Μέχρις εδώ, λοιπόν, ο πανικός των ευρωπαϊκών τραπεζών, που κατέληξε στα εγκληματικά Μνημόνια – Σώθηκαν πια οι τράπεζες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Με αφορμή το αποκαλυπτικό άρθρο του κ. Πέτρου Τατούλη (δημοσιεύθηκε στη «δημοκρατία» στις 29/11)

Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη

Με μεγάλη ανησυχία διάβασα το άρθρο του κ. Πέτρου Τατούλη. Αυτό θεμελιώνεται στον ανορθόδοξο τρόπο χρήσης και σύγκρισης λογιστικών δεδομένων του δημοσίου, τα οποία προκαλούν τρόμο, για το τι μέλλει ακόμη να συμβεί στο δύσμοιρο τόπο μας. Και δεν θα προσθέσω και το «αν βέβαια τα στοιχεία ανταποκρίνονται στα πράγματα», διότι δεν θα συμβιβαζοταν με τη σοβαρότητα του κ. Τατούλη, αλλά ούτε και με την αρτιότητα και πληρότητα των στοιχείων, τα οποία φωτογραφίζουν μια όντως υψηλού επιπέδου παραγωγική λογιστική.

Επιβεβαιώνεται, έτσι, ότι η κατάσταση της οικονομίας μας είναι απελπιστική, όχι μόνο επειδή επί 15 χρόνια η ανάπτυξή της υστερεί κατά 15%, σε σύγκριση με το ΑΕΠ του 2009, αλλά και επειδή, με επικίνδυνους ακροβατισμούς, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία του αναφερόμενου άρθρου, γίνονται ανορθόδοξες προσπάθειες ωραιοποίησης της καταρρέουσας οικονομίας μας.

Ωστόσο, αυτό που δεν είναι εύκολα κατανοητό, με βάση τις θλιβερές αυτές εξελίξεις, είναι το γιατί η παρούσα Κυβέρνηση επιμένει να επωμίζεται τα αποτελέσματα των εγκληματικών Μνημονίων και να καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες να τα εμφανίζει θετικά, παρότι οι συνέπειές τους (για όσους διαθέτουν έστω και πολύ περιορισμένες γνώσεις οικονομίας) ήταν, από την πρώτη στιγμή γνωστές, αναμενόμενες και αναπότρεπτες, αλλά και παρότι δεν οφείλονται σε δικές της πρωτοβουλίες. Η Ελλάδα, πράγματι, θα αποτελούσε το θαύμα των αιώνων, αν κατάφερνε να αναπτυχθεί, χειροπόδαρα δεμένη με το ασήκωτο βάρος που της φόρτωσαν τα Μνημόνια (στην ανάλυση των οποίων δεν υπεισέρχομαι, καθώς το έπραξα αναρίθμητες φορές, και μάλιστα και εντελώς πρόσφατα). Το αναπάντητο, συνεπώς, ερώτημα, που αιωρείται στην Ελλάδα είναι το ποιους, εντός ή εκτός της ελληνικής επικράτειας, επιχειρεί η Κυβέρνηση, και όχι μόνο αυτή, να προστατεύσει και να απαλλάξει των σχετικών, τεραστίων πράγματι ευθυνών τους. Μια ανάλογη προσπάθεια συγκάλυψης των υπαιτίων της καταστροφής φάνηκε ξεκάθαρα, όπως την κατέγραψα σε προηγούμενα άρθρα μου, και κατά τη συζήτηση που έλαβε χώρα στο συνέδριο της Καθημερινής, για τα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης. Η οποία συζήτηση πέρασε, ουσιαστικά, δίπλα από τα Μνημόνια, προσέχοντας, ωστόσο, να μην τα ακουμπήσει.

Οι φτωχότερες τάξεις, αλλά και ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της άλλοτε μεσαίας, που συρρικνώνεται επικίνδυνα, αδυνατούν να κατανοήσουν που, ακριβώς, διακρίνει η Κυβέρνηση, αυτή την εξαιρετική ανάπτυξή μας, για την οποία επιπλέον μας θαυμάζει, όπως υποστηρίζεται, ολόκληρη η Ευρώπη. Αλλά, και αναπόφευκτα εξοργίζονται, διότι οι επίσημες εξαγγελίες γρονθοκοπουνται με τη θλιβερή πραγματικότητα.

Να προσθέσω, στο σημείο αυτό, ότι ακριβώς, εδώ οφείλει να αναζητηθεί η ερμηνεία της θεαματικής ανόδου των μη συστημικών πολιτικών κομμάτων (που πρόσφατα προστέθηκε σε αυτά και η Ρουμανία), τα οποία, για κατανοητούς φυσικά λόγους στιγματίζονται ως ακροδεξιά, από τα συστημικά. Τα νέα αυτά πολιτικά κόμματα, όχι μόνο στην Ελλάδα, υπόσχονται να πράξουν όσα δεν έκαναν οι συστημικές κυβερνήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Είτε πρόκειται για την ΕΕ είτε και για το ΔΝΤ, εφόσον υποσχέθηκαν ότι «έρχονται για να μας σώσουν», αλλά εμφανώς και πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας μας κατέστρεψαν, εξυπακούεται ότι οφείλουν να επανορθώσουν. Και δεν επαναλαμβάνω τα τρισεκατομμύρια, που μας οφείλει η Γερμανία, από την κατοχή, ακόμη, αλλά όμως αρνείται πεισματικά παρότι χωρίς δικαιολογία, να ξεπληρώσει, αλλά βεβαιότατα και το σύνολο των εγκληματικών μνημονιακών όρων.

Ποιόν, λοιπόν ή τι ακριβώς φοβάται η παρούσα Κυβέρνηση, και όχι μόνο, αλλά και οι προηγούμενες, προκειμένου να απαιτήσει τα δίκαια του ελληνικού λαού; Γιατί δεν βγαίνει, προς τον έξω κόσμο, κραδαίνοντας ανά χείρας τις καταστροφές, και μάλιστα διαρκείς, και μάλιστα με άγνωστη ημερομηνία λήξης, αλλά αντ’αυτών εμφανίζει δήθεν θριάμβους ανάπτυξης; Πολλοί ανάμεσά μας, και εγώ, ακόμη με το τελευταίο μου βιβλίο «Για την Ελλάδα που ματώνει», καταγγέλλουμε με όλους τους τρόπους αυτή την αβυσσαλέα υποτέλεια, που καταβροχθίζει κάθε δυνατότητα ομαλοποίησης στη χώρα μας. Και, φυσικά, η κριτική αυτή δεν οφείλεται στην όποιας μορφής αντιπολίτευση. Θα ήταν, όντως, αστεία μια τέτοια υπόθεση.

Μέχρις εδώ, λοιπόν, ο πανικός των ευρωπαϊκών τραπεζών, που κατέληξε στα εγκληματικά Μνημόνια. Σώθηκαν πια οι τράπεζες. Συνεπώς, είναι καιρός να αναπνεύσει και η Ελλάδα, εφεξής, με ανθρώπινου περιεχομένου Μνημόνια και, ασφαλώς, με απόδοση των γερμανικών χρεών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