Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Απευθύνομαι στο «ευγενή» μας Παλαιοκομματισμό. Στο πολιτικό του προσωπικό.
Τι δεν είστε.
Δεν είστε ΟΙ άριστοι… Αυτοαποκαλείσθε έτσι, δεν σας αποκαλούν τα έργα σας.
Δεν είστε ΟΙ ικανοί… Αυτοαποκαλείσθε έτσι, δεν σας αποκαλούν τα έργα σας.
Δεν είστε ηγέτες… Απλά κατέχετε δημόσια αξιώματα. Αλλά η κατοχή ενός δημόσιου αξιώματος, δεν αποτελεί επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο και «γεμίζει» με ηγετικά προσόντα και ηγετικές δεξιότητες ένα άτομο που κατέλαβε ένα υψηλό δημόσιο αξίωμα και που πριν από λίγο, λίγη ή καμία σχέση δεν είχε με ό,τι αποκαλούμε «ηγετικά προσόντα».
Δεν είστε οι πρόμαχοι της Δημοκρατίας.
Είστε οι πρόμαχοι του Νεοφιλελευθερισμού, οι πρόμαχοι της woke ατζέντας, οι πρόμαχοι ό,τι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, δεν σας ζητά να προμαχείτε, αντιθέτως, σας ζητά να αντικρούσετε ως κάτι που ο ίδιος ο λαός πλειοψηφικά δεν εγκρίνει, και όσο υπάρχει τούτη η διάσταση, όχι περιθωριακή αλλά ουσιαστική, εκπροσωπείτε μια «Δημοκρατία» όπως εσείς την αντιλαμβάνεσθε, και όχι όπως την αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία του λαού, του οποίου η βούληση και η θέληση, ακόμα, αποτελεί τον πυρήνα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, και δίνει περιεχόμενο σε ό,τι αποκαλείται «γενικό» και «εθνικό» συμφέρον.
Ουσιαστικά, ήδη με τα Μνημόνια, και δεν θα μείνω καθόλου στην αναγκαιότητά τους από δημοσιονομική και ευρύτερα οικονομική άποψη, (για την οποία προσωπικά ουδέποτε πείσθηκα), απέδειξαν περίτρανα, πως η Δημοκρατία, δηλαδή η έννομη Συνταγματική Τάξη και η ίδια η δημοκρατική και κοινοβουλευτική λειτουργία, έπρεπε να καταπατηθούν βάναυσα προκειμένου να επιβληθούν τα νεοφιλελεύθερα Μνημόνια, ουσιαστικά δε, να καταργηθεί, σύμφωνα ασφαλώς με την δική μου αντίληψη των πραγμάτων, η ίδια η Δημοκρατία. Όταν οι πλέον έγκυροι συνταγματολόγοι και νομικοί την περίοδο εκείνοι, μιλούσαν και κατάλυση του Συντάγματος, ή εν πάση περιπτώσει για ένα πλήθος παραβιάσεων ουσιωδών συνταγματικών προνοιών, όχι μόνο σχετικών με συνταγματικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών, αλλά και της ίδιας της λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και της ίδιας της εθνικής μας κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, η δική μου επιβεβαίωση του φαινόμενου επί του παρόντος παρέλκει. Δεν μιλώ για ζητήματα που ακούγονταν περιστασιακά, ομιλώ για ζητήματα που όσο διαρκούσε η διαδικασία εγκαθίδρυσης των Μνημονίων και της παράλληλης αποδόμησης του Συντάγματος και άρα της Δημοκρατίας, δηλαδή για περίπου οκτώ χρόνια, αποτελούσαν τα κύρια θέματα στη δημόσια συζήτηση επί ημερησίας βάσεως.
Και το χειρότερο όλων, κάποιοι από το Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας, είναι πέραν όλων των ανωτέρω, και αλαζόνες, κάτι που καθιστά την αναποτελεσματικότητά τους, ακόμα πιο ισχυρή, ακόμα πιο επικίνδυνη. Ακόμα και ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόλις πρόσφατα, σε ομιλία του δήλωσε, με προφανείς αποδέκτες, πως «Κανένα πολιτικό σύστημα, ακόμα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν, αν δεν έχει ισχυρή νομιμοποίηση και αξιοπιστία στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Και ρίχνουν λάδι στην φωτιά όσοι υπεροπτικά και αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους πολίτες ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές», για να συνεχίσει : «Είναι σοκαριστική η αποκάλυψη σε πρόσφατη έρευνα της κοινής γνώμης, το 50% των ερωτηθέντων να δηλώνουν ότι αισθάνονται «εκτός των τειχών» εκτός κοινωνίας δηλαδή, αποκλεισμένοι και απροστάτευτοι. Το ογκούμενο χάσμα μεταξύ λίγων εχόντων και πολλών μη εχόντων είναι βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατικής ομαλότητας και σταθερότητας και μάλιστα όχι βραδυφλεγής» (βλέπε ενδεικτικά εις https://www.olympia.gr/1607510/ellada/sfodri-epithesi-karamanli-ston-mitsotaki-oi-psekasmenoi-i-cheiragogisi-tis-dikaiosynis-kai-i-chagi/).
