Κυριακή Φράγκου, δίπλα στους αστέγους της πόλης της Θεσσαλονίκης

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Εδώ και δέκα χρόνια η Εθελοντική Διακονία Αστέγων Θεσσαλονίκηςβρίσκεται κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά δίπλα στους αστέγους της πόλης, προσφέροντας ένα ζεστό φαγητό, ένα καθαρό ρούχο και ένα βλέμμα γεμάτο ανθρωπιά. Ολα αυτά τα χρόνια η πρόεδρος της Εθελοντικής Διακονίας, Κυριακή Φράγκου, βίωσε συγκινητικές στιγμές, οι οποίες αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη της.

Η ίδια, μιλώντας στην «Ορθόδοξη Αλήθεια», εξιστορεί όλα όσα έγιναν την πρώτη φορά που επρόκειτο να περάσει μαζί με τους αστέγους τα Χριστούγεννα. Ανακοίνωσε στα μέλη της οικογένειάς της ότι θα έτρωγε με τους αστέγους και με τους εθελοντές σε τραπέζια -τα οποία θα έστηναν στον δρόμο- και ανέμενε τις αντιδράσεις τους. «Ο σύζυγός μου ο Δημήτρης μού είπε ότι δεν θα ερχόταν, αλλά ήταν ωστόσο πρόθυμος να βοηθήσει όπως μπορούσε. Τα παιδιά μου, η Φωτεινή και ο Νίκος, συμφώνησαν πως ούτε και αυτοί θα έρχονταν. “Δεν πειράζει”, τους απάντησα, “εγώ θα πάω!”» αναφέρει.

«Νωρίς το απόγευμα είχαμε βάλει μπρος τη μηχανή, φορτώσαμε την ψησταριά, το τραπέζι, όλα τα ψώνια και φτάσαμε στο ραντεβού με το “θαύμα”. Ολοι ήταν εκεί. Η φωτιά άναψε, η τσίκνα απ’ το κρέας σκόρπισε στην άδεια πόλη. Παρόλο που το κρύο ήταν τσουχτερό, πολλοί ήταν οι εθελοντές που πήραν μέρος στο “θαύμα”. Καθώς σερβίραμε το φαγητό πλησιάζει μπροστά μου ένα παιδί γύρω στα είκοσι και μου λέει: “Κυρία Κυριακή, μπορώ να φάω πολύ; Να φάω και για αύριο ή θα πάρουμε και μαζί μας;” “Θα πάρετε” ψέλλισα μέσα στην ντροπή μου! Υστερα από λίγη ώρα διέκρινα τον σύζυγό μου, τον Δημήτρη. Τα έχασα όταν τον είδα, επειδή σκέφτηκα πως αυτός δεν θα ερχόταν. “Κική, δώσε μου τρία γεύματα, είδα στην Τσιμισκή κάποιους αστέγους, έχουν πολλά πράγματα και δεν ήρθαν” μου είπε. Του έδωσα τα γεύματα και έδωσα εκείνη την παγωμένη νύχτα των Χριστουγέννων το πιο χριστουγεννιάτικο χαμόγελό μου» λέει χαρακτηριστικά γυρνώντας πίσω τον χρόνο!

Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές ήταν όταν κατά τη διάρκεια των εορτών η κυρία Φράγκου, κατά τη διανομή του φαγητού, συνάντησε τυχαία μια τετραμελή οικογένεια αστέγων, που διέμενε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Τους έδωσε φαγητό και στα δύο παιδιά πρόσφερε σοκολατένιους Αγιους Βασίληδες. «Τα παιδιά αγνόησαν τη σούπα και πήραν αμέσως τον σοκολατένιο Αγιο Βασίλη. Η σοκολάτα στα χείλη τους έμοιαζε με στολίδια χριστουγεννιάτικα» θυμάται η κυρία Φράγκου και συμπληρώνει:

