Τον 4ο αιώνα, οι Ελληνικές πόλεις ήταν περισσότερο διχασμένες από ό,τι τον 5ο αιώνα, όταν η Πελοποννησιακή Συμμαχία και η Συμμαχία της Δήλου έδωσαν κάποια αίσθηση τάξης στον Ελληνικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) ωστόσο ο Περσικός χρυσός άρχισε να επηρεάζει την πολιτική κατάσταση και αυτό ήταν αρκετό για να προκαλέσει μια ατελείωτη σειρά πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Εν τω μεταξύ, η Μακεδονία υπό τον βασιλιά Φίλιππο Β’, απέκτησε δύναμη και μετά το 346 π.Χ., ήταν σαφώς η ισχυρότερη δύναμη στην Ευρώπη.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Ο Αισχίνης (389 π.Χ.-314 π.Χ.) ήταν κορυφαίος αρχαίος Αθηναίος ρήτορας γιος του Ατρομήτου και της Γλαυκοθέας. Ο πατέρας του αρχικά λεγόταν Τρόμης αλλά άλλαξε το όνομά του σε Ατρόμητος. Ήταν δούλος στο σχολείο του γραμματοδιδάσκαλου Ελπία, το οποίο βρισκόταν στο Θησείο. Ο Ατρόμητος στάλθηκε εξορία από τους Τριάκοντα Τυράννους και πήγε στην Κόρινθο αλλά αργότερα βρέθηκε στην Ασία ως μισθοφόρος. Επιστρέφοντας στην Αθήνα πολέμησε το 404 π.Χ. στο πλευρό του Θρασύβουλου κατά των Τριάκοντα Τυράννων, με στόχο την επαναφορά της δημοκρατίας.
Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο καταστράφηκε οικονομικά και όταν γύρισε στην Αθήνα, αντιμετώπισε πρόβλημα επιβίωσης. Για να επιβιώσει, άνοιξε σχολείο (Διδασκαλείο) κι έκανε τον γραμματοδιδάσκαλο, μαθαίνοντας στα παιδιά γραμματική και άλλα μαθήματα.
Η μητέρα του Αισχίνη, Γλαυκοθέα, ήταν αδελφή του στρατηγού Κλεόβουλου. Το αρχικό της όνομα ήταν Έμπουσα και τελούσε θρησκευτικά μυστήρια, στα οποία τη βοηθούσε ο Αισχίνης.
Όντας παιδί ο Αισχίνης βοηθούσε τον πατέρα του στο σχολείο «το μέλαν τρίβων και τα βάθρα σπογγίζων και το παιδαγωγείον κορών, οικέτου τάξιν, ουκ ελευθέρου παιδός έχων».
Ο ρήτορας είχε δυο αδέλφια, τον Φιλοχάρη και τον Αφόβητο. Ο Φιλοχάρης ήταν μεγαλύτερός του και εξελέγη πολλές φορές στρατηγός. Ο Αφόβητος ήταν μικρότερος και το 351 π.Χ. στάλθηκε στον βασιλιά των Περσών ως πρέσβης, ενώ την περίοδο 350-346 π.Χ. ασχολήθηκε με τη διαχείριση των οικονομικών της πόλης.
Ο Αισχίνης ανήκε στον δήμο των Κοθωκιδών (σημερινή τοποθεσία πλησίον Ασπροπύργου) και παντρεύτηκε την κόρη του Φιλόδημου από την Παιανία, με την οποία απέκτησαν δυο γιους και μια κόρη.
Καθώς η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομική στενότητα, ο Αισχίνης δεν στάθηκε δυνατό να πάει σε ανώτερη ρητορική σχολή. Υπάρχει όμως μια μαρτυρία ότι μαθήτευσε στον Ισοκράτη, τον Πλάτωνα και τον Λεωδάμαντα. Οπωσδήποτε τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο διδασκαλείο του πατέρα του όπου βοηθούσε στον καθαρισμό του, αλλά δίδασκε και ο ίδιος. Αυτό το επιβεβαιώνει ο Δημοσθένης, ο οποίος στα κείμενά του γενικώς αντιμετωπίζει πολύ εχθρικά τον Αισχίνη.
Σε πολύ νεαρή ηλικία συμμετείχε με τρίτους ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις. Σε κάποια παράσταση είχε τον ρόλο του Οινόμαου, αλλά έπεσε και το κοινό τον αποδοκίμασε, ενώ σε άλλη παράσταση αποδοκιμάστηκε και πάλι από τους θεατές οι οποίοι παρά λίγο να τον λιθοβολήσουν, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το θέατρο. Βλέποντας λοιπόν ότι δεν έχει μέλλον ως ηθοποιός, εγκατέλειψε την υποκριτική.