Τι είστε λοιπόν;
Είστε το πολύ γνωστό μας Παλαιοκομματικό Σύστημα Εξουσίας, ακριβώς αυτό το Σύστημα Εξουσίας, το οποίο έστειλε τη χώρα και την Πατρίδα μας στα βράχια της χρεοκοπίας το 2010, που παρέδωσε τα κλειδιά της χώρας και της Πατρίδας μας στην Τρόικα (ή όπως αρέσκεστε να την αποκαλείτε πλέον, στους Θεσμούς), και που τώρα, μας σερβίρει ένα μέλλον, όπως η Τρόικα το έχει ήδη προκαθορίσει τουλάχιστον μέχρι το 2060.
Είστε το Παλαιοκομματικό Σύστημα Εξουσίας, το οποίο κάθε τόσο ξυπνά από τον λήθαργό του, απλά για να περιγράφει δεινά οι αιτίες των οποίων εν τω μεταξύ ωρίμαζαν μπρος στα μάτια του, που κοίταζαν αλλά δεν έβλεπαν, εκούσια ή ακούσια, και χάρη στην διαχρονική παροιμιώδη ανικανότητα και ανευθυνότητα του Συστήματος αυτού να αντιληφθεί και αντιμετωπίσει τις αιτίες όταν βρίσκονταν στο στάδιο της δημιουργίας τους και προανήγγειλαν τη βέβαια έλευση των δεινών, και το οποίο Σύστημα, δήθεν έκπληκτο τη κάθε φορά, (και ενίοτε χωρίς αυτό το «δήθεν»), αναφέρονταν σ’ αυτά, τα οποία όμως το ίδιο είχε παράγει. Όπως, π.χ., η «αιφνίδια» χρεοκοπία της χώρας το 2010, ή όπως, π.χ., όταν μια μέρα «διαπίστωσε», ο ευγενής μας Παλαιοκομματισμός, πως 140 χώρες (μέσα σε μια χρονική περίοδο δεκαετιών) αναγνώριζαν τα Σκόπια (την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) ως σκέτη «Μακεδονία», και τότε, άρχισε να ωρύεται πάνω από το χυμένο γάλα, πλην όμως την καρδάρα μέσα στην οποία βρίσκονταν το γάλα αυτό, την κλώτσησε το ίδιο αυτό Σύστημα. Είναι το ίδιο αυτό Σύστημα, που δεκαετίες τώρα, σε Αιγαίο και Κύπρο, όχι απλά με την υποχωρητικότητά του, μα και με συμφωνίες, αναγνωρίζει ζωτικά συμφέροντα στην Τουρκία στο Αιγαίο και στη Κύπρο «λύσεις» τύπου Ανάν, για να διακηρύσσει στη συνέχεια πως δεν «συζητά» τίποτα με τη χώρα αυτή που θα μπορούσε να εκληφθεί ως «εθνική υποχώρηση» και που «έκπληκτο» βλέπει την Τουρκία να επικαλείται επιχειρήματα μερικά αν όχι αρκετά από τα οποία εμείς οι ίδιοι της τα δώσαμε.
Δεν προτίθεμαι να καταγράψω το σύνολο των διαχρονικών συμπεριφορών εκείνων του Παλαιοκομματισμού που περιγράφουν και αποδεικνύουν το πόσο μεγάλη ζημιά έχει προκαλέσει στη χώρα, στην Πατρίδα. Είναι τόσες πολλές οι «ζημιές», που μια τέτοια «απογραφή» θα αποδεικνύονταν έργο τιτάνιο από μόνο του. Άλλοι, αποδίδουν σκοπιμότητα ως προς ορισμένα ζητήματα, άλλοι απλώς ανικανότητα να υπηρετήσει το συμφέρον της χώρας. Ο καθείς διαλέγει και παίρνει σύμφωνα με την αντίληψη που έχει σχηματίσει για τα πράγματα.
