Οι τραγικές συνέπειες των ιδεοληψιών της πολιτικής μας ηγεσίας στα εθνικά θέματα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Κατά πως φαίνεται, η προχθεσινή επίσκεψη του Μπενιαμίν Νετανιάχου στις ΗΠΑ δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για το Ισραήλ. Μάλιστα στη κοινή τους δημόσια εμφάνιση στο Λευκό Οίκο, Ντόναλντ Τραμπ και Νετανιάχου, ο πρώτος, ξεκαθάρισε πως στη διένεξη Τουρκίας – Ισραήλ, καλό είναι να τα βρουν, πλέκοντας εν τω μεταξύ ένα διθυραμβικό εγκώμιο για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο απεκάλεσε «φίλο» του, «έξυπνο», και σε κάθε περίπτωση του αναγνώρισε το «δικαίωμά» του να επέμβει όπως επενέβη στη Συρία.

Βεβαίως, η παραπάνω συνάντηση του Ισραηλινού και Αμερικανού ηγέτη και τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ τους δημόσια, ίσως και να μην είχαν για την Ελλάδα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και απλώς να αποτελούσαν για μας μια ενδιαφέρουσα είδηση.
Όμως, τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Εδώ στην Ελλάδα, εμείς οι απλοί πολίτες πληροφορούμασταν από τα ρεπορτάζ, ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Ισραήλ, προσπαθώντας να αξιοποιήσει υπέρ ημών την προσωπική φιλία του Ισραηλινού πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο, ζήτησε από τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, σύμφωνα πάντα με τα ρεπορτάζ, τα οποία εξ όσων γνωρίζω δεν είχαν διαψευστεί, να μεσολαβήσει υπέρ της Ελλάδας στον Αμερικανό Πρόεδρο, για την ολοένα και αυξανόμενη προκλητικότητα των Τούρκων έναντι της Ελλάδας.

Πάντως είτε το ρεπορτάζ αληθεύει, είτε όχι, η προχθεσινή δημόσια ψυχρολουσία του ισραηλινού ηγέτη και η στήριξη που έδωσε ο Τραμπ στον Ερντογάν, αποτελεί και μια ισχυρή ένδειξη για το ποια είναι η θέση των ΗΠΑ στις ελληνοτουρκικές διαφορές, που παραπέμπει (κατά τη προσωπική μου εκτίμηση και ίσως όχι μόνο) στο : βρείτε τα μεταξύ σας, και ο ισχυρότερος, ας επικρατήσει. Επίσης, το γεγονός ότι, στη περίπτωση που αληθεύει το ρεπορτάζ για το αίτημα μεσολάβησης που υπέβαλε ο Έλληνας πρωθυπουργός του Ισραηλινού πρωθυπουργού στον Ντόναλντ Τραμπ, υπέρ των ελληνικών θέσεων στις ελληνοτουρκικές διαφορές, και ως φαίνεται αληθεύει το σχετικό ρεπορτάζ, τότε, αυτό συνιστά έναν εθνικά επικίνδυνο ξεπεσμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Τι σημαίνει όμως το παραπάνω μήνυμα που λάβαμε από τις δημόσιες δηλώσεις Τραμπ;
Πρώτον, σημαίνει ότι οι ιδεοληψίες (που ως τέτοιες εμπεριέχουν και τον φανατισμό) στο επίπεδο των ηγεσιών έχουν εθνικό κόστος. Ο Έλληνας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, δυστυχώς για μας, κράτησε κατά την τελευταία προεκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ για την προεδρία, αλλά και πριν από αυτή, μια στάση η οποία είναι ανεπίτρεπτη και εθνικά επιζήμια. Βάλαμε όλα τα καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Ποντάραμε, ως κυβέρνηση και ως χώρα, στη νίκη των Δημοκρατικών, κι αυτό το κάναμε όχι διπλωματικά και στο επίπεδο των ενδόμυχων προσδοκιών, αλλά φωναχτά, φανατικά και συχνά προσωποποιώντας την αντίθεση ειδικώς στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ. Όμως, ας κάνω κι εγώ ένα μάθημα στους «αρίστους». Ουδείς λόγο υπήρχε στις αμερικάνικες εκλογές η κυβέρνηση να ρισκάρει, έστω και αν η μη εκλογή του Τραμπ ήταν με κάποιο τρόπο «εξασφαλισμένη», υπέρ μιας πολιτικής παράταξης, των Δημοκρατικών εν προκειμένω, διότι η άλλη παράταξη, οι ρεπουμπλικάνοι εν προκειμένω, έστω και αν ηττάτο στις εκλογές, δεν θα έπαυε να ήταν χρήσιμη για τα εθνικά μας συμφέροντα.