Το 368 π.Χ. συμμετείχε στη μάχη της Φλιούντος, το 362 π.Χ. στη μάχη της Μαντινείας και το 349 π.Χ. στη μάχη των Ταμυνών, στην Εύβοια. Ως στρατιώτης ξεχώρισε για την ανδρεία του και στο πεδίο της μάχης των Ταμυνών τον στεφάνωσε ο στρατηγός Φωκίων. Αμέσως μετά ήλθε στην πόλη αναγγέλλοντας προσωπικά τη νίκη του και προς τούτο τον στεφάνωσε ο δήμος.
Άγαλμα του Αισχίνη, από τη Βίλα των Παπύρων στο Herculaneum. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Νάπολη. Φωτογραφία από τον Paolo Monti, 1969 Paolo Monti, CC BY-SA 4.0, via Wikimedia Commons Μακεδονική απειλή.
Η επεκτατική πολιτική του βασιλιά Φίλιππου της Μακεδονίας είχε διχάσει τους Αθηναίους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο παρατάξεις: η φιλομακεδονική που τον αντιμετώπιζε ευνοϊκά και η εχθρική προς αυτόν που ανησυχούσε μήπως ο Μακεδόνας βασιλιάς κινηθεί προς την Νότιο Ελλάδα. Ο Φίλιππος το 357 π.Χ. κυρίευσε την Αμφίπολη, έθεσε δε υπό τον έλεγχό του και άλλες πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων είτε κτήσεις τους (το 356 π.Χ. την Πύδνα και την Ποτίδαια, το 354 π.Χ. τη Μεθώνη).
Η Αθήνα κατάλαβε ότι κινδύνευε άμεσα από τους Μακεδόνες, όταν κυρίευσαν την Όλυνθο το 348 π.Χ. Τη χρονιά εκείνη μπήκε ο Αισχίνης στην πολιτική, εντασσόμενος στην παράταξη που εναντιωνόταν στον Φίλιππο.
Ο Εύβουλος, σε συνεννόηση με τον Αισχίνη, πρότεινε ένα ψήφισμα που προέβλεπε να μεταβούν σε όλες τις Ελληνικές πόλεις πρέσβεις, να ενημερώσουν τους πολίτες για την απειλή που συνιστούν οι Μακεδόνες και να τους ζητήσουν να στείλουν αντιπροσωπείες στην Αθήνα, προκειμένου να αποφασίσουν με ποιους τρόπους θα τον αναχαιτίσουν. Ο Αισχίνης μίλησε υπέρ του ψηφίσματος στη Βουλή και στον δήμο και έπεισε τους συμπολίτες του να το εγκρίνουν. Ήταν δε ένας από τους πρέσβεις που πήγαν στην Αρκαδία. Επιχειρηματολόγησε, σε λόγο του στη Μεγαλόπολη, υπέρ της αντίστασης στα σχέδια του Φιλίππου. Η παρατήρησή του προς τον εκπρόσωπο της φιλικής προς τους Μακεδόνες παράταξης Ιερώνυμο ήταν:
«ἡλίκα τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν, οὐχί τάς ἰδίας ἀδικοῦσι μόνον πατρίδας οἱ δωροδοκοῦντες καὶ χρήματα λαμβάνοντες παρὰ Φιλίππου»….. «Δωροδοκούντες» ήταν όσοι χρηματίζονταν από τον Φίλιππο. (Δημοσθένης «Περί Παραπρεσβείας 19-11)
Φιλοκράτειος Ειρήνη
Ο Φιλοκράτης, που ανήκε στη φιλομακεδονική παράταξη, εισηγήθηκε να γίνουν επαφές, προκειμένου να συναφθεί ειρήνη μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου. Στάλθηκε από την Αθήνα αντιπροσωπεία στην Πέλλα για να διαπραγματευτεί με τον Μακεδόνα βασιλιά την οποία απάρτιζαν δέκα πρέσβεις: οι Δημοσθένης, Κίμων, Φιλοκράτης, Αισχίνης, Κτησιφών, Δερκύλας, Ναυσικλής, Ιατροκλής, Φρύνων, Αριστόδημος. Ο Αισχίνης που επελέγη ως αντιφιλιππικός, παρακάλεσε και τον Δημοσθένη να συμμετάσχει, συν τοις άλλοις και για να επιτηρούν τον Φιλοκράτη, που δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη λόγω καλών σχέσεων με τους Μακεδόνες. Κάτι τέτοιο υποστηρίζει ο Δημοσθένης, αλλά ο Αισχίνης το διαψεύδει.
