Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Η συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό, καλύπτει όλο το εύρος της κυβερνητικής πολιτικής, και επομένως η θεματολογία του είναι πολύ ευρεία, ώστε να είναι αδύνατο να καλυφθεί όλη αυτή η θεματική, στα πλαίσια ενός άρθρου.
Όμως, μπορεί ο καθένας να εστιάσει σε ένα-δύο σημαντικά κατ’ αυτόν θέματα που θα άξιζε να προβληθούν ιδιαίτερα.
Αυτό ακριβώς πρόκειται να κάνουμε στο παρόν άρθρο.
Βεβαίως, όταν μιλάμε για τον κρατικό προϋπολογισμό, εξ ορισμού, όλα τα ζητήματα που αναφέρονται σ’ αυτόν, είναι σημαντικά. Ο κρατικός προϋπολογισμός αφορά άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα τους πάντες.
Παρόλα αυτά, θα εστιάσω σε δύο ζητήματα, τα οποία κατά τη γνώμη μου, έχουν ένα περαιτέρω ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα δε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσδιορίζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και όλα τα άλλα θέματα κυβερνητικής πολιτικής.
Το ένα είναι το Κράτος Δικαίου, για το οποίο έγινε μεγάλη κουβέντα κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, και το δεύτερο είναι η περί παραγωγικού μοντέλου της χώρας συζήτηση για το οποίο επίσης έγινε μεγάλη συζήτηση.
Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτά, μια υπενθύμιση είναι αναγκαία : Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, όχι μόνο για τα παραπάνω δύο ad hoc θέματα που εδώ θα μας απασχολήσουν, αλλά για το σύνολο των τοποθετήσεων κατά την συζήτηση του προϋπολογισμού, ποιοι ομιλούσαν και περί ποίων θεμάτων, ιδίως από τα κόμματα εξουσίας, τόσο τα παραδοσιακά, (Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ) όσο και τον προσωρινά εμβόλιμο στο παιχνίδι της εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019, μαζί με τους αποσχισθέντες του βουλευτές), δηλαδή ότι μιλάμε για τον κυρίαρχο Παλαιοκομματισμό ο οποίος πλην αυτού τίτλου που δικαίως κατέχει, επίσης πανάξια φέρει και τον τίτλο του «Μνημονιακού Τόξου», και επομένως, ό,τι συζητήθηκε στα πλαίσια του Προϋπολογισμού, όπως άλλωστε συνέβη και με τους προηγούμενους από το 2019 και εντεύθεν που προπαγανδίζεται ότι «εξήλθαμε» των Μνημονίων, και όπως θα συμβεί και με όλους τους επόμενους, τουλάχιστον μέχρι το 2060, οι προϋπολογισμοί θα πρέπει υποχρεωτικά να ράβονται και κατά περίπτωση να ξηλώνονται, ώστε να «χωρούν» μέσα στο «κουστούμι» των Μνημονίων, των οποίων η ισχύς λήγει θεωρητικά το 2060, με τις όποιες χαλαρώσεις να περιγράφονται με σαφήνεια στους Μνημονιακούς και βεβαίως εν ισχύει νόμους, όπως αυτοί θα επικαιροποιούνται που και που, όπως προσφάτως έγινε με την Έκθεση Πισσαρίδη, που μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα νέο Μνημόνιο.
Επίσης, ως μια απλή παρατήρηση, στα 70 μου χρόνια -σε λίγους μήνες κλείνω, Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, και τα 71), μπορώ να ισχυριστώ, τουλάχιστον για τον εαυτό μου, πως τίποτα το νέο δεν άκουσα απ’ ό,τι ακούω στη συζήτηση του κάθε προϋπολογισμού εδώ και δεκαετίες. Αυτό δεν είναι περίεργο, διότι παραδεχόμενος πως ο Παλαιοκομματισμός ζει και βασιλεύει, αυτό σημαίνει πως ζει και βασιλεύει και ο παραδοσιακός όσο και περιώνυμος ξύλινος πολιτικός λόγος, αυτός ο άχρωμος, άοσμος, ανοραμάτιστος, ανερμάτιστος, και ο εντελώς προβλέψιμος πολιτικός λόγος, όχι μονάχα τι θα πει αλλά και με τι επιτηδευμένο ενίοτε ύφος θα το πει. Ανοίγοντας το στόμα ο Παλαιοκομματικός πολιτικός για να μιλήσει, ακούς μια μαγνητοφωνημένη κασέτα σε επανάληψη. Ακόμα και νέοι βουλευτές, τουλάχιστον όσοι εξ αυτών εντάχθηκαν στα κόμματα του Παλαιοκομματισμού, ελάχιστοι από αυτούς χαρακτηρίζονται για την νεανική πολιτική φρεσκάδα στις απόψεις τους ακόμα και στην εκφορά του πολιτικού τους λόγου. Πολύ συχνά, αισθάνεσαι είτε ότι εσύ, ως απλός πολίτης ζεις σε μια άλλη χώρα είτε σε άλλη χώρα ζουν οι πολιτικοί μας, πάντως υπάρχει πρόβλημα «επικοινωνίας» μεταξύ αυτών και του λαού, τουλάχιστον στα κόμματα του Παλαιοκομματισμού, όπως εγώ τουλάχιστον εισπράττω τα πράγματα.
