Οι γιορτές των Χριστουγέννων παραδοσιακά εορτάζονταν πολύ πιο απλά στον Ελληνορθόδοξο χριστιανικό κόσμο σε σύγκριση με τους χριστιανούς της Δύσης. Ο λόγος ήταν ότι τα Χριστούγεννα για εμάς τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς ήταν μια κυρίως θρησκευτική και πνευματική εορτή παρά να είναι κοσμική.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, τα υλικά αγαθά που αφθονούν στις μέρες μας και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας, μας έχουν ουσιαστικά απομακρύνει από πολλά έθιμα, όπως είναι αυτά των Χριστουγέννων.
Τόσο πολύ, μάλιστα, που πολλοί από εμάς είτε δεν τα γνωρίσαμε είτε τα θυμούμαστε ελάχιστα. Κάποιοι, όμως, ιδιαίτερα στα χωριά της υπαίθρου, επιμένουν να δηλώνουν πιστοί στην παράδοση του τόπου. Χριστούγεννα, η πιο όμορφη μέρα του χρόνου, όχι μόνο η 25η Δεκεμβρίου αλλά ολόκληρο το Δωδεκαήμερο.
Οι μέρες του Δωδεκαημέρου από παλιά ήταν μέρες χαράς για όλα τα μέλη της οικογένειας, για όλους τους συγγενείς και για όλο το χωριό. Οι θύμησες στρέφονται πολλά χρόνια πίσω, τη δεκαετία του 60’ και 70 στο χωριό μου τη Τριμίκλινη. Περιμέναμε πως και πώς να κλείσου τα σχολεία και ο καθένας βοηθούσε την οικογένεια του στις αγροτικές ασχολίες. Μεγαλώνοντας στις διακοπές δουλεύαμε «βγάζοντας» δηλαδή αγοράζοντας τα ρούχα μας αλλά και τα έξοδα μας. Τότες που στο χωριό είμαστε όλοι το ίδιο, χωρίς άγχος, χωρίς έχθρες, μακριά από κομματικές αποχρώσεις και πολιτικές αντιζηλίες.
Μονιασμένοι, συμφιλιωμένοι, πιστοί στα διδάγματα της θρησκείας μας ακλουθώντας τη παράδοση τα ήθη και έθιμα. Θυμάμαι και νοσταλγώ εκείνα τα Χριστούγεννα με τα λιγοστά, αλλά τόσο πολύτιμα για εμάς αγαθά. Την εποχή που το κάθε σπίτι και η κάθε οικογένεια ετοιμαζόταν να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Το σπίτι έπρεπε να ήταν καθαρό. Η μητέρα μου, όπως και όλες οι μανάδες του χωριού, φρόντιζαν κατά το δυνατόν το σπίτι να είναι καθαρό, μέσα και έξω. Δεύτερο μέλημά τους ήταν να ετοιμάσουν τα «Χριστόψωμα» ή τα «σισαμένα», τα οποία πράγματι ήταν εύγευστα γιατί ήταν από γνήσιο σιτάρι και ήταν καλοζυμωμένα. Το γεγονός αυτό τα έκανε να αντέχουν στο χρόνο, γιατί ήταν φτιαγμένα από προζύμι και μπορούσαν να αντέξουν ακόμα και δύο μήνες ή και περισσότερο.
Βρισκόμαστε προ των Χριστουγέννων και οι προετοιμασίες άρχισαν ήδη για τις νοικοκυρές. Θυμούμαι τη μάνα μου να «ξεγώνιαζει» να πλύνει να σιδερώσει ώστε τις γιορτές να έχουμε καθαρά ρούχα. Η καθαριότητα του σπιτιού, το ζύμωμα, ήταν τα καθήκοντα της μάνας, η οποία φρόντιζε, παράλληλα, τα παιδιά, τα οποία την τότε εποχή μπορούσε να ήταν τέσσερα, πέντε, έξι ή και περισσότερα. Τα παιδιά για την κάθε μάνα, έπρεπε να ήταν καθαρά και να φοράνε τα Χριστούγεννα, τα επίσης καθαρά καλά τους ρούχα. Να μπανιαριστούν όλα, όχι βέβαια σε μπανιέρα, γατί δεν υπήρχε αλλά στη λεγόμενη «λένη», μια τσίγκινη λεκάνη. Οι νοικοκυρές προετοιμάζουν το αλεύρι για τα Χριστόψωμα και τη βασιλόπιτα. Η βασιλόπιτα η παραδοσιακή μοιάζει πολύ με τη «γενόπιττα» (μεγάλο ψωμί) και φυλάγεται για να κοπεί την Πρωτοχρονιά στην παρουσία όλης της οικογένειας. Ταυτόχρονα, όμως, άρχισε και η προετοιμασία του χοίρου για να είναι… έτοιμος για τη σφαγή. Συνήθως ο χοίρος «προετοιμάζεται» μετά τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, μετά τις 12 Δεκεμβρίου. Το ζώο «αντιλαμβάνεται» αυτές τις μέρες ότι έφθασε η ώρα του, για αυτό και η συμπεριφορά του αλλάζει. Για το λόγο αυτό οι κάτοικοι προσπαθούσαν να τον ταΐζουν φαγητά, τα οποία θα του άνοιγαν την όρεξη, όπως τα βαλανίδια, τα οποία ευχαρίστως έτρωγε το ζώο, αλλά παράλληλα η τροφή αυτή βοηθούσε στο να είναι το κρέας και το λίπος του ζώου πιο νόστιμο. Το σφάξιμο του χοίρου ήταν μια ιεροτελεστία, ήταν ένα γεγονός ξεχωριστό. Συνήθως διαδραματιζόταν τη Κυριακή προ των Χριστουγέννων. Μετά την εκκλησία όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι, που θα σφαζόταν το ζώο και άρχιζε η… ιεροτελεστία. Η σφαγή του χοίρου απαιτούσε πολλά και δυνατά χέρια, για αυτό και ο ένας συγγενής βοηθούσε τον άλλο. Εδώ θα σας μαρτυρήσω κάτι που μου συνέβη όταν ήμουν πολύ μικρός και το θυμάμαι πολύ – πολύ έντονα. Μια χρονιά ενώ ο χοίρος ήταν έτοιμος για σφαγή τους ξέφυγε και σαν άγριο θηρίο άρχισε να τρέχει εδώ και εκεί μέσα στη φρακτή προκαλώντας το φόβο και τον τρόμο στα μικρά παιδιά που βρισκόμαστε εκεί. Μετά το σφάξιμο ακολουθούσε το καθάρισμα του ζώου με καυτό νερό και ο κατατεμαχισμός του. Ξεχώριζαν το κρέας για τα λουκάνικα, τη ζαλατίνα, τις λούντζες, το λαρδί. Το κάθε κομμάτι κρέατος προοριζόταν για κάτι ξεχωριστό που θα κάλυπτε ανάγκες της οικογένειας για πολλούς μήνες. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Ακόμα και τα νύχια του χοίρου η νοικοκυρά τα έριχνε στο δώμα για να τα χρησιμοποιούν οι καλικάντζαροι για ποτήρια και να πίνουν το κρασί τους.
Τονίζω το γεγονός ότι όλες οι Ακολουθίες των Αγίων εκείνων ημερών έπρεπε να τις παρακολουθήσουμε στην εκκλησία, γονείς και παιδιά. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Άγια Θεοφάνια και την επομένη του Προδρόμου, του Αϊ Γιάννη του Βαπτιστή. Την Πρωτοχρονιά όποιος έβρισκε το φλουρί εθεωρείτο ο τυχερός της νέας χρονιάς. Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλη η οικογένεια μπροστά από την «τσιμινιά» για τον »Αϊ-Βασίλη Βασιλιά τζαι πρωτολειτουρκίτη, που πήγες εις την έρημο… δείξε την τύχη των τυχών και τη δική μου τύχη και πες αν μ’ αγαπά ο/η …..». Ρίχναμε ακολούθως στη φωτιά το φύλλο ελιάς σε σχήμα σταυρού ή και μόνο του. Αν πεταγόταν το φύλλο σημαίνει ότι υπήρχε αγάπη, αν το φύλλο καιγόταν χωρίς να κουνηθεί, τότε δεν υπήρχε… αίσθημα! Έτσι όλοι γύρω από την τσιμινιά κάναμε τον Αϊ-Βασίλη για να δούμε ποιος αγαπούσε ποιαν. Βέβαια δεν υπήρχε τηλεόραση και φαντασμαγορικά σώου για την υποδοχή του νέου χρόνου. Η νοικοκυρά έψηνε σιτάρι και έφτιαχνε κόλλυβα, τα οποία έβαζε στο τραπέζι, δίπλα από τη βασιλόπιτα. Παράλληλα, έφτιαχνε τα «Βασιλούθκια», δηλαδή σε ένα δοχείο τοποθετούσε σιτάρι με νερό για να βλαστήσει ο σπόρος. Εάν το σιτάρι βλαστούσε σε σαράντα μέρες, αυτό ήταν ένδειξη ότι θα είναι καλοχρονιά για τους γεωργούς και έτσι ο νοικοκύρης θα το φύτευε στα χωράφια του για να έχει καλή χρονιά. Αυτά θυμάμαι και αναπολώ. Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω σε αυτά τα χρόνια.
Τα Φώτα, όλη η οικογένεια από νωρίς το πρωί βρίσκεται στην εκκλησία για τον αγιασμό των υδάτων, όπου κατά την ημέρα εκείνη όλοι οι γεωργοί και τα παιδιά των γεωργών γεμίζαμε από την εκκλησία μια μπουκάλα από το Αγίασμα και πηγαίναμε έξω στους αγρούς, όπου ραντίζαμε τα σπαρτά και τα ζώα. Ένα άλλο έθιμο κατά την ημέρα των Θεοφανίων ήταν όταν παίρναμε το Άγιο Φως στο σπίτι μας για να «φωτιστεί και να αγιαστεί». Εκτός από το σπίτι, το Άγιο Φως το μεταφέραμε και στα υποστατικά με τα ζώα μας. Θυμάμαι ότι δέναμε ένα κερί αναμμένο στο κέρατο του βοδιού. Επίσης την ίδια μέρα ο μακαριστός Παπά Σολωμός, με τον μακαριστό Χαμπή τον καντηλανάφτη έπρεπε να γυρίσει όλο το χωριό να «καλαντίσει» και να αγιάσει με την αγιαστούρα του τα σπίτια του χωριού. Σαν αντάλλαγμα οι χωριανοί έριχναν κέρματα στο δοχείο με τον αγιασμό.
«Τιτσί τιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, να φάτε τζαι να φύετε». ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ έχουν και αυτοί να διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο κατά το Δωδεκαήμερο. Ο μύθο θέλει τους καλικάντζαρους να ανεβαίνουν από τα έγκατα της γης και να έρχονται… στα σπίτια μας για να μας ενοχλούν. «Σύμφωνα με την παράδοση, κάθε χρόνο τα Δωδεκάμερα έρχονται οι καλικάντζαροι από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Φώτων. Σύμφωνα με τους μύθους, οι καλικάντζαροι τρυπώνουν από παντού, ακόμα και από τις καμινάδες των σπιτιών, με σκοπό να ενοχλήσουν. Οι νοικοκυρές τοποθετούν σε όλο το σπίτι κλαδιά από ελιά για να μην πειράξουν τα προϊόντα που είχαν στις αποθήκες τους. Οι καλικάντζαροι είναι οι σατανάδες, οι «έξω από εδώ». Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση, οι δαιμονικές αυτές μορφές ζούσαν στα έγκατα της γης και κατά τη διάρκεια του χρόνου πριονίζουν το δέντρο της γης. Σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, η γη είναι τοποθετημένη πάνω σ’ ένα μεγάλο κορμό δέντρου. Οι καλικάντζαροι, λοιπόν, βρίσκονται κάτω από τη γη και προσπαθούν όλο το χρόνο να πριονίσουν τον κορμό του δέντρου και να ρίξουν κάτω τη γη, να γκρεμίσουν δηλαδή τη γη και να καταστρέψουν τον κόσμο. Την παραμονή των Χριστουγέννων, κουρασμένοι από την προσπάθειά τους να κόψουν τον κορμό, ανεβαίνουν στη γη για να φάνε, να πιούνε και να λεηλατήσουν. Οι καλικάντζαροι φεύγουν από τη γη τη μέρα των Φώτων, μετά που ο ιερέας έμπαινε στα σπίτια για να καλαντίσει. Την ίδια μέρα, οι νοικοκυρές έφτιαχναν «ξεροτήγανα», τα οποία έψηναν στο λίπος του χοίρου και μερικά από αυτά τα έριχναν στο δώμα του σπιτιού τους μαζί με κομματάκια από λουκάνικο, τραγουδώντας «Τιτσί τιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, να φάτε τζαι να φύετε». Επιστρέφοντας κάτω από τη γη οι καλικάντζαροι βλέπουν ότι ο κορμός του δέντρου είχε θρέψει και αρχίζουν από την αρχή να πριονίζουν μέχρι το επόμενο δωδεκαήμερο».
Ντίνος Ορφανός ΤΡιμίκλινη