Τον Μάρτιο του 346 π.Χ. όταν η Αθηναϊκή αντιπροσωπεία συνάντησε τον Φίλιππο, εκείνος την υποδέχτηκε θερμά και με πολλά δώρα. Επιστρέφοντας η αντιπροσωπεία στην Αθήνα, συνοδευόταν από τους Μακεδόνες πρέσβεις, οι οποίοι ήθελαν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους στην πόλη. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν να συνομολογηθεί ειρήνη, αλλά οι πρέσβεις του Φιλίππου δεν είχαν την εξουσιοδότηση να πουν τους όρους της ούτε να δώσουν όρκους.
Τον Απρίλιο του 346 π.Χ., η Αθήνα ξανάστειλε τους ίδιους πρέσβεις στον Φίλιππο. Εκείνος, πηγαίνοντας στη Θεσσαλία, τους πήρε μαζί του και στις Φερές έδωσαν τους απαιτούμενους όρκους και συνήφθη η Φιλοκράτειος Ειρήνη (Ιούλιος 346 π.Χ.).
Όταν όμως οι πρέσβεις επέστρεψαν στην Αθήνα, ο Δημοσθένης είπε ότι ο Αισχίνης στην πρώτη αποστολή εξαγοράστηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας και εργάστηκε κατά των συμφερόντων της πόλης.
Προτομή του Έλληνα ρήτορα Δημοσθένη. Μαρμάρινο, Ρωμαϊκό έργο τέχνης, εμπνευσμένο από χάλκινο άγαλμα του Πολυεύκτου (περ. 280 π.Χ.). Βρέθηκε στην Ιταλία. Sting, CC BY-SA 2.5, via Wikimedia Commons
Αντιπαράθεση με τον Δημοσθένη
Η επίσημη καταγγελία κατά του Αισχίνη, έγινε από τον Δημοσθένη μέσω του Τιμάρχου, τέλη του 346 π.Χ. ή αρχές του 345 π.Χ. με γραφή παραπρεσβείας που σημαίνει ότι ως πρεσβευτής της πόλης χρηματίστηκε από τον Φίλιππο για να εργαστεί κατά των συμφερόντων της. Ο Αισχίνης ήθελε η υπόθεση είτε να μην εκδικαστεί είτε να καθυστερήσει να φτάσει στο δικαστήριο. Χρησιμοποίησε λοιπόν την τακτική της αντιγραφής: είπε δηλαδή ότι ο Τίμαρχος δεν μπορούσε να γίνει κατήγορος, διότι ο νόμος προέβλεπε ότι όσοι δεν είχαν ανταποκριθεί στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή είχαν ζήσει ανήθικο βίο ή είχαν σκορπίσει σπάταλα την πατρική τους περιουσία, δεν μπορούσαν να αγορεύουν δημόσια στα δικαστήρια, στην Εκκλησία του Δήμου κ.λπ. Με τον λόγο του «Κατά Τιμάρχου» κατάφερε να καταδικαστεί ο Τίμαρχος και να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, παρότι τον υπερασπίστηκαν ο Δημοσθένης και άλλοι. Έτσι, ήταν αδύνατο να εκδικαστεί η γραφή παραπρεσβείας, την οποία είχε υποβάλει ο Τίμαρχος, όχι ο Δημοσθένης (που ήταν ο υποκινητής). Η κατηγορία ήταν μάλλον αναληθής, αλλά ο Δημοσθένης ήταν δημοφιλής και ο ρήτορας οδηγήθηκε σε δίκη. Τελικά, ο Αισχίνης αθωώθηκε επειδή υποστηρίχθηκε από ισχυρούς φίλους, όπως τον στρατηγό Φωκίωνα και τον ρήτορα Εύβουλο.
Ο Αθηναίος πολιτικός θεωρούσε πλέον ότι ο καλύτερος τρόπος για την προστασία της Αθηναϊκής ανεξαρτησίας ήταν η ειρηνική συνύπαρξη με τη Μακεδονία, ξεκινώντας μια «μάχη» που δεν μπορούσε να κερδηθεί.
