Καλωσορίζοντας Ένα Ακόμα Δυστοπικό Νέο Έτος με Πλοηγό ένα Δυστοποπικό Παλαιοκομματικό Σύστημα Εξουσίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

Ζούμε ένα παρόν, που είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει, είναι ό,τι δικαιούμαστε, λαμβανομένων υπόψη των πολιτικών μας επιλογών.

Η νοσηρότητα του πράγματος, έγκειται στο ότι μονίμως και διαρκώς, για δεκαετίες και εικοσαετίες διαμαρτυρόμαστε, για το πολιτικό μας σύστημα, και ιδίως αυτό που συγκροτεί ό,τι αποκαλούμε Παλαιοκομματικό Σύστημα Εξουσίας, αλλά την ίδια στιγμή, είναι το ίδιο ακριβώς Σύστημα, το οποίο επιλέγουμε με τη ψήφο μας και το νομιμοποιούμε. «Ακριβώς» το ίδιο», ασφαλώς δεν είναι. Είναι πολύ χειρότερο σήμερα. Τέτοια «πρόοδος».

Το μέλλον που θα ζήσουμε ομοίως θα είναι αποτέλεσμα των μελλοντικών μας πολιτικών επιλογών, οι οποίες, δεν διαβλέπω ότι θα είναι καλύτερες από τις σημερινές. Εύχομαι τουλάχιστον να μην είναι χειρότερες.

Η (εκάστοτε) Σημερινή Δυστοπία, αναπαράγει την (εκάστοτε) Αυριανή Δυστοπία.

Οι επιλογές μας έχουν διαμορφώσει ένα δυστοπικό πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου διαβιώνει ένα εξίσου Δυστοπικό Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας.

Αυτή τη διαδικασία, μπορούμε να τη συντομεύσουμε από την άποψη της παρατήρησης.

Μπορούμε να θέσουμε ως Έτος Βάσης της παρατήρησης το 2010 και ως Περίοδο Βάσης την Περίοδο 2010-2018´

Μέρες μου είναι, ίσως πει κάποιος, ότι αυτές οι γραμμές, δεν έχουν σχέση με τις «παραδοσιακές ευχές» και το «παραδοσιακά γιορτινό και ευχάριστο κλίμα» που θα περίμενε κάποιος να διαβάσει τούτες τις ώρες.

Όμως, δεν θα δεχτώ την παρατήρηση. Ο τίτλος του άρθρου, εξ αρχής δείχνει τις προθέσεις του.

Ό,τι λέω, είναι πως αρνούμαι να παίξω το παιχνίδι των παραισθήσεων. Προσωπικά, θέλω να πιστεύω, δεν ξέρω αν το έχω κατορθώσει, ότι δεν είμαι κάτι διαφορετικό από ό,τι δηλώνω, δεν νομίζω ότι ζω σε μια χώρα διαφορετική από αυτή που ζω, ούτε ότι τάχα είμαι φτωχός επειδή απλά αισθάνομαι φτωχός.

Προσωπικά λοιπόν, το «παραδοσιακό ευχάριστο κλίμα», έχει πεθάνει από πολλού. Υπάρχει μόνο το φάντασμά του, ορατό μόνο από άλλα φαντάσματα. Όμως, μέχρι εκεί δεν έχω φτάσει ακόμα, ώστε να είμαι σε θέση να βλέπω φαντάσματα, ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω.

*

Η Ελλάδα το 2010 εισήλθε στον Αστερισμό της Μνημονιακής Αθλιότητας.

