Μια εξήγηση που δόθηκε μετά την εμφάνιση των θεωριών του Δαρβίνου, ήταν ότι ο αμφιβληστροειδής των αρχαίων Ελλήνων δεν είχε αναπτύξει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα χρώματα, όπως σήμερα.
Υπάρχει ενδεχόμενο οι αρχαίοι να έβλεπαν από τη φύση τους —καθαρά σε επίπεδο αμφιβληστροειδούς― λιγότερα χρώματα απ’ όσα βλέπουν τα δικά μας μάτια, σε σημείο μάλιστα να γίνεται λόγος για τυφλότητα των Ελλήνων;
«Πόσο διαφορετικά από μας πρέπει να έβλεπαν οι Έλληνες τη φύση, μιας και δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι ήταν σχεδόν τυφλοί στο γαλάζιο και το πράσινο, και αντί του πρώτου έβλεπαν ένα πιο σκούρο καφέ, αντί του δεύτερου ένα κίτρινο (έτσι περιέγραφαν με την ίδια λέξη, για παράδειγμα, το χρώμα των καστανών μαλλιών, του κενταύριου και της θάλασσας του Νότου και με την ίδια λέξη το χρώμα των καταπράσινων φυτών και της ανθρώπινης επιδερμίδας, του μελιού καί της κίτρινης ρητίνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, λοιπόν, οι μέγιστοι ζωγράφοι τους απεικόνιζαν τον κόσμο τους μόνο με μαύρο, λευκό, κόκκινο και κίτρινο) – πόσο διαφορετική και πόσο πιο κοντινή στο ανθρώπινο είδος πρέπει να τους φαινόταν η φύση, μιας και στα μάτια τους τα χρώματα των ανθρώπων υπερίσχυαν και στη φύση, κι έτσι η φύση κολυμπούσε, θα λέγαμε, μέσα στον πολύχρωμο αιθέρα της ανθρωπότητας!»: έτσι στοχάζεται ο Φρίντριχ Νίτσε, στο απόφθεγμα 426 της Αυγής, τη χρωματική ιδιορρυθμία των αρχαίων Ελλήνων.
Ήδη ο Γκαίτε, στη Θεωρία των χρωμάτων του, είχε παρατηρήσει ότι το ελληνικό λεξικό των χρωμάτων είναι ασυνήθιστο, έξω από κάθε κανόνα, κι είναι τόσο διαφορετικό από το δικό μας, όσο διαφορετική ήταν η γλώσσα τους.
Χρωματικοί συνδυασμοί τόσο απίθανοι, που έκαναν κάποιους μελετητές του 18ου και του 19ου αιώνα να ισχυριστούν ότι οι Έλληνες δεν έβλεπαν τα χρώματα. Τα έβλεπαν, και καλά μάλιστα, μόνο που τα περιέγραφαν με διαφορετικό τρόπο: σίγουρα τα μάτια των ανθρώπων είναι πάντα ίδια και ίδια θα παραμείνουν.
Τα χρώματα ήταν, για τους Έλληνες, πρωτίστως ζωή και φως: μια εμπειρία εντελώς ανθρώπινη και όχι φυσική, οπτική, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το χρωματικό φάσμα του πρίσματος, όπως το όρισε ο Ισαάκ Νεύτων.
Ο Όμηρος, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, κατονομάζει μόνο τέσσερα χρώματα: το λευκό του γάλακτος, το πορφυρό κόκκινο του αίματος, το μαύρο της θάλασσας, το κιτρινοπράσινο του μελιού και των αγρών.
Ο Όμηρος, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, κατονομάζει μόνο τέσσερα χρώματα: το λευκό του γάλακτος, το πορφυρό κόκκινο του αίματος, το μαύρο της θάλασσας, το κιτρινοπράσινο του μελιού και των αγρών.
Μέλαν και λευκόν σήμαιναν το σκοτάδι και το φως (η λατινική λέξη lux, «φως», έχει την ίδια ετυμολογία με το ελληνικό λευκό). Και ακριβώς από την ανάμειξη του φωτός και της σκιάς δημιουργούνταν σύμφωνα με τους Έλληνες τα χρώματα.
