Ο Επαμεινώνδας ήταν ο πιο σημαντικός στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης της αρχαίας Θήβας (420-362 π.Χ.). Σύμφωνα με την γνώμη του Κικέρωνα, ο Επαμεινώνδας ήταν ο μεγαλύτερος άνδρας που είχε αναδείξει η Ελλάδα.
Γεννήθηκε στην Θήβα, το 418 ή 420 π.Χ. Η οικογένεια του, αν και φτωχή, ήταν πολύ αρχαία και αριστοκρατική και ο πατέρας του Πολυμνήδας ανήκε στους επονομαζόμενους Σπαρτούς, οι οποίοι εθεωρούντο απόγονοι του Κάδμου.
Έλαβε άριστη εκπαίδευση στη μουσική, φωνητική και ενόργανο, όπως επίσης και στον χορό. Εκπαιδεύτηκε επίσης και στην γυμναστική στην οποία επροπονείτο για αντοχή και ευκινησία. Ήταν κάτοχος όλων των αρετών που οι Έλληνες τόσο πολύ εκτιμούσαν. Ξεχώριζε για την ηθικότητά του, τη σωφροσύνη, την απλότητά του και την πλατιά μόρφωσή του με δάσκαλό του τον περίφημο παιδαγωγό Πυθαγόρειο Λυσία του Τάραντα, ο οποίος είχε έλθει και έμενε στην Θήβα και είχε συχνές φιλοσοφικές συζητήσεις με τον Σιμία της Θήβας και τον Σπήνθαρο από τον Τάραντα, μαθητές και οι δύο του Σωκράτη.
Οι διανοητικές του ικανότητες συμβάδιζαν με αυτές της ηθικής. Θαρραλέος άνδρας, είχε αποστροφή εναντίον κάθε σκληρότητας και άσκοπης αιματοχυσίας. Έτσι όταν κατέλαβε την Σικυωνική πόλη της Φοιβίας, στην οποία είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Βοιωτοί φυγάδες, δεν τους σκότωσε, σύμφωνα με τον Θηβαϊκό νόμο, αλλά τους εκχώρησε καινούργια εθνικότητα και τους άφησε ελεύθερους.
Δεν είχε προσωπικές φιλοδοξίες, εκτός από το να υπηρετήσει την πατρίδα του, όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν αδιάφορος στο χρήμα ή στην δόξα και όταν ο άρχων της Θεσσαλίας του πρόσφερε πενήντα τάλαντα, αν και είχε ανάγκη από χρήματα για να χρηματοδοτήσει μία αποστολή στην Θεσσαλία, δεν τα πήρε, για να μη ντροπιάσει την πατρίδα του και τα δανείστηκε από φίλους του.
Όταν ο Αρταξέρξης του πρόσφερε χρήματα για να δεχθεί τις προτάσεις του, ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε και είπε στον απεσταλμένο:
“Αν οι προτάσεις του Αρταξέρξη είναι σύμφωνες με τα συμφέροντα της πατρίδας μου, δεν χρειάζονται χρήματα για να τις δεχθώ, αν όμως είναι αντίθετες με το συμφέρον και την τιμή της πατρίδας μου, όλο το χρυσάφι του βασιλείου του δεν θα με πείσει να προδώσω το χρέος μου προς την πατρίδα. Εσένα που προσπάθησες να με δωροδοκήσεις χωρίς να γνωρίζεις τον χαρακτήρα μου, σε συγχωρώ, αλλά πρέπει να φύγεις αμέσως από την πόλη, για να μη διαφθείρεις άλλους”.
Σε όλες τις εκστρατείες υπό την αρχηγία του, οι Θηβαίοι δεν λεηλάτησαν εχθρική πόλη, αν και οι σύμμαχοι της το έκαναν. Σε μία μάχη, όταν ένας από τους υπασπιστές του πούλησε έναν αιχμάλωτο για χρήματα, του είπε: “Δος μου πίσω την ασπίδα που κρατάς και φύγε μακριά, τα χέρια σου έχουν μολυνθεί από το χρυσάφι και δεν είναι άξια να την κρατούν και να υπερασπίσουν την πατρίδα“.