Σε ό,τι με αφορά, για μια ακόμα φορά, θα επιμείνω στην άποψή μου που έχω εκφράσει επανειλημμένα, ότι δηλαδή, το ζήτημα δεν είναι τι θέλω εγώ, ή το τι θέλει ο άλλος, ή το τι θέλουν οι κυβερνώντες μας και το Πολιτικό μας Σύστημα, ή για το αν για μένα το εθνικό συμφέρον υπερισχύει κάθε άλλου συμφέροντος, ή αν πρέπει να υποταχθεί σε «ευρύτερα» συμφέροντα, δηλαδή, σε «διεθνή» συμφέροντα (τα οποία κανείς πάντως δεν μου έκανε την χάρη να μου εξηγήσει πως τα εννοεί, αν και προκύπτει από τις ιδεολογικές θέσεις των ομιλούντων περί αυτό).
Και η άποψή μου αυτή, είναι πως ήρθε ο καιρός, να πάψει πια ο λαός να κυβερνάται μέσω λευκών επιταγών που δίνονται κάθε τέσσερα χρόνια σε κάποιο κόμμα, με βάση ένα «κυβερνητικό πρόγραμμα», μέσα στο οποίο εμφιλοχωρούν ένα σωρό «προτάσεις πολιτικής», στη λογική που είχαμε και στα Μνημόνια. Ή θα το πάρεις όλο το πακέτο, ή τίποτα. Όμως, στη ζωή και στα καθημερινά προβλήματα ενός Κράτους ή μιας Κοινωνίας, η λειτουργία δεν είναι μανιχαϊστική, ή μαύρο ή άσπρο. Μπορεί σε τούτο να συμφωνώ, μπορεί στο άλλο όχι. Δηλαδή, αν σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα δέκα σημαντικών σημείων, συμφωνώ με τα πέντε και διαφωνώ με τα άλλα πέντε, και με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει κόμμα εξουσίας που μπορεί να μου παρουσιάσει ένα πρόγραμμα που να συμφωνώ με το σύνολο των προτάσεών του, γιατί να μην έχω το δικαίωμα της επιλογής και άρα στο τι ακριβώς συγκατατίθεμαι και σε τι όχι, και γιατί μια σωστή πρόταση ενός αντιπολιτευόμενου κόμματος, να μην έχει τη δυνατότητα να υλοποιηθεί αν ο λαός, δηλαδή η πλειοψηφία του το εγκρίνει, ενώ ένα άλλο κόμμα κυβερνά;
Η λύση είναι μια : δημοψηφίσματα, για όλα τα σημαντικά ζητήματα, και για όλα τα εθνικά ζητήματα. Το ελβετικό μοντέλο. Και ούτε η Ελβετία, ούτε οι Ελβετοί νομίζω ότι έχουν βλαφτεί απ’ αυτό.
Το ζήτημα επομένως είναι αν θέλουμε να λειτουργήσει η Δημοκρατία ή όχι. Και ο «διαγνωστικός έλεγχος» της καλής λειτουργίας της Δημοκρατίας, ξεκινά αναγκαστικά από ένα κομβικό σημείο, που πρέπει οπωσδήποτε εδώ, ο «έλεγχος» να δώσει θετική διάγνωση για να συζητήσουμε ο,τιδήποτε από εκεί και πέρα : το κομβικό αυτό σημείο είναι : η Πολιτεία, το Κράτος, η Κοινωνία, λειτουργούν σύμφωνα με το απαράβατο Δημοκρατικό Αξίωμα της βούλησης της πλειοψηφίας, ναι ή όχι;
Η απάντηση ας μην θεωρηθεί εύκολη, διότι όλο το «παιχνίδι», πάνω σ’ αυτή την απάντηση παίζεται. Δεν υπάρχει στην Ιστορία, δημοκρατική εκτροπή, που να μην έχει θεμελιωθεί πάνω στην «προφανή» απάντηση, πως εκφράζει την βούληση «του λαού», δηλαδή της πλειοψηφίας του λαού, έστω και αν ο λαός δεν έχει ερωτηθεί ποτέ γι΄ αυτό που του χρεώνουν ως «βούλησή» του, ή ακόμα κι όταν είναι πασιφανές ότι η βούλησή του κινείται εντελώς προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ ό, τι του χρεώνεται ως τέτοια, κι ακόμα-ακόμα, κι όταν με δημοψήφισμα (καλή ώρα όπως το 2015) έχει εκφράσει μια εντελώς διαφορετική βούληση με αυτή που τελικώς του αποδόθηκε. Κι αν δεν υπάρχει στην Ιστορία, δημοκρατική εκτροπή, που να μην έχει θεμελιωθεί πάνω στην «προφανή» απάντηση, πως εκφράζει την βούληση «του λαού», μπορούμε να φανταστούμε τι συμβαίνει όταν έχουμε «ομαλή» μεν λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, πλην όμως, η «ομαλότητα» αυτή να θεμελιώνεται σχεδόν αποκλειστικά στο επιχείρημα, ότι η κυβέρνηση που κυβερνά προέρχεται από «ελεύθερες» εκλογές, και επομένως, εκεί τελειώνει και η συμμετοχή του λαού. Αυτή η «ομαλότητα» από μόνη της, είναι προβληματική.