Είναι όλοι ίδιοι λοιπόν;
Όχι είναι η απάντηση, κι αυτή την απάντηση στο ίδιο ερώτημα την έδωσα και στο παρελθόν αρκετές φορές. Ασφαλώς δεν είναι ίδιοι όσοι δεν ανήκουν στο Μνημονιακό Τόξο, το οποίο εξ ορισμού στη δική μου πολιτική ερμηνεία των πραγμάτων, συνιστά το Παλαιοκομματικό Τόξο, και ταυτόχρονα το Αντισυνταγματικό Τόξο, αφού μερίμνησε, εκτός από το να ερημοποιήσει οικονομικά τη χώρα, να κάνει θρύψαλα και το ίδιο το Σύνταγμα, προκειμένου να εγκαθιδρυθούν τα Μνημόνια. Βεβαίως στον Παλαιοκομματισμό ανήκουν και όσοι δεν ψήφισαν Μνημόνια, όμως, οι πολιτικές τους απόψεις αρνούνται να αντιληφθούν τις εξελίξεις των καιρών από τη μια και την ανάγκη προσαρμογής τους σ’ αυτές τις εξελίξεις, ακόμα και όταν δεν χρειάζεται να μεταβάλλουν τον σκληρό τους ιδεολογικό πυρήνα, όμως, θα έπρεπε να τον εντάξουν στα νέα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, εθνικά και παγκόσμια, ώστε να μη μένουν πίσω στο χρόνο, διότι ο Χρόνος, η Ιστορία, δεν είναι στάσιμοι, διότι ακούγοντάς τους, αισθάνεσαι ότι ζουν σε άλλες εποχές και ότι δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα και το τι αναζητά ο λαός, ποιες λύσεις σε ποια προβλήματα. Συνέπεια αυτού του ετεροχρονισμένου πολιτικού τους βηματισμού, είναι ότι πολύ λίγα μπορούν να προσφέρουν και ως λύσεις ακόμα και σε πάγια παλιά προβλήματα, τα οποία όμως, απαιτούν νέες προσεγγίσεις και ίσως ακόμα και νέους κώδικες επικοινωνίας με την ίδια την κοινωνία.
Όμως ας έρθουμε στα δύο ζητήματα που επιλέξαμε για πολύ σύντομες παρεμβάσεις, σχεδόν τηλεγραφικές.
Το ένα είπαμε είναι το Κράτος Δικαίου.
Ήδη μόλις παρά πάνω, έκανα νύξη για την κατάρρευση του Συντάγματος που συνέβη καθόλη την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων. Τα Μνημόνια, προκειμένου να εγκαθιδρυθούν, εξόν από ένα ντόπιο πρόθυμο πολιτικό προσωπικό να τα εφαρμόσει και (τυπικώς) τα εισηγηθεί, έπρεπε να καταρρεύσει και η ίδια η Δημοκρατία και οι Θεσμοί της, δηλαδή η Συνταγματική Τάξη της χώρας, όπερ και εγένετο. Έχω αναφερθεί εκτενώς σε παλαιότερα άρθρα μου, αλλά και σε πιο πρόσφατα, στα της καταρρεύσεως της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων. Αυτό εγένετο με την ψήφο του πολιτικού προσωπικού του Μνημονιακού Τόξου, που είναι το ίδιο το σημερινό, και συνιστά την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής. Άρα, όσοι εξ αυτών ομιλούν για το Κράτος Δικαίου, οφείλουν, πριν ομιλήσουν γι΄ αυτό, να μας ομιλήσουν για την παρακαταθήκη των Μνημονίων πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, το περιεχόμενο αυτής της παρακαταθήκης, τις συνέπειές της και βεβαίως την δική τους πολιτική συμβολή σ’ αυτή.
