Ελληνική γλώσσα: περί του τελικού «ν» …
Με αφορμή το εξαίρετο άρθρο του κ. Δημήτρη Νατσιού με τίτλο: “Ελληνική γλώσσα: «νικήτρα του θανάτου»”, δίνονται παρακάτω μερικές διευκρινήσεις όσον αφορά το τελικό «ν» όπως και τον φθόγγο «ν» της γλώσσας μας. (από βιβλίο της κας Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου)
Το «ν» ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΠΑΝΤΟΥ ΟΠΟΥ ΥΠΟΝΟΕΙΤΑΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ. Δεν εφαρμόζουμε φωνητική γραφή. Το «ν» πρέπει να γράφεται π ά ν τ ο τ ε, ιδιαιτέρως στην αιτιατική του αρσενικού άρθρου «τον», όχι απλώς δια λόγους ευφωνίας αλλά κυρίως από την ανάγκη ληκτικής διαφοροποιήσεως του αρσενικού γένους από το ουδέτερον. Άλλο είναι: «μου μίλησε για το φοβερό συμβάν» και άλλο «μου μίλησε για το (δηλ. τον) φοβερό πόλεμο».
Εάν διαβάσουμε κάπου: «… εθαύμασε το συννεφιασμένο…» αναμένουμε ουδέτερο ουσιαστικό, π.χ. «εθαύμασε το συννεφιασμένο τοπείο». Εάν όμως μας προκύψη ουσιαστικό αρσενικού γένους, διακόπτουμε την ανάγνωσι και γυρίζουμε πίσω ώστε να αποκαταστήσουμε νοερά το ορθό γένος: «εθαύμασε το-ν συννεφιασμένον ουρανό» η γραφή «το συννεφιασμένο ουρανό» είναι όχι μόνον βαρβαρισμός αλλά και παράνοια. Δεν υπάρχει κανών που να εξισώνη την γραφή όταν μιλάμε για «το βάρβαρο έθιμο και το(ν) βάρβαρον άνθρωπο». Τουναντίον, στην περίπτωσι αρσενικού γένους η ελληνική γλώσσα υπερτονίζει το «ν»: «ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΤΟΜ ΒΑΡΒΑΡΟΝ» διαβάζουμε σε αρχαίες ελληνικές επιγραφές. (βλ. Στήλη Τροιζήνος, βιβλ. Β’ Έτους, Μαθ. 6ον)
Προσοχή επίσης στην ορθή γραφή του αρνητικού μορίου «δεν». Άλλο το αρνητικό «δεν» και άλλο ο σύνδεσμος «δε». Η ισοπέδωσις των δύο αυτών μορίων και η επιβολή του ενιαίου – αγκυλωμένου τύπου «δε», τις περισσότερες φορές αλλοιώνει τελείως το νόημα.
Παράδειγμα: (από το βιβλίο «ΑΛΛΕΡΓΙΑ» του Β. Άντο σ.13) «Η κατάσταση αυτή δε συνοδεύεται από πόνο…» ο αναγνώστης αδυνατεί να πληροφορηθή την ορθή έννοια, αφού μαζί με τα «ν» απουσιάζει επίσης η ορθή στίξις. Τελικά «η κατάσταση αυτή» συνοδεύεται από πόνο ή όχι;
Ο Γιάννης Γραβριηλίδης στο βιβλίο του «Η ανεπάρκεια της Ελληνικής Γλωσσικής Επιστήμης» επισημαίνει:
«Σύμφωνα με τον μοναδικό κανόνα της σοβαρής γλωσσολογίας μας, ο φθόγγος (και το γράμμα) ν, ανεξαρτήτως της θέσεως του μέσα στην λέξι, έχει την ίδια αξία με τους άλλους φθόγγους (και γράμματα) της ελληνικής γλώσσας, επομένως, διατηρείται πάντοτε, προκειμένου να προσφέρη στον ακροατή ή αναγνώστη στην σημασιολογική και γραμματική (μαθηματική) πληροφόρησι, για την οποίαν υπάρχει. Οι επινοήσεις του γλωσσικού κατεστημένου (της ελαφράς γλωσσολογίας) τριών κανόνων και μιας εξαιρέσεως σχετικά με την διατήρησι ή απάλλειψι του τελικού ν- εκ του πονηρού εισί!».
