Νέος, μορφωμένος, έμπειρος και ταπεινός. Αυτά είναι τα πρώτα πράγματα που αντιλαμβάνεσαι από τα πρώτα λεπτά γνωριμίας με τον Δημήτρη Καρεκλίδη.
Από τη Σούζη Στεφανίδη
Αφησε τον Βόλο για να έρθει να αναλάβει τα ηνία της ιστορικής εφημερίδας «Θεσσαλονίκη», που επανεκδίδεται, και πραγματικά δεν θα μπορούσα να σκεφτώ κάποιον ιδανικότερο. Αυτό που σπανίζει στον χώρο της δημοσιογραφίας είναι το ήθος και στην περίπτωση του Δημήτρη Καρεκλίδη αυτό είναι το πρώτο και βασικό.
Πώς άρχισε το ταξίδι στη δημοσιογραφία;
Ως γιος δημοσιογράφου και εκδότη του Βόλου, ήταν μοιραίο να έρθω σε επαφή, από πολύ μικρή ηλικία τόσο με το ραδιόφωνο όσο και με τις εφημερίδες. Μεγάλωσα μέσα σε ραδιοφωνικά στούντιο και τυπογραφεία εφημερίδων. Ακόμα και στο σχολείο με εφημερίδα ασχολούμουν. Παραλαμβάνοντας από παλαιότερους, συνεχίσαμε τον «Μαθητικό Παλμό», ο οποίος βραβεύθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό μαθητικών εντύπων που διοργάνωνε τότε ο όμιλος Λαμπράκη. Ακολούθησαν σπουδές στη δημοσιογραφία στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ, όπου είχα την τιμή να έχω καθηγητή τον σημερινό διευθυντή της εφημερίδας «Εστία» Μανώλη Κοττάκη, με τον οποίο φτάσαμε δύο δεκαετίες αργότερα να είμαστε συνεργάτες.
Η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» με ποιο όραμα ξεκινάει;
Για τους Θεσσαλονικείς το όνομα έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς αποτελεί έναν από τους ιστορικούς τίτλους εφημερίδων με τους οποίους μεγάλωσαν γενιές και γενιές αναγνωστών. Η κυκλοφορία της νέας «Θεσσαλονίκης» με εκδότη τον Γιάννη Φιλιππάκη φιλοδοξεί να γίνει η φωνή της πόλης. Δηλαδή η φωνή των πολιτών. Από την πρώτη στιγμή που άρχισε να γίνεται γνωστό ότι θα κυκλοφορήσει η εφημερίδα εισέπραξα τον ενθουσιασμό, την αδημονία και την προσμονή των κατοίκων αυτής της όμορφης πόλης να αποκτήσουν πάλι τη δική τους εφημερίδα. Αυτό είναι το όραμά μας: να γίνουμε το μέσο έκφρασης των Θεσσαλονικιών.
Ποιες είναι οι απαράβατες αρχές σου στη δημοσιογραφία;
Προέρχομαι από μια δημοσιογραφική οικογένεια που πάντα είχε ως αρχή να υπηρετούμε την αλήθεια δίχως να αδικούμε κανέναν. Υποχρέωσή μας όμως, από την άλλη, είναι να ελέγχουμε και την εξουσία και να ασκούμε αυστηρή κριτική, δίχως εμπάθεια και υπερβολές. Εργοδότες μας είναι οι αναγνώστες μας και σ’ αυτούς λογοδοτούμε. Τίποτα και κανένας δεν βρίσκεται πάνω από αυτούς.
Γεννήθηκες και μεγάλωσες στον Βόλο.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Ιωνία Βόλου, στην περιοχή Γερμανικά. Οι γονείς μου δούλευαν όλη τη μέρα για να προσφέρουν σ’ εμένα και στην αδελφή μου Κατερίνα, επίσης δημοσιογράφο, ό,τι μπορούσαν καλύτερο. Το να μεγαλώνεις σε μια προσφυγική περιοχή, όπως είναι και πολλές περιοχές στη Θεσσαλονίκη, σε φέρνει σε επαφή με άλλης πάστας ανθρώπους. Με χαρά διαπιστώνω ότι υπάρχουν ακόμα και σήμερα πολλοί τέτοιοι άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη.
