Βασίλης Βιλιάρδος
Ενώ η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ημερήσια κόστη διαμονής, στα 249 $ την ημέρα (γράφημα), έχει ταυτόχρονα τη χαμηλότερη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη (ΜΚΔ) ανά τουρίστα – περί τα 629 € το 2023 (κάτω από 600 € το 2024), έναντι 1.374 € της Πορτογαλίας και 1.000 $ της Τουρκίας. Δεν είναι οξύμωρο και παράδοξο;
Ασφαλώς θα ήταν, εάν οι τουρίστες πλήρωναν αυτό το κόστος που πληρώνουν οι Έλληνες – κάτι που όμως δεν συμβαίνει, αφού οι ξένοι έρχονται με πάμφθηνα τουριστικά πακέτα.
Όσον αφορά τώρα τη ζημιογόνο διαχείριση του ελληνικού τουρισμού έναντι π.χ. του τουρκικού, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι, το 80% των αναγκών του τουρκικού τουρισμού προέρχεται από εγχώριους συντελεστές παραγωγής – ενώ της Ελλάδας μόλις το 20%. Δηλαδή, η Ελλάδα στέλνει έως και το 80% των τουριστικών εσόδων της στο εξωτερικό, για εισαγωγές – ενώ η Τουρκία το 20%. Λογικά λοιπόν όσο αυξάνεται ο τουρισμός, αυξάνεται και το εμπορικό μας έλλειμμα, μεταξύ άλλων εις βάρος του ΑΕΠ μας – στα 34,6 δις € το 2024!
Φαίνεται από το 2020 όπου, λόγω πανδημίας, είχαμε πτώση της τουριστικής κίνησης κατά 80% και μείωση των τουριστικών εσόδων κατά 13,5 δις € – έναντι του 2019. Έτσι το 2020 είχαμε μείωση των εισαγωγών που απαιτούνταν για το τουριστικό μας προϊόν, κατά 10,5 δις € – γεγονός που τεκμηριώνει τα παραπάνω.
Σε ότι αφορά τη σύγκρισή μας με τη ΜΚΔ και τη δική μας ζημιογόνα τουριστική διαχείριση, έναντι άλλων χωρών, ένα σημαντικό αρνητικό στοιχείο είναι το ότι, είμαστε στην κορυφή του πλανήτη, όσον αφορά τη στενότερη τουριστική περίοδο – αφού στο 3ο τρίμηνο, έχουμε το 58% των τουριστικών αφίξεων και το 60% των τουριστικών μας εσόδων, όταν στην Ισπανία και Πορτογαλία το 42%, στην Γαλλία το 38% και στην Τουρκία το 46%.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, για τον ίδιο αριθμό φιλοξενουμένων τουριστών, στην Ελλάδα χρειαζόμαστε έως και διπλάσιο δυναμικό διαθέσιμων τουριστικών κλινών και διπλάσιο εποχιακά εργαζόμενο προσωπικό – έναντι, για παράδειγμα, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας. Έτσι αφενός μεν υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις προσωπικού στον τουρισμό, αφετέρου στερούνται προσωπικού οι άλλοι κλάδοι – στους οποίους η παραγωγικότητα της εργασίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερη, οπότε οι μισθοί.
Οι χαμηλές τιμές του ελληνικού τουριστικού προϊόντος τώρα, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των εταιριών «τύπου γερμανικής TUI» που λυμαίνονται τη χώρα μας (εισπράττοντας τη μερίδα του λέοντος στις δικές τους χώρες) και των μνημονίων – με τα οποία προωθήθηκαν υπέρμετρα οι μεγάλες τουριστικές επενδύσεις, κυρίως των 5αστερων ξενοδοχείων, έτσι ώστε να υπάρχει υπερπροσφορά κλινών για να διατηρούνται χαμηλές οι τιμές τους.
Ως εκ τούτου, ακόμη και στο δίμηνο του Ιουλίου/Αυγούστου, έχουμε πλεόνασμα κλινών – με πληρότητες στα 5στερα μόλις 70%. Ο συνδυασμός δε της αυξημένης προσφοράς κλινών στα 5άστερα ξενοδοχεία, με τη στροφή της τουριστικής κίνησης στο φτηνό τουρισμό των 3αστερων ξενοδοχείων και την έκρηξη των κλινών των βραχυχρόνιων μισθώσεων, έχουν υπονομεύσει τις τουριστικές τιμές – με αποτέλεσμα να πουλιούνται τα τουριστικά πακέτα πολύ κάτω από τον πληθωρισμό και το κόστος τους, οπότε με ζημία.
Όσον αφορά το συνολικό αριθμό του δυναμικού κλινών του ελληνικού τουρισμού, το 2024 είχαμε περί τις 2.000.000 κλίνες (900.000 ξενοδοχειακές και πάνω από 1.080.000 από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις Airbnb) – οι οποίες, με θεωρητική πληρότητα 100%, θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ολόκληρη την τουριστική κίνηση του 2024 των 36 εκατομμυρίων τουριστών, μόλις σε 100 ημέρες!
Από την άλλη πλευρά, το 17% του εργατικού μας δυναμικού απασχολείται στον τουρισμό, κυρίως εποχιακά – ενώ έχει τη μακράν χαμηλότερη παραγωγικότητα εργασίας στη χώρα, συγκριτικά με όλους τους άλλους κλάδους και τομείς.
Ταυτόχρονα, ο τουριστικός κλάδος είναι ο πλέον τραπεζικά υπερχρεωμένος και με τις μεγαλύτερες ελλείψεις σε προσωπικό τα τελευταία χρόνια – με τεράστιες επιπτώσεις, στην ποιότητα προσφοράς του τουριστικού προϊόντος και στις μελλοντικές τιμές του, στις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων του, στη βιωσιμότητα του τουρισμού, στη διολίσθησή του σε τουριστική μονοκαλλιέργεια, καθώς επίσης στη μεσομακροπρόθεσμη υπονόμευση της οικονομίας μας και της εθνικής μας υπόστασης.
Τέλος, η ονομαστική μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των τουριστών, στην Ελλάδα, μειώνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια – πόσο μάλλον η πραγματική (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού). Παρ’ όλα αυτά, καθώς επίσης παρά την κοστοβόρα κατασκευή, λειτουργία και διαχείριση των 5αστερων ξενοδοχείων, αύξησαν τις κλίνες τους από το 19% το 2019 στο 26% το 2024, σε σχέση με το σύνολο των κλινών των ξενοδοχείων στην Ελλάδα – κλιμακώνοντας έτσι την ποιότητα και την κοστοβόρα λειτουργία τους, ταυτόχρονα με την άνοδο των διαχειριστικών ζημιών τους.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς εάν έχει μέλλον η χώρα, οι Πολίτες της οποίας έχουν καταντήσει στα φτηνά γκαρσόνια της Ευρώπης – ενώ οι ξενοδόχοι της στους πλέον υπερχρεωμένους της ΕΕ, με αποτέλεσμα να παρέχουν συνθήκες εργασίας γαλέρας, λειτουργώντας στην ουσία ως «πάτρωνες» των ξένων.
Η μαγική εικόνα του τουρισμού
Ενώ η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ημερήσια κόστη διαμονής, στα 249 $ την ημέρα (γράφημα), έχει ταυτόχρονα τη χαμηλότερη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη (ΜΚΔ) ανά τουρίστα – περί τα 629 € το 2023 (κάτω από 600 € το 2024), έναντι 1.374 € της… pic.twitter.com/LoKdIXofbV
— Βασίλης Βιλιάρδος (@ViliardosV) March 28, 2025
Συνιστώ Φινλανδία!