Βασίλης Βιλιάρδος
Συνάδελφος είπε τα εξής στην επιτροπή οικονομικών: (α) Πώς είναι δυνατόν να αναφέρεται η κυβέρνηση σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% ή υψηλότερο (=προ τόκων) στον προϋπολογισμό, όταν στο παρελθόν ισχυριζόταν ότι είναι υπερβολικό το 2,2% που απαιτούσε η ΕΕ; (β) Η λύση για την άνοδο του ΑΕΠ είναι η αύξηση των μισθών.
(α) Όσον αφορά το πρώτο, προφανώς δεν γίνεται κατανοητό το ότι, στο παρελθόν είχαμε αποπληθωρισμό (=μείωση των τιμών), ενώ σήμερα πληθωρισμό (=αύξηση των τιμών).
Επομένως, εάν μία κυβέρνηση στο παρελθόν ήθελε να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα για να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, θα έπρεπε να αυξήσει σημαντικά τους συντελεστές φορολόγησης (πχ τον ΦΠΑ από 24% στο 26%), αφού τα έσοδα μειώνονταν λόγω των πτωτικών τιμών – ή να μειώσει τις δαπάνες, όπως τους ονομαστικούς μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, τις συντάξεις κλπ.
Άρα να λάβει μέτρα λιτότητας που έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος, επειδή φαίνονται αμέσως στους Πολίτες – αφού εάν ο μισθός ή η σύνταξη μειωθούν για παράδειγμα στα 800 € από 1.000 €, ο υπάλληλος ή ο συνταξιούχος το βλέπει αμέσως. Επίσης εάν ο ΦΠΑ αυξηθεί από 24% στα 26%.
Σήμερα όμως η κυβέρνηση δεν έχει καμία τέτοια ανάγκη, επειδή οι τιμές αυξάνονται – οπότε αφενός μεν το δημόσιο έχει αυτόματα υψηλότερα έσοδα διατηρώντας τους ίδιους συντελεστές, αφετέρου οι ονομαστικοί μισθοί μειώνονται από τον πληθωρισμό. Δεν υπάρχει δε άμεσο πολιτικό κόστος, αφού δεν γίνονται γρήγορα και εύκολα κατανοητά από τους Πολίτες – ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Ακόμη καλύτερα, η κυβέρνηση μπορεί να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές έχοντας παρ’ όλα αυτά υψηλότερα έσοδα – καθώς επίσης να αυξήσει τους ονομαστικούς μισθούς/συντάξεις, χωρίς στην ουσία να επηρεάζει τις δαπάνες, αφού οι αυξήσεις είναι χαμηλότερες από τον σωρευτικό πληθωρισμό.
Για παράδειγμα, ακόμη και αν μείωνε τον ΦΠΑ στο 22%, τα έσοδα της θα ήταν υψηλότερα – αφού το 24% σε ένα προϊόν που κοστίζει 10 € είναι 2,40 € και το 22% είναι 2,20 €, ενώ όταν η τιμή είναι 13,5 € σε κάποιο τρόφιμο (ο πληθωρισμός τροφίμων είναι περί το 35%), με το 22% θα αυξανόταν από 2,4 € στα 2,97 €. Όταν φυσικά ο συντελεστής διατηρείται σταθερός στο 24%, τα έσοδα είναι ακόμη μεγαλύτερα – στα 3,24 €.
Επίσης, όταν αυξάνεται ο ονομαστικός μισθός από 1.000 € στα 1.200 €, με πληθωρισμό 20% τα 1.200 € είναι στην ουσία 960 € – ενώ σε σχέση με τα βασικά αγαθά (35%) ή με τα ενοίκια, μόλις 780 €.
(β) Σε σχέση με το δεύτερο, όταν μία χώρα δεν παράγει αρκετά, όπως φαίνεται από το θηριώδες εμπορικό μας έλλειμμα που θα υπερβεί ξανά κατά πολύ τα 30 δις € το 2024, η αύξηση των μισθών αυξάνει τις εισαγωγές – οπότε αυξάνεται το εμπορικό μας έλλειμμα που ευρίσκεται ήδη στα επίπεδα χρεοκοπίας του 2006/2010.
Όσον αφορά δε την άνοδο του κατώτατου μισθού, επιβαρύνει τις επιχειρήσεις (=πολιτική με τις τσέπες των άλλων) και αυξάνει ταυτόχρονα τα έσοδα του δημοσίου – από τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους.
Η αύξηση των μισθών προϋποθέτει άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας που εξαρτάται από τις επενδύσεις – οι οποίες στην Ελλάδα είναι αφενός μεν εξαιρετικά χαμηλές, αφετέρου σε μεγάλο βαθμό σε μη παραγωγικούς τομείς, όπως στα ακίνητα. Γιατί είναι χαμηλές;
Επειδή κανένας δεν εμπιστεύεται μία χώρα με τόσο υψηλό δημόσιο και κόκκινο ιδιωτικό χρέος, πόσο μάλλον με τέτοια γραφειοκρατία και προβληματική δικαιοσύνη – εκτός από αυτούς που αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές ότι πολύτιμο βρουν, αισχροκερδούν ή/και επιδοτούνται, όπως με τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά.
Σε κάθε περίπτωση, ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων σε μία υπερχρεωμένη οικονομία, είναι κάτω του 1 € – δηλαδή όταν επενδύει κανείς 1 €, κερδίζει πολύ λιγότερα, οπότε είναι ασύμφορο.
https://twitter.com/viliardosv/status/1862837422104457561?s=61&t=69qM24fvfz5o3nkoW_wjtw