Βρίσκεις ομοιότητες ή και διαφορές στις δύο πόλεις;
Ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη είναι «αδελφές» πόλεις. Θα έλεγα το πιο κοινότοπο, που είναι ότι μοιάζουν επειδή είναι παραλιακές πόλεις, αλλά είναι πολλά παραπάνω τα κοινά σημεία. Η απόσταση μεταξύ τους είναι σχετικά μικρή και οι συχνές επισκέψεις εκατέρωθεν έχουν δημιουργήσει παρέες που διαρκούν στον χρόνο, ακόμα και οικογένειες. Μας ενώνουν οι κοινές καταβολές και η ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων. Η Θεσσαλονίκη άλλωστε ήταν καρπός του γάμου του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου με την τρίτη του σύζυγο Νικησίπολη από τις αρχαίες Φερές, το σημερινό Βελεστίνο Μαγνησίας.
Σε ποια θέματα θα εστιάσεις ως επικεφαλής της νέας εφημερίδας «Θεσσαλονίκη»;
Η «Θεσσαλονίκη» κυκλοφορεί ξανά με σκοπό να γίνει η αγαπημένη συνήθεια του Σαββατοκύριακου. Για να το πετύχουμε αυτό, θα εστιάσουμε στην καθημερινότητα του πολίτη. Μπορεί να θεωρείται κλισέ η φράση, αλλά ο στόχος μιας τοπικής εφημερίδας είναι κυρίως αυτός: να ασχοληθεί με τα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη και να επιδιώξεις τη λύση τους ασκώντας προφανώς τη σχετική πίεση, επιμένοντας δημιουργικά προς αυτή την κατεύθυνση, δίχως σκοπιμότητες και ιδιοτέλεια.
Η ορθή δημοσιογραφία είναι ένα μέσο πίεσης ώστε να αλλάξουν τα κακώς κείμενα μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη;
Θα ήταν ευχής έργον, αν και θεωρώ ότι είναι ανέφικτο, με μια απλή αναφορά, ένα μονόστηλο, όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα, να λύνονταν προβλήματα, απλά ή σύνθετα. Δεν είναι όμως εύκολο. Η δημοσιογραφία οφείλει να πιέζει την εκάστοτε εξουσία για να αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή των πολιτών. Οσο ευρύτερος είναι ο αριθμός των ανθρώπων που ζητούν μια αλλαγή τόσο μεγαλύτερη και η πίεση που ασκείται. Ο δημοσιογράφος απλώς διαβιβάζει το αίτημα και καταγράφει την εξέλιξή του μέχρι αυτή να υλοποιηθεί. Οφείλει να επανέρχεται μέχρι να ικανοποιηθεί η κοινωνική απαίτηση. Θυμάμαι μια ιστορία που άκουσα σε μια πρόσφατη συνάντηση δημοσιογράφων της παλιάς «Θεσσαλονίκης» για να τιμήσουν τον διευθυντή τους Αντώνη Κούρτη. Λίγες ημέρες μετά τον ισχυρό σεισμό που έπληξε την πόλη τον Ιούνιο του 1978 η «Θεσσαλονίκη» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο: «Κάτι ξεχάσατε, κ. Καραμανλή». Αφορμή ήταν η δέσμευση του τότε πρωθυπουργού για την ίδρυση Εργαστηρίου Σεισμολογίας, την οποία δεν τήρησε άμεσα. Διαβάζοντας το πρωτοσέλιδο, ο Καραμανλής τηλεφώνησε στον Κούρτη και τον ενημέρωσε πως ό,τι υποσχέθηκε θα το κάνει, ιδρύοντας στη συνέχεια το εργαστήριο με επικεφαλής τον Βασίλη Παπαζάχο. Αυτή είναι η πεμπτουσία της δημοσιογραφίας.
Τι να περιμένουμε στο πρώτο φύλλο της «Θεσσαλονίκης»;
Οπως είναι λογικό, στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας θα επιχειρήσουμε να δώσουμε το δικό μας στίγμα στην τοπική ενημέρωση. Το στίγμα μας θα είναι το πρωτογενές περιεχόμενο που θα αφορά όλους τους Θεσσαλονικείς, με συνεντεύξεις, ρεπορτάζ και σχόλια για ό,τι συμβαίνει και πολλές φορές δεν μαθαίνεται. Το σύνθημά μας, άλλωστε, συνοψίζει αυτή τη φιλοσοφία. Θα είμαστε μια πολη-εφημερίδα.
Πηγή: Espresso