Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, κατά τόν Θουκυδίδη, ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος καί σημαντικότερος ἀπό τους προηγούμενους, ἀφοῦ τά Τρωικά τά διέκρινε ἡ διάρκεια ἀλλά καί ἡ χαλαρότητα, καί τά Περσικά οὐσιαστικά κρίθηκαν ἀπό δύο πεζομαχίες καί δύο ναυμαχίες. Ἀντίθετα, στόν Πελοποννησιακό πόλεμο καί οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις διέθεταν τά τελειότερα πολεμικά μέσα πού εἶχαν ἕως τότε χρησιμοποιηθεῖ, ἀλλά καί πῆραν μέρος σ’ αὐτόν σχεδόν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ὡς πόλεις-κράτη καθώς καί μεγάλο μέρος τῶν βαρβάρων. Μέ δύο λόγια, γιά τόν Θουκυδίδη καί τήν ἐποχή του ἦταν ἕνας παγκόσμιος πόλεμος, ἀφοῦ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα παρουσίαζε σέ μικρογραφία ἕνα κόσμο πολιτικά ἀνάλογο μέ τή νεότερη Εὐρώπη, ἕνας πόλεμος πού κράτησε 27 ὁλόκληρα χρόνια καί πρόσφερε ἕνα ἰδεατό πρότυπο πολεμικῆς δράσης κρατῶν πού τά συμφέροντά τους ἀλληλοσυγκρούονταν καί δέχονταν μόνο πρόσκαιρους διπλωματικούς συνδυασμούς.
Ὅταν ὁ Θουκυδίδης ἀποφάσισε νά ἐξιστορήσει τόν Πελοποννησιακό πόλεμο, πίστευε ἀκράδαντα στή χρησιμότητα τοῦ ἔργου του γιά τίς ἑπόμενες γενεές. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος τό δηλώνει χαρακτηριστικά: «Και ἴσως ἡ ἔλλειψη τοῦ μυθικοῦ στοιχείου ἀπό τό ἔργο μου θά τό κάνει νά φανεῖ στ’ αὐτιά λιγότερο εὐχάριστο. Ὅσοι ὁμως θά θελήσουν νά γνωρίσουν μέ ἀκρίβεια καί αὐτά πού ἔγιναν καί ὅσα, σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, θά γίνουν πάλι στό μέλλον τέτοια ἤ παραπλήσια, θά μοΰ εἶναι ἀρκετο ἄν θεωρήσουν ὠφέλιμα αὐτά πού γράφω. Τό ἔργο μου εἶναι περισσότερο ἕνα ἀπόχτημα παντοτινό, παρά ἕνα εὐχάριστο ἀνάγνωσμα τῆς στιγμῆς».
Ἡ ἀναφορά, πού κάνει πιό πάνω ὁ Θουκυδίδης στήν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ἡ πρώτη στή σειρά μέσα στήν ἱστορία του, ὄχι ὁμως καί ἡ μοναδική. Καί πιό κάτω, στό τρίτο βιβλίο τῆς ἱστορίας του, ὅταν ἐξιστορεῖΐ τά Κερκυραϊκά, μιλώντας γιά τίς συνέπειες τοῦ πολέμου, τόν ὁποῖο ὁ Θουκυδίδης χαρακτηρίζει «βίαιο διδάσκαλο», γράφει μεταξύ ἄλλων: «Καί ἐπέπεσε πολλά καί χαλεπά κατά στάσιν ταῖϊς πόλεσι, γιγνόμενα μέν καί αἰεί ἐσόμενα, ἕως ἄν ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων ᾖ···» Μέ ἄλλα λόγια, αὐτό πού βγαίνει ὡς πίστη τοῦ Θουκυδίδη, ἀπό τά δυό χωρία του πού ἀναφέρονται στήν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦν παρόμοια κάτω ἀπό παρόμοιες συνθῆκες καί ὅτι αὐτό συμβαίνει καί θά συμβαίνει ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἀμετάβλητη.