Στην εκστρατεία εναντίον της Σπάρτης, στην γέφυρα του Ευρώτα, όταν ο Αγησίλαος τον είδε, αναφώνησε με θαυμασμό στον άνθρωπο που ερχόταν να καταστρέψει την πατρίδα του: “Ω συ άνδρα των μεγάλων έργων”.
Αν και μεγάλος στην ηλικία δεν ήταν γνωστός στην Θήβα, ούτε είχε παίξει κανένα ουσιαστικό ρόλο στις υποθέσεις της. Ήταν μετά την επανάσταση εναντίον της Σπάρτης, που η Θήβα του έδωσε διοικητικό ρόλο. Ήταν επίσης ένας από τους πιο εύγλωττους Έλληνες, αν και ο Σπίνθαρος, έλεγε ότι δεν είχε συναντήσει κανένα άνθρωπο που γνώριζε τόσα πολλά και μιλούσε τόσο λίγο.
Ήταν επιστήθιος φίλος του Πελοπίδα, και η φιλία τους δυνάμωσε ακόμα περισσότερο, όταν σε μία μάχη με τους Αρκάδες, το 385 π.Χ., έσωσε τον Πελοπίδα, ο οποίος είχε δεχθεί επτά θανάσιμα πλήγματα, μετά από σκληρή πάλη, δεχόμενος ο ίδιος πολλά τραύματα και βάζοντας την ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο. Λίγο πριν να πέσει από τα πλήγματα και αυτός, ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αγεσήπολις, έτρεξε και πέραν από κάθε προσδοκία, έσωσε τις ζωές και των δύο.
Όταν η Καδμεία καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες (μετά το 382 π.Χ.), ο Επαμεινώνδας εγκατέλειψε τη δημόσια ζωή και προτίμησε να ζήσει ως απλός πολίτης. Εργάστηκε μυστικά για την ανεξαρτησία της πατρίδας του και για τη συναδέλφωση του διαιρεμένου λαού, αποφεύγοντας να αναμειχθεί στη δολοφονία των ολιγαρχικών.
Το 371 στη μάχη των Λεύκτρων, νίκησε το βασιλέα των Σπαρτιατών Κλεόμβροτο, που είχε εισβάλει στη Βοιωτία κι έτσι η Σπάρτη έπαψε να ηγεμονεύει την Ελλάδα. Η νίκη οφείλεται στη στρατηγική της “λοξής φάλαγγας”, που, για πρώτη φορά, εφάρμοσε ο Επαμεινώνδας. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, η μεγαλύτερη δύναμη συγκεντρωνόταν στο ένα άκρο της παράταξης. Στη μάχη αυτή νικήθηκε και σκοτώθηκε ο Κλεόμβροτος. Η μεγάλη αυτή νίκη εξασφάλισε την αρχηγία των Θηβών στη Βοιωτία και οι υποδουλωμένες στη Σπάρτη πόλεις, ξεθαρρεμένες πια, ζήτησαν τη βοήθεια των Θηβαίων, για ν’ αποτινάξουν το σπαρτιατικό ζυγό.
Έτσι με Θηβαϊκό και πελοποννησιακό στρατό ο Επαμεινώνδας μπήκε στην Πελοπόννησο, έφτασε στη Λακωνία που δεν είχε πατήσει εχθρός από την εποχή των Δωριέων και οργάνωσε τους Μεσσηνίους και τους Αρκάδες.
Όταν ξαναγύρισε στη Θήβα, κατηγορήθηκε πως κράτησε το αξίωμα τρεις μήνες περισσότερο από όσο έπρεπε. Το αδίκημα αυτό το τιμωρούσαν με θάνατο. Ο Επαμεινώνδας αδιαμαρτύρητα δέχτηκε την εφαρμογή του νόμου, αλλά ζήτησε να γραφτεί στη σχετική απόφαση πως η πέρα από το κανονικό κατακράτηση απ’ αυτόν του αξιώματος, οφειλόταν στην προσπάθειά του να ελευθερώσει την Ελλάδα από την καταπίεση των Σπαρτιατών. Έπειτα απ’ αυτό ο Επαμεινώνδας απαλλάχθηκε από την κατηγορία κι εκλέχθηκε πάλι βοιωτάρχης.