«Από εκείνο το σημείο και μετά οι συναντήσεις μας έγιναν πιο συχνές. Οι μικροί φίλοι με είχανε ρωτήσει πώς με λένε. Τους είχα πει “Κυριακή” και αυτοί μου είπαν πως θα με φωνάζουν “Κυρία Χριστούγεννα”. Περνούσαν οι μήνες και η οικογένεια αυτή συνέχισε να ζει στο αυτοκίνητο. Μια ημέρα δεν τους βρήκαμε και αναρωτήθηκα για το πού είχαν πάει. Ωσπου κάποια στιγμή δέχτηκα ένα τηλεφώνημα. Ο αριθμός που με καλούσε ήταν γνωστός. Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο π. Αλέξανδρος, που μου είπε τα εξής: “Ηθελα να σου μεταφέρω πολλές ευχαριστίες από την οικογένεια που ζούσε στο αυτοκίνητο. Τώρα βρίσκονται στα Γρεβενά. Τους πήρε κοντά της μια κυρία που ζούσε μόνη της. Τα παιδιά τους, η Αννούλα και ο Γιώργος, μου ζήτησαν να πω στην “Κυρία Χριστούγεννα” πως την αγαπούν πολύ».

O Kλαους που το κρύο του τρυπούσε τα κόκαλα

Αξέχαστα έχουν μείνει στην κυρία Φράγκου και όσα έζησε μια Πρωτοχρονιάεν μέσω βαρυχειμωνιάς. Μαζί με τους εθελοντές μετέφεραν σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο καυτή κοτόσουπα, φλαμούρι με φρούτα, γλυκά κ.ά. Σε μία από τις στάσεις η κυρία Φράγκου άρχισε να αναζητά κάποιον άστεγο, γνώριμό της από τις προηγούμενες επισκέψεις. «Το φορτηγό έσβησε τη μηχανή και οι εθελοντές ξεκίνησαν τη διανομή. “Ο Κλάους πού είναι;” ρώτησα έναν συνεργάτη μας. “Εκεί, στο παγκάκι, δεν έχει σηκωθεί”. Πήγα κοντά του, τον άγγιξα με ένα απαλό χάδι, έκανα με τα χέρια μου κινήσεις για να σηκωθεί. Ο Κλάους είναι ένας Γερμανός που δεν γνωρίζει τη γλώσσα μας ούτε και εμείς τη δική του.

Η κυρία Φράγκου μοιράζοντας φαγητό σε αστέγους της Θεσσαλονίκης

Η θερμοκρασία ήταν πέντε βαθμοί υπό το μηδέν και το κρύο τρυπούσε κόκαλα. Ετρεμε και από το κρύο και εξαιτίας της νόσου του Πάρκινσον. Εβαλα στα δυο του χέρια την κοτόσουπα και αυτή χύθηκε. Ετρεμε σαν το ψάρι στην άμμο, κούνησε το κεφάλι αρνητικά πως δεν μπορεί. Αρπαξα τη σούπα και γύρισα στο καζάνι, τη γέμισα και πήγα μια ανάσα δίπλα του. Τον τάισα κουταλιά κουταλιά, όπως έκανα και για τα μωρά μου. Τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν της Λαμπρής τα αβγά, το ίδιο Πάσχα ζούσαν και τα δικά μου μάτια» αναπολεί συγκινημένη η κυρία Φράγκου.

Και προσθέτει: «Προσπαθούσα να ελέγξω το αριστερό μου μάτι, που είχε γίνει μια μικρή λίμνη με δάκρυα. Ο Κλάους έτρωγε και πεινούσε για την αγάπη. Και εγώ εκείνη την Πρωτοχρονιά έγινα αγάπη για αυτόν, που δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, αλλά με την καρδιά πιάσαμε φλύαρη κουβέντα. Οταν ο Κλάους έφαγε όλη τη σούπα είπα στους εθελοντές ότι η χρονιά τελείωσε για εμένα. Τέτοια εμπειρία, τέτοια Πρωτοχρονιά δεν θα ξαναζήσω».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