Παρότι η Παλαιοκομματική Αθλιότητα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες σε τούτο τον τόπο, που φτάνουν στις πρώτες ώρες συγκρότησης του Νεοελληνικού Κράτους, εν τούτοις, υπήρξαν κάποιες καμπές στην ιστορία της Ελλάδας, όχι πολλές, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομβικές από πολλές και σημαντικές απόψεις, διότι καθόρισαν μακροχρόνιες εξελίξεις οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Κομβικές στιγμές, που αρχικά δημιουργούσαν αισιοδοξία, πριν καταβυθιστούν κι αυτές στην απαισιοδοξία. Τα τέσσερα τελευταία κομβικά σημεία αυτής της σημασίας, κατά την άποψή μου, είναι, αρχίζοντας από το πιο παλιό, η Μικρασιατική Εκστρατεία και ό,τι ακολούθησε, ασφαλώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η συμμετοχή της χώρας μας σ’ αυτό, μαζί με ό,τι εξυφάνθηκε κατά την περίοδο της Κατοχής εδώ αλλά και στο εξωτερικό όπου είχε μεταφερθεί η ελληνική Κυβέρνηση και τμήματα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, το τρίτο κομβικό σημείο είναι η ένταξή μας στην (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (Ε.Ο.Κ.) και το τελευταίο κομβικό σημείο είναι η Ελλάδα των Μνημονίων. Που κατέληξαν; Πού πήγαν οι αρχικές προσδοκίες; Την απάντηση την δίνει το 2010 και τα Μνημονιακά Ερείπια, τα οποία σάρωσαν τα επιτεύγματα σχεδόν όλης της μεταπολεμικής Ελλάδας και όχι μόνο της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης.

Όταν σήμερα, λοιπόν, τελευταία ημέρα του έτους 2024, παραμονή πρωτοχρονιάς, κοιτάμε το μέλλον μας και θέλουμε έστω και υπό τύπο ευχών να αναφερθούμε σ’ αυτό και στο Νέο Έτος που σε λίγες ώρες θα μπει, είναι ανάγκη, να γνωρίζουμε ποιες είναι οι αιτίες των δεινών που μας καταδυναστεύουν ως πολίτες και που ταυτόχρονα καταδυναστεύουν και την ίδια την Ελληνική Δημοκρατία αλλά και υπονομεύουν την ίδια την εθνική μας ανεξαρτησία.

Δυστυχώς για εμάς και τη χώρα μας, το παραπάνω κοκτέιλ καταδυναστεύσεων, είναι πλουσιότατο, έχοντας η φροντίσει γι’ αυτό η Μνημονιακή Αθλιότητα, να οδηγήσει τη χώρα και τον λαό της, αλλά και την ίδια την Δημοκρατία, στον βυθό της πλέον απεχθούς Δυστοπίας. Τα Μνημόνια, δεν είναι ότι επέβαλαν «σκληρά» μέτρα. Προσωπικά ποτέ μου, ούτε σε ένα άρθρο μου, από τη πρώτη στιγμή που ψηφίστηκε το πρώτο Μνημόνιο, δεν καταφέρθηκα κατ’ αυτών διότι επέβαλαν «σκληρά» μέτρα. Ούτε αγνοώ, ότι έρχονται στιγμές που μέτρα ενίοτε σκληρά επιβάλλονται.

Η μόνιμη ένστασή μου, έναντι των Μνημονίων ήταν ότι τα μέτρα τους, ήταν άδικα ως προς την ίδια τους την φιλοσοφία καταλογισμού των βαρών στα Συνήθη Υποζύγια, πέραν του ότι ήταν και αναποτελεσματικά. Όμως, τέτοιες έννοιες, όπως «δίκαιο» και «άδικο», «αποτελεσματικότητα» και «αναποτελεσματικότητα», είναι φορτισμένες και από την ιδεολογία. Εξαρτάται από την ιδεολογία του έχοντος την εξουσία να επιβάλλει τις όποιες πολιτικές, διότι αυτός είναι που θα ορίσει και το περιεχόμενο τέτοιων όρων όπως οι αμέσως προηγούμενοι, και όχι μόνο, αλλά ακόμα και, π..χ., τι συνιστά «συνταγματική τάξη» και τι όχι, τι συνιστά «περιεχόμενο της Δημοκρατίας» και τι όχι, αν θα πρέπει να υπάρχει «Κοινωνικό Κράτος» ή όχι, κι αν ναι υπό ποια μορφή και σε ποια έκταση κ.λπ. Οι όροι αυτοί, είναι γνωστό, πως για τον νεοφιλελευθερισμό, και άρα για τα Μνημόνια, έχουν μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία αλλά και περιεχόμενο σε σχέση με ό,τι «κλασικά» γνωρίζαμε γι’ αυτούς, αλλά και τους βιώναμε ως εφαρμοσμένες πολιτικές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν τουλάχιστον μεταπολεμικά στη Δύση, για να μην πάμε πιο πίσω στο χρόνο.

