Πριν περίπου 10 ημέρες κάποια ηλεκτρονικά μέσα δημοσιεύτηκε κείμενο με τίτλο “Υπεράσπιση του ζωγράφου Μιχάλη Μαδένη”. Το κείμενο υπογραφόταν από πολλούς συμπολίτες μας από τον χώρο της τέχνης και όχι μόνο.
Συνέταξα μια απαντητική επιστολή την οποία έστειλα σε αρκετά από αυτά και ενώ οφείλουν να δημοσιεύσουν και την δική μου άποψη δεν το έκαναν ακόμη. Νομίζω πως πρέπει αφού σας ευχαριστήσω για την μέχρι τώρα προβολή ενός θέματος που αφορά στα πνευματικά δικαιώματα και φυσικά σε κάθε πολίτη να σας ενημερώσω για την εξέλιξη αυτή. Παραθέτω κάποιους από τους ιστότοπους που δημοσίευσαν την εν λόγω υπογεγραμμένη επιστολή και σας επισυνάπτω την δική μου απαντητική επιστολή.
Με εκτίμηση
Γ. Κατσάγγελος
Ομότιμος Καθηγητής
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
https://www.lifo.gr/guest-
Το τελευταίο οχυρό
Προς μεγάλη μου έκπληξη διάβασα το κείμενο που υπογράφεται από αριθμό συμπολιτών μας και που αναφέρεται στην δικαστική μου διαμάχη με ένα ζωγράφο και την Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδας.
Θα ήθελα να αναφερθώ εν συντομία στο ιστορικό της υπόθεσης, με σκοπό να ακουστεί και η δική μου άποψη για το θέμα αυτό. Πιστεύω ότι το τελευταίο οχυρό κάθε πολίτη, αφού εξαντληθούν όλα τα μέσα για διαπροσωπικό διακανονισμό των διαφορών, είναι η δικαιοσύνη.
Ο ζωγράφος, χωρίς να με ενημερώσει και χωρίς την άδειά μου, αντέγραψε 69 καλλιτεχνικά φωτογραφικά έργα μου που τυπώθηκαν από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης σε λεύκωμα με το τίτλο ΣΙΩΠΗ το 2001, για να δημιουργήσει δικούς του πίνακες. Η εργασία μου αυτή είναι μέρος ενός μεγάλου project που κράτησε 12 χρόνια και έχει εκτεθεί εκτενώς σε γκαλερί, μουσεία και biennale στην Ελλάδα και το εξωτερικό. ΄Εχει αποσπάσει 4 διεθνή βραβεία με πιο πρόσφατο το Μεγάλο Διεθνές Βραβείο στο Caravansaraï, Artistic Echanges στο Kutaisi της Γεωργίας, τον Αύγουστο του 2022.
Πραγματοποίησε έτσι, ο ζωγράφος σειρά έργων που εξέθεσε στην ΕΒΕ, η οποία εξέδωσε κατάλογο με τίτλο ΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ. Να σημειώσω ότι στα έργα αυτά ο ζωγράφος εικονίζει συνολικά 72 πρόσωπα εκ των οποίων τα 69 προέρχονται από τις δικές μου φωτογραφίες. Πληροφορήθηκα τυχαία την ύπαρξη της έκθεσης και του καταλόγου μέσω ενός φίλου μου, που επισκέφτηκε την έκθεση λίγες μέρες πριν την λήξη της. Με συμβολή των νομικών μου παραστατών ήρθαμε σε επαφή με τους εμπλεκόμενους, χωρίς να βρεθεί πεδίο συνεννόησης. Μετά από αυτό και την αδυναμία εύρεσης λύσης, προχώρησα στην κατάθεση αγωγής έναντι της ΕΒΕ και του ζωγράφου. Και πάλι, ως εκ του νόμου προβλέπεται, πριν την εκδίκαση προηγήθηκε η διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των αντιδίκων, η οποία απέβη άκαρπη και μπορώ να πω όχι με δική μου ευθύνη.
Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος, που επικαλείται την ελευθερία της έκφρασης, μου απαγόρευσε μέσω εξωδίκου να αναφέρομαι στα έργα και στο πρόσωπό του, δηλαδή μου ανέστειλε την δική μου ελευθερία της έκφρασης
Στην συνέχεια, εκδικάστηκε η αγωγή από το δικαστήριο, στο οποίο κατατέθηκαν οι μαρτυρίες σημαντικών ανθρώπων της τέχνης και υπέρ της αγωγής, αλλά και εναντίον αυτής, και το δικαστήριο σε πρώτο βαθμό έκανε δεκτή την αγωγή.
Αντικείμενο της δίκης δεν ήταν «κατά πόσο ένας ζωγράφος μπορεί να αποδώσει μορφές που υπάρχουν σε καλλιτεχνικές φωτογραφίες με πανομοιότυπο τρόπο αλλά σε ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό αφήγημα», αλλά κατά πόσο ένα ζωγράφος, χωρίς την άδεια του φωτογράφου, μπορεί να αντιγράψει τη μορφή και την έκφραση 69 φωτογραφικών έργων και να παράγει 69 ακριβή αντίγραφα, ανεξάρτητα από τα τεχνικά μέσα που θα χρησιμοποιήσει.
Και στο ερώτημα αυτό, το δικαστήριο έκρινε ότι ο συγκεκριμένος ζωγράφος μεταφέρει στους ζωγραφικούς του πίνακες όλα τα εκφραστικά στοιχεία των 69 φωτογραφιών μου, γι’ αυτό όφειλε να ζητήσει την άδεια μου πριν τα εκθέσει. Ακριβώς την ίδια απάντηση έδωσε και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο των Η.Π.Α., σε μια χώρα όπου, χάρη στη θεωρία της fair use, η οικειοποίηση έργων είναι πιο εύκολα αποδεκτή. Έτσι, σε μία αντίστοιχη υπόθεση οι αμερικάνοι δικαστές δεν δίστασαν να κρίνουν ότι η προσωπογραφία του τραγουδιστή Prince που ζωγράφησε ο διάσημος καλλιτέχνης Andy Warhol βασιζόμενος σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της όχι ιδιαίτερα γνωστής τότε φωτογράφου Lynn Goldsmith, παραβιάζει τα πνευματικά της δικαιώματα.
Το δικαστήριο εφάρμοσε το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και αρχές, που γίνονται σεβαστές σε ολόκληρο τον κόσμο. Σημειωτέον, δε, ότι βάσει αυτού προστατεύονται τα καλλιτεχνικά έργα, όπως, λ.χ., τα ζωγραφικά, τα φωτογραφικά, τα μουσικά κ.ο.κ, υπό τη μοναδική προϋπόθεση ότι είναι «πρωτότυπα», χωρίς να επιτρέπεται (και πως θα μπορούσε άλλωστε…) οποιαδήποτε κρίση για την καλλιτεχνική τους αξία, ποιότητα ή αισθητική εκ μέρους του δικαστηρίου. Τέτοιες κρίσεις, άλλωστε, ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των τεχνοκριτικών, που θα ήταν σκόπιμο να περιορίζονται στα της ειδικότητάς τους και να μην επικρίνουν δημόσια δικαστικές αποφάσεις, ιδίως όταν αυτές βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, ούτε να επιχειρούν, με τα δικά τους κριτήρια και αγνοώντας τα πλήρη δεδομένα μιας «ανοικτής» δικαστικής υπόθεσης, να προδικάζουν την εξέλιξή της. Γιατί προϋπόθεση της δημοκρατίας, πέραν της ελευθερίας της έκφρασης, που κανείς δεν επιχείρησε εν προκειμένω να περιορίσει(!), είναι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Όσον αφορά, δε, στην ορθή διαπίστωση, ότι πολλά ζωγραφικά έργα στην ιστορία της τέχνης έχουν ως πηγή έμπνευσης φωτογραφίες, θα πρέπει να αντιπαρατεθεί, αφενός ότι μεταξύ έμπνευσης και αντιγραφής (η οποία έγινε στην περίπτωσή μου) υπάρχει μεγάλη διαφορά και, αφετέρου, ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται όταν πρόκειται για έργα, που η διάρκεια προστασίας τους έχει λήξει, ή που έχουν νομίμως χρησιμοποιηθεί, κατόπιν αδείας του φωτογράφου ή των κληρονόμων του.