Το 340 π.Χ. ο Φίλιππος έκανε τη κατάσταση πιο περίπλοκη όταν πολιόρκησε την Πέρινθο και το Βυζάντιο, από όπου απειλούσε τον Αθηναϊκό εφοδιασμό τροφίμων. Ο Δημοσθένης προετοίμασε τη πόλη για πόλεμο, ο οποίος κηρύχθηκε, ενώ ο Αισχίνης ήταν μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι μπορούσε να αποφευχθεί. Το 338 π.Χ. εξακολουθούσε να συμμετέχει σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, αλλά τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτερα από ό, τι περίμενε. Τον Αύγουστο του ιδίου έτους, ο στρατός Αθηναίων και Θηβαίων ηττήθηκε στη Χαιρώνεια από τον βασιλιά Φίλιππο και τον γιο του Αλέξανδρο.
Παρότι η πολιτική του Δημοσθένη είχε καταστρέψει την Αθήνα, εκείνος παρέμενε δημοφιλής με αποτέλεσμα ένας άγνωστος πολιτικός ονόματι Κτησιφών πρότεινε στη Βουλή να απονεμηθεί στον Δημοσθένη χρυσός κότινος. Ο Αισχίνης ήταν αντίθετος και κατηγόρησε τον Κτησιφώντα ως εμπνευστή ενός παράνομου μέτρου εκφωνώντας τον «Κατά Κτησιφώντα» λόγο.
Ωστόσο η διάσημη αντιλογία του Δημοσθένη «Υπέρ Κτησιφώντος περί του στεφάνου» έπεισε τους πάντες ότι οι κατηγορίες του Αισχίνη ήταν απλές διατυπώσεις. Ο Δημοσθένης εμφανίστηκε ως ο αληθινός πατριώτης, λέγοντας ότι όλες οι πράξεις του είχαν υποστηριχθεί από πολλούς ανθρώπους και υπονόησε ότι οι Αθηναίοι, αν τον έκριναν ένοχο, στην πραγματικότητα καταδίκαζαν τον εαυτό τους. Η ομιλία του ήταν θριαμβευτική και μέσα σε εχθρικό, αντιμακεδονικό κλίμα (ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Άγις Γ’ προετοιμαζόταν για πόλεμο εναντίον των Μακεδόνων) ο Αισχίνης τιμωρήθηκε με πρόστιμο 1.000 δραχμών και αποσύρθηκε αυτοεξόριστος στην Έφεσσο το 330 π.Χ.. Κατόπιν πήγε στη Ρόδο, όπου ίδρυσε το Ροδιακόν Διδασκαλείον, στο οποίο δίδασκε ρητορική, ενώ επόμενος σταθμός του ήταν η Σάμος όπου πέθανε το 314 π.Χ. Ο Αισχίνης ειδικεύτηκε στις παρασκηνιακές ομιλίες, διότι οι πολιτικές ομιλίες δεν ήταν πλέον σημαντικές στον Ελληνιστικό κόσμο που είχε ξεκινήσει με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου. Επειδή άλλαξε το πεδίο της δημόσιας ομιλίας, ο Αισχίνης αποκαλείται «Πατέρας των Δεύτερων Σοφιστών».
Ο Αισχίνης συμπεριλαμβάνεται στον «Κανόνα των δέκα Αττικών ρητόρων» τον οποίον συνέταξαν Αλεξανδρινοί φιλόλογοι και ήταν κατάλογος με δέκα σημαντικούς ρήτορες που διακρίθηκαν στην Αθήνα από τον 5ο ως τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τον εν λόγω κατάλογο διέσωσε ο Καικίλιος από την Καλή Ακτή της Σικελίας στο βιβλίο του Περί του Χαρακτήρος των δέκα ρητόρων. Οι ρήτορες αυτοί ήταν: Αισχίνης – Ανδοκίδης – Αντιφών – Δείναρχος – Δημοσθένης – Ισαίος – Ισοκράτης – Λυσίας – Λυκούργος – Υπερείδης. Σημειώνεται ότι όλοι ήταν Αθηναίοι εκτός του Ισαίου (Χαλκίδα) και του Δεινάρχου (Κόρινθο).
Λόγοι που έχουν διασωθεί είναι οι ακόλουθοι: Κατά Τιμάρχου 345 π.Χ. Περί Παραπρεσβείας 343 π.Χ. Κατά Κτησιφῶντος 330 π.Χ. Δεν έγραψε ιδιωτικούς δικανικούς λόγους κατά παραγγελία τρίτων επί πληρωμή (δεν ήταν λογογράφος).
Στον Αισχίνη αναφέρονται οι «Βίοι των δώδεκα ρητόρων» του Πλούταρχου, οι «Βίοι Σοφιστών» του Φιλόστρατου και το λεξικό Σούδα. Υπάρχουν και δύο βιογραφίες του εκ των οποίων τη μία υπογράφει κάποιος Απολλώνιος.
Πηγή: chilonas