Οι ιερείς της Μνημονιακής Εκκλησίας, χαρακτήρισαν τα Μνημόνια «Σωτήρια» και «Μονόδρομο». Σαν τέτοια τα ευλόγησαν και σαν τέτοια τα νομοθέτησαν ως τη νέα πολιτειακή, πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας των Μνημονίων, όπως αυτή η πραγματικότητα εξυφάνθηκε και επιβλήθηκε κατά την Περίοδο της Εγκαθίδρυσής της (2010-2018).

Νέα πολιτειακή πραγματικότητα, διότι κατά την παραπάνω περίοδο, το Σύνταγμα της Χώρας σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις του πρόνοιες για την λειτουργία του ίδιου του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, αλλά και θεμελιώδη οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ατομικά και συλλογικά, εκθεμελιώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Έτσι, με την πρώτη αυτή πραγματικότητα, την πολιτειακή εκδοχή της Μνημονιακής Αθλιότητας, το έθνος διδάχτηκε πως τα Μνημονιακά νομοθετήματα, αποτελούν το Νέο Σύνταγμα της Χώρας, και εγκαθιδρύουν μια νέα αντίληψη περί «Γενικού Συμφέροντος». Έτσι, όποτε και αν, Μνημόνια και Σύνταγμα συναντώνται, καλώς, άλλως, θα ισχύει η Μνημονιακή Τάξη Πραγμάτων.

Νέα πολιτική πραγματικότητα, διότι κατά την παραπάνω περίοδο, ο Παλαιοκομματισμός επαναβεβαίωσε την κυριαρχία του, και μάλιστα ενισχυμένος με νέους συνοδοιπόρους τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της νομής της εξουσίας, και μάλιστα από τον «προοδευτικό» χώρο. Είναι ο ίδιος αυτός Παλαιοκομματισμός, ο οποίος παρέδωσε τη χώρα και τον λαό της βορά στη λοιδορία και τη λεηλασία των «εταίρων» μας ξένων δανειστών που έλαβαν τον τίτλο του «Σωτήρα».

Έτσι, με την δεύτερη αυτή πραγματικότητα, την πολιτική εκδοχή της Μνημονιακής Αθλιότητας, το έθνος αλυσοδέθηκε στο νεκραναστημένο πτώμα του Παλαιοκομματισμού, με τις νεκραναστημένες του ανικανότητες, με την νεκραναστημένη του διαπλοκή και διαφθορά, αλλά, πολύ πιο επίφοβο πλέον, διότι τούτο το πτώμα, αποτελεί τον εντολοδόχο και εκτελεστή της βούλησης της ξενόφερτης Μνημονιακής Τάξης Πραγμάτων, και επομένως κατέχει στα χέρια του εξουσία που πριν δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι είχε : την εξουσία να κυβερνά με βάση την υπερσυνταγματική Μνημονιακή Τάξη Πραγμάτων, με την οποία εγκαθιδρύθηκε η υπεροχή  της εξουσίας των Μνημονίων έναντι του Συντάγματος (κυρίως de facto αλλά εν πολλοίς και de jure ελέω Δικαιοσύνης όταν αυτή, όχι σπάνια, ευλογεί τους Μνημονιακούς Νόμους κηρύσσοντάς τους «συνταγματικούς»  εν ονόματι του «γενικού συμφέροντος», έτσι όπως αυτό επιχειρηματολογείται από τους συντάκτες των Μνημονίων) και επομένως να μην υποχρεούται πλέον να λογοδοτεί στον λαό, αλλά στα ξένα κέντρα που επέβαλαν τα Μνημόνια, των οποίων κέντρων στον πυρήνα τους βρίσκεται το Βερολίνο.