Ιστορικά, εδώ αλλά και στον Δυτικό κόσμο, όπου λειτουργεί το δημοκρατικό μας μοντέλο, η πλέον βάναυση κακοποίηση που έχει γίνει στα πλαίσια της λειτουργίας αυτού που αποκαλούμε «κοινοβουλευτική δημοκρατία», είναι ο βιασμός, η περιθωριοποίηση και η διαστρέβλωση της βούλησης της πλειοψηφίας, με την πλειοψηφία να αισθάνεται ανάλογα, δηλαδή περιθωριοποιημένη, προδομένη, και ενίοτε ότι κυβερνάται από μειοψηφίες με ισχυρή εκπροσώπηση και επιρροή στα κέντρα της Εξουσίας, δυσανάλογη προς το μέγεθός τους, και κυρίως, να καθορίζουν την ατζέντα της πολιτικής, όπως συμβαίνει με τον μειοψηφία της wokeατζέντας και την γενικότερα μειοψηφούσα νεοφιλελεύθερη τάση.
Πρόκειται για γόρδιο δεσμό;
Μερικοί έχουν συμφέρον να τον παρουσιάζουν ως τέτοιο, διότι στον γόρδιο αυτό δεσμό στηρίζεται όλη τους η «καριέρα».
Επομένως καταλήγουμε στη λύση του «ξίφους» που θα κόψει τον γόρδιο δεσμό. Και το «ξίφος» αυτό είναι η άμεση συμμετοχή του λαού στη λήψη των σημαντικών εθνικών ζητημάτων μέσω δημοψηφισμάτων.
Και σε ό,τι αφορά τον «ευγενή» μας Παλαιοκομματισμό.
Είναι ο μεγάλος ευνοημένος της Τύχης. Την προηγούμενη δεκαετία, παρολίγον να εξαϋλωθεί πολιτικά. Το απέφυγε ελλείψει άλλης εναλλακτικής, εξαιτίας μιας εκτεταμένης ένδειας στο ζήτημα των πολιτικών επιλογών. Όμως, η Νέμεση είναι διαρκώς παρούσα, και περιφέρεται ακόμα ανικανοποίητη με όσα αλγεινά έλαβαν χώρα την Περίοδο των Μνημονίων, που την έχω πάμπολλες φορές, ιδίως σε άρθρα μου εκείνης της εποχής, χαρακτηρίσει ως Αθλιότητα, μια Αθλιότητα που κανονικοποιήθηκε ως modus vivendi και modus operandi. Όμως, ό,τι κανονικοποιείται δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκανονικοποιηθεί. Ιδίως αν ο στόχος αυτής της αποκανονικοποίησης έχει τεθεί από μια Νέμεση που θεωρεί ότι η Ύβρις είναι ακόμα παρούσα και ατιμώρητη.
Αν ο Παλαιοκομματισμός αντιληφθεί το ίδιο του το πολιτικό συμφέρον, θα διαπιστώσει πως η μοναδική συνταγή της επιβίωσής του, είναι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, η οποία δεν είναι καθόλου αυτή που ταυτίζεται με την νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία του και τα παρελκόμενά της. Αυτό απαιτεί επιστροφή στις ιδεολογικές ρίζες των συνιστωσών. Πραγματικά προοδευτικό είναι η πορεία προς τις ρίζες, όταν διαπιστώνεται πως ό,τι χτίστηκε είναι ένα «τεχνικό» (ιδεολογικό) λάθος, και επομένως, πρέπει επιστρέφοντας σε μια προηγούμενη πιο στέρεη βάση, να επιχειρήσουμε να ξαναχτίσουμε κάτι το νέο. Τούτο το «νέο» που σήμερα ζούμε, είναι πιο απαρχαιωμένο και από το πιο απαρχαιωμένο παρελθόν.