Δεύτερον. Είναι πλέον σαφές, ότι αυτό που λέμε «Διεθνές Δίκαιο», είναι κάτι χρήσιμο για τις νομικές σπουδές, είναι κάτι που θα ήταν ευχής έργο να ίσχυε στη πράξη, (προσωπικά μηνύματα του τύπου «ας επικρατήσει ο ισχυρότερος»), όμως, δυστυχώς δεν ισχύει, ή μάλλον, ισχύει à la carte για όλες τις χώρες του κόσμου, εκτός από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου δεν ισχύει καθόλου, διότι εκεί ισχύει το γυμνό Δίκαιο της ισχύος. Επομένως, αυτό το μονότονο moto της ελληνικής κυβέρνησης ότι στις ελληνοτουρκικές διαφορές ισχύει το Διεθνές Δίκαιο, ως απολύτως εκτός

πραγματικότητας, οφείλει η κυβέρνηση και οφείλουμε ως χώρα, να προσαρμοστούμε στον ρεαλισμό, όσο και αν δεν μας αρέσει, και ασφαλώς δεν μας αρέσει. Όχι διότι αυτό πρέπει πάντα να κάνουμε, αλλά αυτό πρέπει να κάνουμε όταν όλες οι άλλες εκδοχές έχουν αποκλειστεί. Η τελευταία ελπίδα που ίσως να είχε η Ελλάδα για την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου στις ελληνοτουρκικές διαφορές, θα ήταν, μια άλλη Δύναμη, υπέρτερη της Τουρκίας, η οποία θα πίστευε στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου ή έστω θα επιδίωκε, για κάποιους δικούς της λόγους, την à la carte εφαρμογή του στην προκειμένη περίπτωση, να υποχρεώσει και την Τουρκία να δεχτεί την εφαρμογή του. Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και δεν γνωρίζω αν ποτέ θα μπορούσε να συμβεί στη πραγματικότητα κάτι τέτοιο. Επομένως η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μιας αδήριτης πραγματικότητας : έχει τη βούληση επιβολής δια της ισχύος των εκ του Διεθνούς Δικαίου απορρεόντων δικαιωμάτων της στις ελληνοτουρκικές διαφορές, ναι ή όχι; Η απάντηση αυτή, επί του πεδίου, δεν έχει ακόμα δοθεί. Αντιθέτως, κάποιες εξελίξεις, όπως αυτή της Κάσου ή η μη ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, δείχνει ότι η Ελλάδα, όχι μόνο δεν διαθέτει ακόμα την ανάλογη αποφασιστικότητα για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά αντιθέτως, εξακολουθούμε την εδώ και πολλές δεκαετίες πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας, κάνοντας διαρκώς μονομερείς υποχωρήσεις.

Τρίτον. Ήρθε η ώρα, να αναλογιστούμε, και ίσως να πληρώσουμε, το πόσο εθνικά επιζήμια ήταν και είναι η στάση μας έναντι της Ρωσίας με αφορμή των πόλεμο της χώρας αυτής με την Ουκρανία. Ουδείς λόγος υπήρχε και υπάρχει η Ελλάδα να εμπλακεί στον ρωσοουκρανικό πόλεμο μέσω της βοήθειας σε στρατιωτικό υλικό και οικονομικά, και, το κυριότερο αν όχι και χειρότερο, με μια εξαιρετικά εχθρική ρητορική εναντίον του Ρώσου προέδρου προσωπικά, (εκ των πλέον εχθρικών στην Ευρώπη), όπως έγινε και στην περίπτωση του Τραμπ. Αυτό, δηλαδή, μια κυβέρνηση, να προσωποποιεί την εξωτερική της πολιτική, αντί αυτή να γίνεται σε επίπεδο αρχών και όχι προσώπων, και μάλιστα ηγετικών προσώπων Μεγάλων Δυνάμεων, που και οι δυο τους αποτελούν μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ειλικρινά, δεν γνωρίζω τι είδους λογική επικρατούσε στα κεφάλια των σχεδιαστών της. Η Ελλάδα, η κυβέρνησή της, θα μπορούσε να περιοριστεί στο ζήτημα της ανθρωπιστικής βοήθειας, ασφαλώς θα μπορούσε να καλέσει σε ειρήνευση τα αντιμαχόμενα μέρη, (σε αντίθεση με την Ουκρανία που δεν θυμήθηκε να καταδικάσει την Τουρκία για τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή του 1/3 του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τη στήριξη της Κύπρου στον αγώνα της εναντίον της Ρωσίας), ασφαλώς θα μπορούσε να προβάλει ζωηρά την επιθυμία της να παίξει το ρόλο του μεσολαβητή, ουσιαστικά μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για την επίτευξη ειρήνης, και επίσης, ασφαλώς και θα έπρεπε να απόσχει των όποιων οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία επικαλούμενη τη δεινή οικονομική της θέση, και υπενθυμίζοντας τους δημοσιονομικούς της περιορισμούς που απορρέουν από τα Μνημόνια που η ίδια η Ευρώπη μας επέβαλε, (ιδού μια καλή ευκαιρία, να ζητήσει ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στις κυρώσεις και τις συνακόλουθες αρνητικές οικονομικές συνέπειες για την οικονομία της, επανεξέταση αυτών των δημοσιονομικών περιορισμών), τέλος δε, ασφαλώς και θα έπρεπε να απόσχει κάθε προσωπικής αντιπαράθεσης με τον πρόεδρο Πούτιν.