Η ελληνική λέξη ξανθός δείχνει ένα χρώμα που κυμαίνεται από το κίτρινο μέχρι το κόκκινο και το πράσινο: το χαλκοπράσινο, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε. Η απόχρωσή του είναι η θερμή του ώριμου σιταριού, αλλά και των κατάξανθων μαλλιών των ομηρικών ηρώων, μέχρι το κοκκινωπό, θερμό φως της φωτιάς που φέγγει τη νύχτα ή το πορτοκαλί του ολοστρόγγυλου ήλιου στη δύση.
Το επίθετο πορφύρεος σημαίνει «σκοτεινός», «σε συνεχή κίνηση», «ταραγμένος», ωσότου φτάσει να σημαίνει το πορφυρό χρώμα που από το κόκκινο του αίματος φτάνει μέχρι το μπλε· πορφυρεύς είναι αυτός που μαζεύει κοχύλια πορφύρας, από την ειδική επεξεργασία του οποίου έμπειροι βαφείς παρασκεύαζαν την ομώνυμη βαφή.
Το επίθετο κυάνεος, «κυανός», παραπέμπει σε ένα μπλε χρώμα τόσο γενικό και αόριστο, ώστε να κυμαίνεται από το γαλάζιο μέχρι το σκούρο κόκκινο και μέχρι το μαύρο του θανάτου.
Επίσης, το αγαπημένο μου χρώμα, γλαυκός, σημαίνει πρώτα απ’ όλα «λαμπρός, αστραφτερός, πλημμυρισμένος από φως», ακριβώς για να περιγράφει τη θάλασσα που λαμποκοπάει. Είναι γλαυκοί οι οφθαλμοί της ΑΘηνάς, «φωτεινοί σαν της γλαύκας», είχαν ένα χρώμα γαλαζωπό, γαλάζια, γκριζογάλανο.
0 Γουίλλιαμ Γκλάντστοουν (William Gladstone), περιφανής Άγγλος ομηριστής και πολιτικός, ήταν από τους πρώτους που επέμειναν στη φωτεινή εντύπωση των Ελληνικών χρωμάτων.
Πράγματι, τους περασμένους αιώνες, όταν παρατηρήθηκαν οι ίδιες γλωσσικές ιδιορρυθμίες των χρωματικών ορισμών σε άλλους λαούς, ακόμα και στη Βίβλο, είχε ξεκινήσει μια θερμή ακαδημαϊκή συζήτηση για το ενδεχόμενο οι αρχαίοι να έβλεπαν από τη φύση τους —καθαρά σε επίπεδο αμφιβληστροειδούς- λιγότερα χρώματα απ’ όσα βλέπουν τα δικά μας μάτια, σε σημείο μάλιστα να γίνεται λόγος για τυφλότητα των Ελλήνων.
Οι θεωρίες του Δαρβίνου πρώτα και οι μελέτες της φυσιολογίας και της ιατρικής στη συνέχεια απέδειξαν χωρίς αμφισβήτηση το αντίθετο: οι Έλληνες έβλεπαν τη θάλασσα, τους αγρούς, τον ουρανό, τα τοπία στα ίδια χρώματα που τα βλέπουμε κι εμείς σήμερα — ή ίσως σε χρώματα πιο ωραία, γιατί ένιωθαν την ανάγκη να τα εκφράσουν μ’ έναν τρόπο διαφορετικό, προσωπικό.
Τελικά, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν σε κάθε χρώμα μια διαφορετική σημασία, φωτεινότητας, και καθαρότητας. Έβλεπαν το φως και χρωμάτιζαν την έντασή του: έτσι ο ουρανός είναι ορειχάλκινος, μεγάλος και αστροφώτιστος, ποτέ μόνο γαλάζιος, και τα μάτια είναι γλαυκά, αστραφτερά, ποτέ μόνο γαλάζια ή γκρίζα.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Andrea Marcolongo «Η υπέροχη γλώσσα» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου.
Πηγή: lifo
Ολο μλκςς ελεγε ο Γκαιτε