Το άλλο, τώρα ζήτημα, είναι αυτό που ακούει στο όνομα «το άλλο» παραγωγικό μοντέλο» της οικονομίας μας. Να θυμίσω ότι ένα από τα κυρίαρχα αφηγήματα της περιόδου εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, εκτός των άλλων αθλιοτήτων, όπως π.χ., «όλοι μαζί τα φάγαμε», ότι οι Έλληνες ήταν (είναι;) «τεμπέληδες», «μη παραγωγικοί» και άλλα τέτοια που διαδίδονταν και από ντόπιους λακέδες των όποιων διαπλεκόμενων «νταβαντζήδων» (για να θυμηθώ έναν χαρακτηρισμό που είχε κάνει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, όντας πρωθυπουργός και όχι πριν ή μετά), ήταν και το αφήγημα ότι η εθνική μας οικονομία, δηλαδή το ΑΕΠ της, ήταν διαμορφωμένο κατά τρόπο στρεβλό, αφού στηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και όχι στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Ουσιαστικά δε, η εσωτερική υποτίμηση, είχε γίνει για να χτυπηθεί η πρώτη (η κατανάλωση) και να ενισχυθούν επενδύσεις και εξαγωγές. Πολύ σύντομα να πούμε λοιπόν, ότι σήμερα, αφήνοντας παράμερα το γεγονός, πως τα Μνημόνια πέραν των ανωτέρω επιδιώξεων συνειδητά δημιούργησαν τις συνθήκες φτωχοποίησης της πλειοψηφίας του λαού και της λεηλασίας τόσο του δημόσιο όσο και του ιδιωτικού πλούτου και εισοδημάτων, και της περαιτέρω αύξησης του δημοσίου χρέους, βρισκόμαστε λοιπόν, στα ίδια όπως και λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Το εμπορικό ισοζύγιο ελλειμματικό, το ΑΕΠ στηρίζεται στην κατανάλωση, οι παραγωγικές επενδύσεις τουλάχιστον κατά το ήμισυ μόνο «παραγωγικές» δεν είναι, αφορούν αγοραπωλησίες ακινήτων μεταξύ ιδιωτών (εδώ και η μεγάλη συμβολή των αρπακτικών funds που λεηλατούν την ακίνητη περιουσία των άτυχων συμπατριωτών μας, θυμάτων σε πολλές περιπτώσεις των ίδιων των Μνημονίων). Και δεν μπορώ να μην επισημάνω, πως είδα ξαφνικά στη Βουλή, να συζητάνε περί αυτών των ζητημάτων, ακριβώς εκείνοι πως εκπροσωπούν τα δύο διαχρονικά κόμματα εξουσίας, οι πολιτικές των οποίων οδήγησαν τις τελευταίες δεκαετίες, συνειδητά, στην απαξίωση τόσο του δευτερογενούς όσο και του πρωτογενούς τομέα, ανακηρύσσοντας «βαριά βιομηχανία» της χώρας σχεδόν αποκλειστικά τον τουρισμό. Οικτίρουν τα ίδια τους τα έργα κατά το παρελθόν, ό,τι οι ίδιοι, ως κόμματα εξουσίας, δεκαετίες τώρα παρήγαγαν ως πολιτικές, δηλαδή την παραγωγική αποεπένδυση και την αναγόρευση ως «επενδυτών» μεγάλων κρατικοδίαιτων προμηθευτών του Δημοσίου και εργολάβων μεγάλων (και μικρών) δημοσίων έργων, και άλλους ποικίλους κοπμπραδόρους και τους ραντιέρηδες. Και μια κουβέντα για τη συμβολή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ. Είναι μισή αλήθεια, και επομένως χειρότερη από το ψεύδος. Από πότε η κατανάλωση ενοχοποιείται ως μια σημαντική παράμετρος της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και της οικονομικής αύξησης; Το ότι το εμπορικό ισοζύγιο πάσχει, το ότι οι επενδύσεις είναι καχεκτικές, φταίει η κατανάλωση, και ιδίως, φταίει η ιδιωτική κατανάλωση; Και για να προλάβω «παρατηρήσεις», φταίει πρωτίστως η κατανάλωση; Θεωρητικά, αν κόβαμε στο μισό τη συμμετοχή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ, αυτό θα σήμαινε πως αίφνης θα φυσήξει ούριος άνεμος που θα απογειώσει τις παραγωγικές επενδύσεις, και οι εξαγωγές μας επίσης θα αναταχθούν; Όμως δεν θα επεκταθώ άλλο επ’ αυτού.