Νέα κοινωνική πραγματικότητα, διότι κατά την παραπάνω περίοδο, το Κοινωνικό Κράτος συντρίφτηκε ως κάτι το ιδεολογικά «ξεπερασμένο», και ως κάτι το οικονομικά ασύμφορο, και υποκαταστάθηκε από το Κράτος των Επιδομάτων, που διανέμονται ως ελεημοσύνες στα «πιο» «ευάλωτα» τμήματα της κοινωνίας, τα οποία προκύπτουν από μια επαναδιατυπωμένη θεωρία του ποιος θεωρείται «έχων και κατέχων» και ποιος όχι στην Νέα Ελλάδα των Μνημονιακών Ερειπίων.

Το 2025 που περιμένουμε να εισέλθει, όπως και τα επόμενα 36 που θα ακολουθήσουν, έως το 2060 δηλαδή, θα είναι μια σειρά Μνημονιακών Ετών, με ό,τι αυτό σημαίνει.

*

Την ίδια στιγμή, το παλαιοκομματικό ελληνικό πολιτικό σύστημα εξουσίας εξακολουθεί να είναι ένα κλειστό πολιτικό σύστημα, μοναδική έγνοια του οποίου είναι η διαιώνιση του μέσω της αυτοαναπαραγωγής του. Δεν βρισκόμαστε στον πάτο σε κρίσιμα μεγέθη οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας ως χώρα. Βρισκόμαστε στον πάτο από άποψη επάρκειας των πολιτικών μας ηγεσιών. Το γενικότερο status της χώρας αποτελεί την εικόνα της επάρκειας της εκάστοτε πολιτικής της ηγεσίας. Αυτό αποτελεί επίσης μια πραγματικότητα, από εκείνες της Παλαιοκομματικές Αθλιότητες, που έχουν «κανονικοποιηθεί» και επομένως, απολαμβάνουν την ανοχή του κοινωνικού σώματος. Η επιβίωση του συγκεκριμένου Νεοφιλελεύθερου Παλαιοκομματικού Συστήματος Πολιτικής Εξουσίας, οφείλεται στην σθεναρή του υποστήριξη από τα Ξένα Κέντρα που επέβαλαν τα Μνημόνια στην Ελλάδα. Η πολιτική παρέμβαση του Ξένου Παράγοντα στην Ελλάδα, προκειμένου να διασωθεί ο Παλαιοκομματισμός, υπήρξε αφόρητη, το θυμόμαστε, άλλοτε έμμεσα, άλλοτε άμεσα, ακόμα παρεμβαίνοντας και σε κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις υπέρ των «εκλεκτών» των Κέντρων αυτών.

*

Συνεπώς, όταν θα κάνουμε τις ευχές μας για το χρόνο που έρχεται και όσα θα ακολουθήσουν, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε που βρισκόμαστε, τι βιώνουμε, και από τι πράγματι θέλουμε να απαλλαγούμε. Αν αυτό δεν είναι συνειδητοποιημένο, όχι ως μια περιρρέουσα γενική αντίληψη, αλλά πολύ συγκεκριμένα, τότε, καλό είναι να παραδεχτούμε πως μάλλον, παίζουμε με το μέλλον μας, παίζουμε με την ζωή μας, ουσιαστικά αφήνοντας τα πράγματα να πάνε όπως τύχει και όπου βγουν.

Και ο καλύτερος τρόπος για να διαπιστώσει κανείς που βρισκόμαστε, δεν είναι άλλος από τον ίδιο το να διαπιστώσει κανείς, και να έχει το κουράγιο να περιγράψει την προσωπική του κατάσταση.