Πριν κλείσω αυτή την επιστολή σας ερωτώ, ως ένας καλλιτέχνης και πανεπιστημιακός δάσκαλος, που υπηρετώ τον χώρο για περίπου 4 δεκαετίες. Ποιός είναι ο δρόμος επίλυσης ενός θέματος που αφορά στην καλλιτεχνική δημιουργία και τα πνευματικά δικαιώματα, όταν έχουν εξαντληθεί όλες οι προσπάθειες διαπροσωπικής συνεννόησης; Πιστεύω ότι οι υπογράφοντες χωρίς αμφιβολία στηρίζουν την αξία του πνευματικού και καλλιτεχνικού έργου σε κάθε περίπτωση και την αυτονόητη προάσπισή του σε μια πολιτισμένη κοινωνία δικαίου.
Αντίθετα με ότι πιστεύουν οι υπογράφοντες την επιστολή, δεν είχα την πρόθεση να εξοντώσω κανένα συνάνθρωπό μου, αλλά να υπερασπιστώ το καλλιτεχνικό μου έργο. Πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης (και όχι μόνο) αναγνωρίζει την αγωνία, την προσπάθεια και τις προσωπικές θυσίες που χρειάζονται για την δημιουργία του έργου τέχνης.
Θα ήθελα επίσης να θέσω μια σειρά από ερωτήματα που με ταλανίζουν για περισσότερα από δύο χρόνια.
Γιατί δεν μου τηλεφώνησε ο ζωγράφος όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το έργο μου;
Γιατί δεν επικοινώνησαν μαζί μου οι συντάκτες των κειμένων του καταλόγου;
Γιατί δεν επικοινώνησε μαζί μου ο επιμελητής της έκθεσης στην ΕΒΕ;
Γιατί δεν επικοινώνησε μαζί μου ο επιμελητής του καταλόγου της ΕΒΕ και πρόεδρος του Iδρύματος;
Γιατί δεν μου εστάλη πρόσκληση για τα εγκαίνια της έκθεσης από την ΕΒΕ και τον εκθέτοντα; Συνηθίζεται νομίζω οι εμπλεκόμενοι στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις να καλούνται.
Γιατί οι υπογραφόντες την επιστολή δέχτηκαν μονομερώς να ενημερωθούν και κανείς δεν μου έστειλε ένα e-mail, ή δεν επικοινώνησε προηγουμένως μαζί μου τηλεφωνικά;
Γιατί κανένας από τους υπογράφοντες δεν ενδιαφέρθηκε πρώτα να δει τα δικά μου φωτογραφικά έργα δίπλα στα έργα του ζωγράφου, ώστε να διαπιστώσει εάν πράγματι η απόφαση είναι δίκαιη ή άδικη, πριν υπογράψει την επιστολή;
Γιατί κανένας από τους υπογράφοντες δεν ζήτησε να ενημερωθεί σε βάθος για το νομικό καθεστώς που ισχύει στο θέμα της καλλιτεχνικής αντιγραφής;
Γιατί κανείς δημοσιογράφος δεν επικοινώνησε μαζί μου για το θέμα;
Γιατί κανείς από το site που οργανώνει την εκστρατεία για την σύνταξη της επιστολής δεν ζήτησε την άποψή μου, καθώς και κανένα από τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα που το αναδημοσίευσαν;
Ως άνθρωπος που το τηλέφωνό του και το e-mail του είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, προσβάσιμο στον καθένα, αναρωτιέμαι αν είμαι ένα υπαρκτό πρόσωπο ή αν ανήκω στο χώρο του φανταστικού.
Γιώργος Κατσάγγελος
Ομότιμος Καθηγητής
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης