Οι κλιματικές απειλές για το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα υπάρχουν ήδη και προβλέπεται να αυξηθούν. Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να μειώσει τη ζήτηση για θέρμανση στη βόρεια και βορειοδυτική Ευρώπη και να αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση ενέργειας για ψύξη στη νότια Ευρώπη, γεγονός που ενδέχεται να επιδεινώσει περαιτέρω την κορύφωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας το καλοκαίρι.
Οι πιο έντονοι και συχνοί καύσωνες θα μετατοπίσουν τα πρότυπα προσφοράς και ζήτησης ενέργειας, συχνά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Περαιτέρω αυξήσεις της θερμοκρασίας και της ξηρασίας ενδέχεται να περιορίσουν τη διαθεσιμότητα νερού ψύξης για την παραγωγή θερμικής ενέργειας το καλοκαίρι (χαμηλή παροχή ενέργειας), ενώ η ζήτηση για κλιματισμό θα αυξηθεί.
Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί επίσης αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά τις καιρικές συνθήκες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό έχει άμεσο αρνητικό αντίκτυπο μακροπρόθεσμα στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Κάποια άμεσα παραδείγματα είναι η μείωση της ηλιοφάνειας ή του ανέμου σε περιοχές στις οποίες συνήθως έχει περισσότερο ήλιο ή αέρα, ή καύσωνας και ξηρασίες που επηρεάζουν τις καλλιέργειες που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας από βιομάζα.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι η κλιματική κρίση θα επιφέρει μεγαλύτερο αριθμό ημερών καύσωνα, ανομβρίες και ξηρασίες. Οι ΑΠΕ δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν, είτε γιατί οι παρατεταμένες ημέρες καύσωνα συνδυάζονται με ασθενείς ανέμους, άρα ακινησία των ανεμογεννητριών, είτε εξαιτίας της κατακόρυφης πτώση της απόδοσης των φωτοβολταικών, αφού για κάθε ένα βαθμό εξωτερικής θερμοκρασίας πάνω από τους 25 πέφτει η απόδοση κατά ένα βαθμό. Στους 40 βαθμούς η απόδοση των φ/β έχει πέσει κατά 25%. Παράλληλα οι ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών, λόγω ανομβρίας, αδυνατούν να αποδώσουν μέσω της υδροδυναμικής ενέργειας την ηλεκτρική και έτσι μπαίνουν σε λειτουργία οι θερμικές μονάδες αερίου ή λιγνίτη με ότι αυτό σημαίνει και για την επιβάρυνση του περιβάλλοντος με ρύπους, αλλά κυρίως του κόστους παραγωγής ρεύματος.
Επιπλέον, η αύξηση της κλίμακας και της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων θα δημιουργήσει απειλές για τις υλικές ενεργειακές υποδομές: εναέρια μεταφορά και διανομή, αλλά και υποσταθμοί ή μετασχηματιστές.
Το κόστος που θα κληθούν οι ανεπτυγμένες χώρες να πληρώσουν για να πετύχουν την πράσινη μετάβαση μέχρι το 2050, δηλαδή στην πλήρη απανθρακοποίηση (net zero emissions) έχει υπολογιστεί ότι θα απαιτηθούν περίπου 800 δις εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, για αλλαγές σε ενεργειακά συστήματα, ενεργειακές ανακαινίσεις κτηρίων, ηλεκτροκίνηση κλπ. Όλοι οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα επιβαρυνθούν ανάλογα και κυρίως οι καταναλωτές που θα κληθούν να πληρώσουν υπέρογκους πράσινους φόρους μέχρι να αποσυνδεθούν πλήρως από την συμβατική χρήση μη αντιρρυπαντικών τεχνολογιών (για θέρμανση, ψύξη ή για κίνηση κλπ). Το κόστος ρύπων μέσω του συστήματος εμπορίας που μέχρι τώρα αφορούσε τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής θα εφαρμοστεί από δω και πέρα, πλην της βιομηχανίας και των μεταφορών και στον οικιακό τομέα, κόστη που θα περάσουν μέσω των λογαριασμών ενέργειας.
Το κόστος της κλιματικής κρίσης από ότι φαίνεται για το άμεσο μέλλον θα επηρεάσει μόνο τις χώρες της Ε.Ε, αφού στην σημερινή σύνοδο στο Μπακού για την COP28 για την διεθνή συνδιάσκεψη για το κλίμα, όλοι οι μεγάλοι ρυπαντές, όπως χώρες του OPEC ήταν απόντες, όπως και η Ινδία και οι ΗΠΑ και οι μισές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ο Προέδρος της συνδιάσκεψης ζήτησε να διπλασιάσουν οι χώρες του Βόρειου ημισφαίριου τα κονδύλια τους ως αντιστάθμισμα της απουσίας χρηματοδότησης των ΗΠΑ προς τις χώρες του τρίτου κόσμου.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλες οι χώρες δεν δείχνουν την ίδια ευαισθησία για το κλίμα και δεν δείχνουν καμία διάθεση για συλλογική αντιμετώπιση και δέσμευση σε πράσινες συμφωνίες, τις οποίες υποκριτικά επικαλούνται, αλλά στην πράξη μπροστά στο βωμό του κέρδους αδιαφορούν για τον πλανήτη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μικρή Ελλάδα θα επωμιστεί δυσανάλογες επιβαρύνσεις, χωρίς το όφελος να είναι ουσιαστικό για το μέσο νοικοκυριό, αλλά ακόμα και για την βιομηχανία και τις επιχειρήσεις. Εκτιμώ ότι οι επόμενες κυβερνήσεις δεν πρέπει να δείχνουν μεγάλη ανοχή και βούληση στο να μετέλθει η χώρα βίαια και δυσανάλογα στο μονοπάτι μιας πράσινης μετάβασης με αβέβαιο μέλλον για την επιβίωση του Έλληνα πολίτη, αλλά και των επόμενων γενναίων. Η προστασία του πλανήτη πρέπει να γίνεται συλλογικά με στοχευμένα ενεργειακά σχέδια και όχι με ιδεοληψίες και μονοδιάστατες προσεγγίσεις.
Χριστοδουλίδης Μιχάλης
Ενεργειακός Επιθεωρητής
Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