Ο κάθε πολίτης, μπορεί να κάνει έναν απολογισμό για το τι βιώνει σήμερα και κυρίως γιατί το βιώνει. Δεν αρκεί να λέμε ότι ο μισθός ή η σύνταξη δεν βγαίνει μέχρι το τέλος του μήνα, ούτε ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να περάσει ούτε από το πεζοδρόμιο έξω από μια τράπεζα και ότι αντιμετωπίζει μη φιλικές ή και εχθρικές πολιτικές, δεν αρκεί να λέμε ότι δεν μπορούμε να πληρώσουμε πλέον φόρους κάθε είδους, ΔΕΗ και τηλεφωνία, και ότι εκατομμύρια άλλοι σαν εμάς είναι το ίδιο «αφερέγγυοι», δεν αρκεί να λέμε ότι δεν μένει ούτε ένα ευρώ προς αποταμίευση, δεν αρκεί να λέμε ότι δεν είναι ακρίβεια αυτό που ζούμε, είναι μια καθαρή αισχροκέρδεια, πάει να πει κλοπή, για την οποία ασφαλώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να παίζει τον Πόντιο Πιλάτο, πρέπει ο καθένας μας να θέσει το μεγάλο ερώτημα : κι εγώ, πέραν από τα να καταγγέλλω, τι άλλο κάνω, ή μήπως, η απραξία μου, είναι πλέον το όριο αυτού που μπορώ και είμαι σε θέση και εν τέλει θέλω να κάνω, τουλάχιστον από άποψη ψυχικών αντοχών; Όμως, δυστυχώς, η ίδια η Ζωή, είναι σκληρή στις απαιτήσεις της. Αυτό ισχύει για άτομα και λαούς. Μπορείς να τα παρατήσεις, αλλά, δεν θα έχεις πλέον ρόλο ούτε στην ίδια σου τη ζωή, διότι αυτόν τον ρόλο θα τον γράφουν άλλοι.

*

Είναι ανάγκη ακόμα, ο απλός πολίτης, κάνοντας τον απολογισμό των χρόνων που πέρασαν και έχοντας συνειδητοποιήσει πως αυτά που έρχονται είναι επίσης Μνημονιακά Χρόνια, με ό,τι αυτό σημαίνει, να μη λησμονεί την Μεγάλη Παρακαταθήκη της περιόδου 2010-2018, που είναι ότι : για τις επόμενες δεκαετίες, ξεχάστε συνταγματικά και δημοκρατικά δικαιώματα.

Όταν η «συνταγματική τάξη» και τα δημοκρατικά δικαιώματα, θα συγκρούονται με την οικονομική και δημοσιονομική τάξη και τις απαιτήσεις τους, τότε, τα πρώτα από τα παραπάνω δικαιώματα είναι αυτά που θα υποχωρήσουν και προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των δεύτερων.

Αυτή η Μεγάλη Παρακαταθήκη, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, αποτελεί νομοθετημένη πραγματικότητα, υιοθετημένη και από την Δικαιοσύνη, η οποία πλέον ταυτίζει τις Μνημονιακές επιταγές ως «γενικότερο συμφέρον» (είναι το παλιό «εθνικό συμφέρον» του οποίου οι εθνομηδενιστές άλλαξαν τον τίτλο «εθνικό» σε «γενικό») και επομένως, η Μνημονιακή Δημοκρατία που διαδέχθηκε την εκπεσούσα κατά την Περίοδο της Εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, είναι αυτή που ως παρένθετη ανώμαλη πολιτική και πολιτειακή εξέλιξη έχει επιβληθεί και ισχύει τρεχόντως. Αυτή η Μνημονιακή Δημοκρατία, είναι δομημένη πάνω στην ακραία νεοφιλελεύθερη αντίληψη που υποστηρίζει και προάγει την μέγιστη δυνατή συσσώρευση πλούτου και εισοδημάτων στον ελάχιστον δυνατό αριθμό ατόμων, μια χορεία ολιγαρχών, που νέμονται καρτελοποιώντας την οικονομία και την αγορά.

Δεν γνωρίζω πώς θα αποτινάξει ο λαός όσο πιο έγκαιρα είναι δυνατόν τις Μνημονιακές της αλυσίδες πριν αποστραγγισθούν οι όποιες διαθέσιμες ακόμα δυνάμεις και δυνατότητες της Ελλάδας. Η πιο κοινότοπη απάντηση θα μπορούσε να ήταν πως αυτό θα το πετύχει με τη ψήφο του. Είδαμε στο Δημοψήφισμα του 2015, τη τύχη της λαϊκής βούλησης όταν συγκρούεται με την βούληση της Μνημονιακής Αθλιότητας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