Σ’ αὐτή τήν πίστη στηρίζεται ὁ διδακτικός καί προγνωστικός χαρακτήρας τῆς ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη, ὁ ὁποῖος φαίνεται πώς θεωροῦσε τόν πόλεμο ὡς ἀρρώστια τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτικοῦ σώματος, ἐπηρεασμένος ἴσως καί ἀπό τό σύγχρονό του ἰατρό Ἱπποκράτη καί τίς ἰατρικές τοῦ προγνώσεις. Ὅπως δηλαδή ἕνας γιατρός μέ τή βοήθεια τῆς συσσωρευμένης ἐπιστημονικῆς γνώσης μπορεῖ ὄχι μόνο νά βρεῖ τήν αἰτία ἀλλά καί νά προβλέψει τήν πορεία καί τήν ἐξέλιξη μίας ἀρρώστιας καί νά ἐνεργήσει προληπτικά ἡ θεραπευτικά, κατ’ ἀναλογία καί ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά, ἀτομική ἤ ὁμαδική, θά μποροῦσε ὡς ἕνα σημεῖο νά προγνωσθεῖ, νά προληφθεῖ ἡ νά καθοδηγηθεῖ, μέ τή βοήθεια τῶν σταθερῶν καί ἀμετάβλητων στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Φυσικά, ἡ πρόγνωση αὐτή του Θουκυδίδη στηρίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στήν ἀνθρώπινη διάνοια καί δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τίς μεθόδους τῆς ἀρχαίας μαντικῆς.
(…)
Ο καθηγητής Dodds, παρατηρώντας ὅτι οἱ μυαλωμένοι ἄνθρωποι τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα γνώριζαν τούς περιορισμούς πού ἐπιβάλλονται στήν πρόοδο ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, γράφει τά παρακάτω:
«Καθένας ἀπό τούς δύο μεγάλους ἱστορικούς (ἐννοεῖ τόν Ἡρόδοτο καί τό Θουκυδίδη) ἐξέφρασε αὐτή τή γνώση μέ τόν δικό του τρόπο. Καθένας τους, εἶναι ἀλήθεια, ἦταν περήφανος γιά τά ἐπιτεύγματα τοῦ λαοῦ του στό παρελθόν: Γιά τόν Ἡρόδοτο, οἱ Ἕλληνες ἀπό παλαιότερα εἷχαν ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ἀνόητες ἀφέλειες πού εἶχαν σχέση μέ τό βαρβαρισμό, καί ὁ Θουκυδίδης εἶδε τήν παλαιότερη ἱστορία τῆς Ἑλλάδας ὡς ἐπιδίωξη γιά μιά βαθμιαία ἀνοδική πορεία. Ἀλλά ὁ Ἡρόδοτος γράφει “ὅπως κάποιος πού γνωρίζει τήν ἀστάθεια τῆς ἀνθρώπινης εὐημερίας”, καί αὐτή ἡ πεποίθηση στοιχειώνει τή φαντασία του, ὁπως στοιχείωσε καί τή φαντασία τοῦ φίλου του Σοφοκλῆ. Ὁ Σοφοκλῆς τήν ἐξηγεῖ μέ τόν παλαιό θρησκευτικό τρόπο: ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό ἔλεος μιᾶς δύναμης, ἡ ὁποία τοῦ ἀπαγορεύει νά ὑψωθεῖΐ πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα. Ὁ Θουκυδίδης, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, βρίσκει αὐτό τό ὅριο στήν ψυχολογική δομή τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁρισμένες συμφορές, μᾶς λέει, “συμβαίνουν καί θά συμβαίνουν πάντοτε, ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἴδια”· καί διακινδυνεύει τή γενικότερη δήλωση ὅτι “σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση παρόμοια γεγονότα (ὅπως ἐκεῖϊνα πού περιγράφει) θά ἐπαναλαμβάνονται στό μέλλον”. Καί εἶναι λάθος νά συμπεραίνουμε ἀπό αὐτά τά κείμενα, ὅπως ἕνας νεότερος συγγραφέας τό κάνει, ὅτι ὁ Θουκυδίδης “τελικά υἱοθέτησε μιά κυκλική ἀντίληψη τῆς ἱστορίας, ὁπως ὁ Πλάτων”. Ἡ προσδοκία τοῦ Θουκυδίδη γιά ἐπανάληψη τῶν γεγονότων στηρίζεται ὄχι στήν κυκλική πορεία τοῦ κόσμου ἀλλά στή μονιμότητα τῶν ἄλογων στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πού δέν ἐπιδέχονται διδαχή».
