και των οσίων του αρχαίου κόσμου.
Υπάρχει μήπως η διάθεση ( στο όνομα λόγου χάρη του «αντιεθνικισμού», της παγκοσμιοποίησης και λοιπών εκπραγματισμένων ιδεολογημάτων της νεοφιλελεύθερης και πολιτισμικά αποικιοκρατούμενης «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών»), να αμφισβητηθεί η αίσθηση, κοινή στους περισσότερους ευρωπαίους πολίτες και όχι μόνο στους Έλληνες, ότι τα μάρμαρα και όλος ο γλυπτός ή μη αρχαίος πολιτισμός που αναπτύχθηκε στον τόπο αυτό, ανήκουν σε αυτόν και στους ανθρώπους που συνεχίζουν να ζουν στο έδαφος του, να μιλούν ελληνικά και να έχουν αρκετές πολιτισμικές αναφορές που ενδεχομένως κατάγονται ιστορικά από τον αρχαίο κόσμο, παρά ίσως τις πολλές προσπάθειες των κύκλων της Εκκλησίας να ξεριζώσουν τα κατάλοιπα του παγανισμού και της ειδωλολατρείας από τις κοινωνίες που διαδέχτηκαν ιστορικά τον αρχαίο κόσμο και κατοίκησαν με τη σειρά τους τον τόπο;
Μήπως οι μονομερείς σημερινές καταγγελίες του εγχώριου χριστιανισμού δεν αποβλέπουν παρά στη γνωστή «ιδεολογική υποβάθμιση» του συνόλου της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης, που ορισμένοι Έλληνες δυτικόφιλοι εκσυγχρονιστές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μονόπλευρα ως θρησκόληπτη και βαθιά αντιδραστική ή ως φρένο στα ρομαντικά αναγεννησιακά ιδεώδη του δυτικού ευρωπαϊκού κόσμου, στα οποία βεβαίως πίστευαν όλοι οι Ευρωπαίοι «φιλέλληνες» πλιατσικολόγοι, μεταξύ των οποίων και ο Έλγιν;
Μήπως άραγε ο σοσιαλφιλελεύθερος κ. Γαβράς φαίνεται να εμφανίζεται στα ελληνικά ΜΜΕ ως καλλιτέχνης παγκοσμίου φήμης που λογοκρίθηκε μόνο και μόνο για να διαφημιστούν οι προκλητικές σκηνές με καταστροφείς της Ακρόπολης που δεν προέρχονται ούτε από την Αγγλία ούτε από τη Γαλλία αλλά από τα σπλάχνα της ορθόδοξης εκκλησίας;
Μήπως με τη νοοτροπία του αποικιοκρατούμενου που ζει ως κοσμοπολίτης στο Παρίσι, ο άνθρωπος θεώρησε απαραίτητο να διαφωτίσει τους «ιθαγενείς» πρώην συμπατριώτες του για τον αρνητικό ρόλο των σημερινών θρησκευτικών τους παραδόσεων;
Μήπως υπονοεί ότι οι Έλληνες και το ελληνικό κράτος θα έκαναν καλά να σταματήσουν να διεκδικούν τα μάρμαρα ( που αποτελούν άλλωστε «κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας» νέσ-πα;) και τα οποία οι δυτικοί «φίλοι της Ελλάδας» μπόρεσαν να διασώσουν από τη σκοταδιστική λαίλαπα του εγχώριου ιερατείου;
Μήπως ο «ποιητής θέλει να πει» ότι θα κάναμε καλά να αφήσουμε κατά μέρος τις παραδοσιακές δυσπιστίες προς τους λατίνους και τα «αντιιμπεριαλιστικά» ιδεολογικά τους παράγωγα και να «κοιτάξουμε τα χάλια μας», αποκτώντας και εμείς επιτέλους μια κοσμοπολίτικη αυτογνωσία; Μήπως ακόμα ο άνθρωπος κατά βάθος πιστεύει ότι τελικά οι ελληνικές αρχαιότητες διακοσμούν μια χαρά το Λούβρο και δεν χρειάζεται καθόλου να επαναπατριστούν;
Δικαίωμα του να υπονοεί και να πιστεύει ό,τι θέλει. Δικαίωμα μας επίσης να κρίνουμε τις απόψεις του και το έργο του-και να αναλύουμε από ποια συγκεκριμένη ιστορικά πολιτική και πολιτισμική σκοπιά απορρέουν.
Μήπως θα πρέπει λοιπόν να αντιτείνουμε ότι ο ρόλος των «πολιτισμικών εταίρων» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των ιδεοληψιών της έχουν αρχίσει να κουράζουν ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης;
Μήπως θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι εδώ « στο Ελλάντα» το κήρυγμα του είδους αυτού το έχουμε τόσο πολύ ακούσει τελευταία που αρχίζει να μας δημιουργεί μια αφόρητη πλήξη;
Μήπως θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ο συμπαθής κ. Γαβράς δεν είναι παρά ένας μέτριος σκηνοθέτης που, εξόριστος λόγω δικτατορίας στη Γαλλία (και αφού έπιασε την καλή με το «Ζ» που συγκίνησε τις δυτικές και λατινοαμερικανικές κοινωνίες), δεν κατάφερε στη συνέχεια να κάνει παρά ελάχιστες αξιόλογες ταινίες σε όλη του τη ζωή; Ότι αν και γνωστός Έλληνας καλλιτέχνης του εξωτερικού, το είδος του πολιτικού κινηματογράφου που έκανε μέχρι σήμερα είναι μάλλον απλοϊκό;
Το έργο του κ.Γαβρά παραμένει εντούτοις ενδιαφέρον και αξιόλογο. Δεν είναι όμως τίποτα παραπάνω- παρά μόνο ίσως για τους εγχώριους «εθνικόφρονες κοσμοπολίτες» που βαυκαλίζονται, είτε αυθόρμητα είτε κατά ιδεολογική παραγγελία και με τη μεσιτεία των ΜΜΕ, με τις «εξέχουσες προσωπικότητες των Ελλήνων της διασποράς», δηλαδή των διαφόρων φουκαράδων που μας δίνουν μαθήματα «πολιτικής ορθότητας» ή μας ανακαλούν στην τάξη, αποκαλώντας μάλιστα “φουκαρά” τον διευθυντή του μουσείου της Ακρόπολης…
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?p=21187#21187