Τέλος, μια ακόμα παρατήρηση.
Έχω αναφερθεί και σε σχετικά πρόσφατο άρθρο μου, σε μια επίσης σχετικά πρόσφατη δήλωση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (δηλαδή ποιας «Ελλάδος», τέλος πάντων, δεν είναι της παρούσης να το συζητήσουμε), ο οποίος προειδοποίησε τον ελληνικό λαό, πως θα χρειαστούν καμιά σαρανταριά χρόνια για να έρθει η ελληνική οικονομία στα συγκαλά της, για να γίνει μια κανονική οικονομία, και επομένως, οι προσδοκίες του ελληνικού λαού για κάποιου είδους κατάσταση ευημερίας, (δεν μιλάμε για την πριν το 2010 περίοδο, που κατ΄ ευφημισμό αποκαλείται από κάποιους και ως περίοδος «ευημερίας» -για τους πολλούς, ασφαλώς μόνο αυτό δεν ήταν-, αυτή έχει εξοβελισθεί από τον ορίζοντα), μάλλον πρέπει να τεθούν στην κατάψυξη.
Εάν οι βουλευτές του Μνημονιακού Τόξου που μίλησαν στη Βουλή για τον προϋπολογισμό, είτε στηρίζοντάς τον ως κυβερνητικοί βουλευτές, είτε καταψηφίζοντάς τον ως αντιπολιτευόμενοι (πλην Μνημονιακοί) βουλευτές, διέθεταν το αναγκαίο πολιτικό θάρρος ώστε να είναι και πολιτικά συνεπείς, τότε θα έπρεπε :
Πρώτον, πριν την κάθε αναφορά τους στον τρέχοντα κρατικό προϋπολογισμό, να έκαναν την αναγκαία διασύνδεσή του με τις Μνημονιακές δεσμεύσεις που έρχονται από το παρελθόν.
Δεύτερον, θα έπρεπε να κάνουν πριν την όποια αναφορά τους επί του συζητούμενου προϋπολογισμού την αναγκαία διασύνδεση του παρόντος προϋπολογισμού με την Έκθεση Πισσσαρίδη, η οποία επικαιροποίησε πριν τέσσερα χρόνια τα Μνημόνια και να (τολμήσουν) να αναφερθούν σε όσα εισηγείται, σε τι συμφωνούν και σε τι διαφωνούν με αυτή.
Τρίτον, θα έπρεπε να επαναλάμβαναν πριν την όποια τους τοποθέτηση την δήλωση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος περί των σαράντα (τουλάχιστον σαράντα προσθέτω εγώ) ετών «φαγούρας» (ας μου επιτραπεί να παραφράσω τα λεγόμενα του κ. Στουρνάρα με τη φράση αυτή που την κατανοώ, εγώ τουλάχιστον, καλύτερα), και ακολούθως, ας ανέπτυσσαν το όποιο τους αφήγημα.
Τέταρτον, τέλος, θα έπρεπε να μας θυμίζουν πόσοι εξ αυτών είχαν ψηφίσει Μνημόνια, πόσοι ήταν υπερήφανοι (δικαίωμά τους, ειλικρινώς το λέγω) γι’ αυτό, πόσοι τα είχαν ψηφίσει «εξ ανάγκης» (προφανώς όμως για τη «σωτηρία» της Πατρίδας), και πόσοι εκ των νεωτέρων βουλευτών που δεν είχαν ψηφίσει τα Μνημόνια και που ανήκουν στα Μνημονιακά κόμματα θα τα ψήφιζαν και αυτοί αν τότε ήταν βουλευτές.
Έτσι θάπρεπε να άρχιζε η τοποθέτηση του κάθε βουλευτή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, διότι τα παραπάνω, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το περιεχόμενο του ήδη συζητηθέντος και εγκριθέντος προϋπολογισμού, όπως ήταν και οι προηγούμενοι από την (μηδέποτε πραγματοποιηθείσα) «έξοδο» από τα Μνημόνια, και όπως θα είναι και οι επόμενοι (τουλάχιστον) σαράντα προϋπολογισμοί που ψηφιστούν κατά την μακρά διάρκεια της Μνημονιακής Κατοχής που έχει επιβληθεί.