Ο «διωγμός του νυ» δυσκολεύει ιδιαιτέρως και τους ξενόγλωσσους σπουδαστάς της νέας ελληνικής οι οποίοι δεν γνωρίζουν το γένος (αρσενικό ή ουδέτερο) των ουσιαστικών. Η παραλλαγμένη σημερινή αιτιατική τους παγιδεύει. Πως είναι το όνομα στην ονομαστική; «ο δάσκαλος» η «το δάσκαλο»; «ο δήμαρχος» ή «το δήμαρχο»;
Η αυτή σύγχυσις επικρατεί και στα τοπωνύμια: «το Νέο Κόσμο», «στο Σχοινιά», «στο Μαραθώνα» κ.ο.κ.
Το γράμμα «Ν» είναι βασικός και σπουδαίος φθόγγος της ελληνικής γλώσσας. Όχι μόνον διότι διευκρινίζει το γένος, όχι μόνον επειδή συντελεί στην ευφωνία. Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της Ιατρικής Επιστήμης (κυρίως της Παιδαγωγικής Ιατρικής) η εκφορά του φθόγγου «Ν» συντελεί στο να αποκαθαίρεται το αίμα με επί πλέον εισροή οξυγόνου και αρτιώτερη οξυγόνωσι του εγκεφάλου. Αποτέλεσμα: ενισχύεται το «νοείν», η «νόησις».
Φαίνεται ότι δεν είναι τυχαίο που η Ελληνική γλώσσα προτίμησε το γράμμα «Ν» για να δώση όνομα εις τον ΝΟΥΝ, εις την ΝΟΗΣΙΝ, στον ναόν, στην νίκη, στο νέμω, στο νεύρον, στο νεύω, στο «νη», τόσον επί θετικής όσον και επί αρνητικής σημασίας. Η δήλωσις γΝώμης, το «γιγΝώσκειν», προϋποθέτουν κριτική-νοητική διεργασία.
Το γερμανικό ιατρικό περιοδικό «P M MAGAZINE» (τεύχος Μαρτίου 1996) δημοσιεύει ειδικό αφιέρωμα στο γράμμα «Ν»: “DER BUCHSTABE N”, όπου αναφέρεται ότι εάν κάποιος είναι κουρασμένος, καταπεπονημένος, αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ομιλία του να γίνεται περισσότερο ένρινη, με απώτερο ασφαλώς σκοπό την πρόσληψι μεγαλύτερης ποσότητας οξυγόνου. Μεταξύ άλλων γράφει: «… ο Γερμανός ομιλεί συχνότερα με την μύτη απ’ όσο ίσως νομίζει. Αυτό παρατηρείται περισσότερο, όπως ισχυρίζονται τουλάχιστον οι ερευνηταί της γλώσσας, όταν αυτός είναι κουρασμένος, πράγμα που φαίνεται περισσότερο σε μερικές διαλέκτους. Ιδιαιτέρως στον γλωσσικό χώρο της Βαυαρίας και του Schabisch πρέπει κάποτε να είχε κυριαρχήσει μια γενική καταπόνησις… Τότε το «Ν» υπεισέρχεται σχεδόν πλήρως…» (P.J. Blumenthal)
(Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου:
«Ελληνική Αγωγή – Βιβλίον Καθηγητού και Μελέτης –
Μαθήματα Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Α’ Κύκλος Σπουδών, σ.145-6»).
Δημήτρης Μ.
ΥΓ: Τελικά μέσα σε όλα τα «τυχαία» της παγκοσμιοποίησης, έχουμε και την προσπάθεια εδώ και πολλά χρόνια για μια παγκόσμια γλώσσα, ξεχαρβαλώνοντας τις υπάρχουσες και ιδιαίτερα της ελληνικής. Μετά το σκότωμα του πολυτονικού, τελευταία «μόδα» η παντελής απουσία τόνων, όπως και η προώθηση των «περίφημων» λατινο-ελληνικών! Μιας και θεωρείται από πολλούς ως η «Μητέρα των Γλωσσών», δεν θα μπορούσε να είχε γίνει και διαφορετικά.