Το 367 ο Επαμεινώνδας στάλθηκε ν’ απελευθερώσει τον Πελοπίδα, που τον είχε αιχμαλωτίσει ο Αλέξανδρος των Φερών και το πέτυχε κλείνοντας ειρήνη. Με τη συνετή του αυτή πράξη σώθηκε και ο βοιωτικός στρατός.
Φρόντισε να φτιάξουν οι Θηβαίοι ισχυρό στόλο και κατόρθωσε ν’ απομακρύνει τους Αθηναίους από τη Χίο, τη Ρόδο και το Βυζάντιο αναδεικνύοντας έτσι τη Βοιωτία πρώτη δύναμη ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις.
Για ν’ αντιμετωπίσουν τους Βοιωτούς, οι Έλληνες βρέθηκαν στην ανάγκη να συμμαχήσουν. Στη συμμαχία αυτή έλαβαν μέρος οι Αθηναίoi, οι Σπαρτιάτες, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι και οι Μαντίνειοι. Ο Επαμεινώνδας δε δίστασε να τους αντιμετωπίσει και οργάνωσε εκστρατεία στην Πελοπόννησο.
Θάνατος του Επαμεινώνδα στην Μαντινέια, 362 π.Χ.
Η μάχη δόθηκε στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), όπου οι Θηβαίοι συγκρούστηκαν με 22.000 Σπαρτιάτες και νίκησαν. Σκοτώθηκε στην μάχη της Μαντινείας, το 362 π.Χ. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι, όταν οι Θηβαίοι βρήκαν σθεναρή αντίσταση από τους Σπαρτιάτες, ο Επαμεινώνδας πήγε στην πρώτη γραμμή για να τους εμψυχώσει. Πρώτα έριξε το δόρυ του και σκότωσε τον Σπαρτιάτη διοικητή και μετά με το ξίφος του σκότωσε αρκετούς οπλίτες. Οι κινήσεις του όμως παρακολουθούνταν από τον εχθρό, οι οποίοι έριξαν πληθώρα από βέλη πάνω του. Ο Επαμεινώνδας τα απέφυγε με την ασπίδα και γρήγορες κινήσεις, αλλά ορισμένα τον χτύπησαν και όταν αυτό συνέβαινε, τα έβγαζε και συνέχισε να πολεμά, μέχρις ότου ένα δόρυ ριγμένο με μεγάλη δύναμη διαπέρασε το στήθος του.
Λέγεται ότι πριν πεθάνει και με το δόρυ στο στήθος, περίμενε την έκβαση της μάχης και όταν του είπαν ότι οι Θηβαίοι νίκησαν ρώτησε αν ορισμένοι από τους στρατηγούς ήταν ζωντανοί. Όταν του απάντησαν αρνητικά, τους είπε να κάνουν ειρήνη. Όλος ο λόφος στον οποίο τον είχαν εναποθέσει ήταν γεμάτος από στρατό και όταν έδωσε την διαταγή να του βγάλουν το δόρυ να πεθάνει, κάποιος του είπε: “πεθαίνεις Επαμεινώνδα χωρίς να αφήσεις παιδιά”, αυτός απήντησε: “Μα τον Δία, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αφήνω δύο αθάνατες θυγατέρες, την νίκη στα Λεύκτρα και την νίκη στην Μαντινεία”. Τα τελευταία του λόγια ήταν “Έζησα αρκετά” και μετά “γιατί πεθαίνω ανίκητος”.
Ετάφηκε στο πεδίο της μάχης και στον τάφο του έβαλαν στήλη, πάνω στην οποία τοποθέτησαν ασπίδα που απεικόνιζε τον δράκοντα, το έμβλημα των Σπαρτών, κι έκοψαν νομίσματα με την εικόνα του.
Η Θήβα όμως δεν μπόρεσε χωρίς αυτόν να διατηρήσει το μεγαλείο της. Ο Επαμεινώνδας αποτελεί μια από τις αξιολογότερες φυσιογνωμίες της αρχαίας Ελλάδας, αλλά και της
Πηγή: viotikoskosmos