Τέλος, τέταρτον, άφησα την Ευρώπη. Επί τέλους, κατεβείτε από το συννεφάκι σας. Η Ευρώπη, δεν αποτελεί εγγύηση για την εθνική μας κυριαρχία. Αν ποτέ το απευκταίο με την Τουρκία συμβεί, δηλαδή, φτάσουμε σε πολεμική αναμέτρηση, αυτό για το οποίο θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, θα πρέπει να είναι ότι μόνοι μας, εντελώς μόνοι μας να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία και τα εθνικά μας σύνορα, τα οποία δεν παύουν εδώ να τα προβάλλουν και ως «σύνορα της Ευρώπης». Ουδείς «Ευρωπαίος» φαντάρος θα έρθει εδώ, για να υπερασπιστεί κάποια «σύνορα» που αποκαλούνται «ευρωπαϊκά» και που ενδεχομένως πολλοί από αυτούς δεν θα ξέρουν και ποια ακριβώς είναι. Ειδικώς δε με την Τουρκία, είμαι εξαιρετικά προβληματισμένος, και για το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πάρει ανοικτά το μέρος μας, ή θα αρχίσει να πιέζει για λύσεις του τύπου «win-win» όπως προπαγανδίζει η Τουρκία, αφού ουσιαστικά, η Τουρκία ως μη έχουσα τίποτα να δώσει, απλά θα πάρει από τα δικά μας. Και είμαι εντελώς βέβαιος, ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, ασφαλώς και δεν θα τύχει της αντιμετώπισης που η Δύση επιφύλαξε στην περίπτωση του (κατ’ αυτήν -προσωπικά έχω κάποιες επιφυλάξεις επ’ αυτού, αλλά δεν είναι της παρούσης) «ρωσικού αναθεωρητισμού», ούτε και ότι η Ελλάδα, θα τύχει της «αμέριστης» συμπαράστασης στη προσβολή των εκ του Διεθνούς Δικαίου δικαιωμάτων της, με την ίδια ένταση και στον ίδιο βαθμό που υποστηρίζεται η Ουκρανία στον δικό της πόλεμο, για να μην πω, ότι έχω επιφυλάξεις και για τη στάση της ίδιας της Ουκρανίας, τουλάχιστον υπό την νυν ηγεσία της, σε μια ελληνοτουρκική σύγκρουση.

Σε όλες παραπάνω τις τοποθετήσεις, ένας είναι ο κοινός παρανομαστής σε ό,τι αφορά την κατάσταση της εξωτερικής μας πολιτικής. Η εξωτερική μας πολιτική, είναι θύμα των ιδεοληψιών της πολιτικής μας ηγεσίας, πέραν της παραδοσιακής ενδοτικότητας των πολιτικών μας ηγεσιών. Είναι ιδεοληψίες, οι οποίες μας έφεραν στο σημείο να έχουμε «πετύχει», αφού πρώτα «διαγράψαμε» την Ρωσία από τον χάρτη των ενδιαφερόντων της εξωτερικής μας πολιτικής, (λες και διαθέτουμε πολλά διεθνή στηρίγματα και ερείσματα, επομένως και να θυσιάσουμε ένα-δυο δεν τρέχει τίποτα), να απεμπολήσουμε και τη στήριξη των ΗΠΑ εξαιτίας των παιδαριωδών συμπεριφορών μας κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο στη χώρα αυτή, κι έτσι να στηριχτούμε σε ό,τι μας έχει απομείνει, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια Ευρωπαϊκή Ένωση που κι αυτή ψάχνει να βρει πού να στηριχτεί και από πού να πιαστεί, έτσι καθώς μετεωρίζεται μεταξύ Ανατολής και (υπερατλαντικής) Δύσης, μεταξύ δηλαδή Ρωσίας και ΗΠΑ, με κινήσεις σπασμωδικές όταν δεν είναι αλλοπρόσαλλες.

Η Νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία από τη μια και η ιδεοληψία ότι «βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας» από την άλλη, πρέπει να ξανακοιταχτούν από την πλευρά του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, και φυσικά από τη κυβέρνηση συνολικά, διότι, και οι δύο αυτές ιδεοληψίες, με τις πολιτικές που παράγουν, ήδη βρίσκονται σε αποδρομή, αν δεν έχουν ήδη αποδράσει, ενώ εμείς εξακολουθούμε να σχεδιάζουμε πολιτικές εν κενώ, δηλαδή πάνω σε μια πραγματικότητα που πλέον απλά δεν υπάρχει.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