Ποιά ὅμως εἶναι τά μόνιμα στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης πού βρίσκονται ἐκτός λογικοῦ ἐλέγχου καί δέν ἐπιδέχονται διδαχή; Ὁ Θουκυδίδης στά Κερκυραϊκά του, ὅπως εἴδαμε, ἀναφέρει ὡς τέτοια στοιχεῖα τή δίψα γιά δύναμη, τήν πλεονεξία καί τή φιλοδοξία. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὁμως παρουσιάζει τό κεφάλαιο 45 τοῦ τρίτου βιβλίου τῆς ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη, πού ἀναφέρεται στήν ἀποστασία τῆς Λέσβου. Ἐκεῖϊ ὁ ρήτορας Διόδοτος, προσπαθώντας νά ἐξηγήσει γιατί οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν τό νόμο καί ὅταν ἀκόμη ἀντιμετωπίζουν τήν ποινή τοῦ θανάτου, λέγει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
Ἤ, λοιπόν, πρέπει νά βρεθεῖ φόβητρο πιό φοβερό ἀπό τό θάνατο ἤ αὐτή ἡ ποινή τουλάχιστον δέν εἶναι ἐπαρκής. Γιατί ἡ φτώχια μέ τίς ἀνάγκες της φέρνει τόλμη, ἡ ἐξουσία προκαλεῖ πλεονεξία γεμάτη ἀλαζονεία καί ἐγωπάθεια καί οἱ διάφορες συμπτώσεις, ἀνάλογα μέ τά ἀκατανίκητα πάθη πού ἐξουσιάζουν τόν καθένα, παρασύρουν τούς ἀνθρώπους σέ κινδύνους. Ἀλλά καί ἡ ἐλπίδα καί ὁ πόθος γιά τό κάθε τί, ὁ πόθος μπροστά, ἡ ἐλπίδα ἀκολουθώντας, ἐκεῖνος καταστρώνοντας τά σχέδια καί αὐτή ὑποβάλλοντας τήν ἰδέα ὅτι θά βοηθήσει ἡ τύχη, κάνουν τό μεγαλύτερο κακό, καί, ἐνῶ δέ φαίνονται, εἶναι δυνατότερα ἀπό τά φανερά δεινά. Ἀλλά κοντά σ’ αὐτά καί ἡ τύχη δέ συντελεῖ λιγότερο στήν παρεκτροπή, γιατί κάποτε ἐμφανίζεται ἀπροσδόκητα καί παρασύρει στόν κίνδυνο κάποιον πού δέν ἔχει μεγάλες δυνατότητες, καί ἀκόμη περισσότερο τίς πόλεις, ἀφοῦ ἄλλωστε πρόκειται γιά πράγματα πολύ σημαντικά, τήν ἐλευθερία ἡ τήν ἐξουσία ἐπάνω στούς ἄλλους, ὁπότε ὁ καθένας μέσα στό πλῆθος τῶν συμπολιτῶν του ἀσυλλόγιστα ὑπερεκτιμᾶ συνήθως τίς δυνάμεις του. Μέ δύο λόγια, εἶναι ἀδύνατον καί εἶναι πολύ ἀνόητος ἐκεῖνος πού νομίζει πώς, ὅταν ἡ ἀνθρώπινη φύση σπρώχνεται ἀπό τό πάθος νά κάνει κάτι, μπορεῖ νά ἀποτραπεῖ ἀπ’ αὐτό, εἴτε μέ τή δύναμη τοῦ νόμου εἴτε μέ κάποιο ἄλλο φόβητρο.
Μιά ματιά στό πιό πάνω κείμενο δείχνει ὅτι ἀφθονοῦν οἱ ψυχολογικοί ὄροι – δέος, ὕβρις, πλεονεξία, ὀργή, πόθος, ελπίς, ἔρως – μέ τούς ὁποιους ὁ Θουκυδίδης ἐξηγεΐ καί αἰτιολογεῖ τά ἱστορικά γεγονότα, ἀτομικά καί ὁμαδικά, παραδεχόμενος στήν οὐσία ὅτι οἱ ἄλογες ψυχικές δυνάμεις μποροῦν νά θολώσουν καί νά νικήσουν τή δύναμη τοῦ νοῦ. Τά παραδείγματα ἀφθονοῦν μέσα στήν ἴδια τήν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Ἔτσι, πληροφορούμαστε ὅτι οἱ Σπαρτιάτες κήρυξαν τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων ἐπειδή φοβοῦνταν τήν αὔξηση τῆς ἀθηναϊκῆς δύναμης. Ἐπίσης, ὅτι ἡ Σικελική ἐκστρατεία πραγματοποιήθηκε ἀπό τούς Ἀθηναίους παρά τήν περί τοῦ ἀντιθέτου εἰσήγηση τοῦ στρατηγοῦ Νικία, γιατί «ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι... πόθῳ ὄψεως καί θεωρίας καί εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι... διά τήν ἄγαν τῶν πλεόνων ἐπιθυμίαν...»
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅμως προκαλοῦν καί τά ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα οἱ Ἀθηναῖοι ὑπερασπίζονται τήν ἡγεμονία τους, ἐπικαλούμενοι τήν ἀνθρώπινη φύση: Ὅπως λένε, δέν ἔκαναν τίποτε παράδοξο ἤ ἀντίθετο πρός τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τό νά δεχτοῦν μιά ἡγεμονία πού τούς πρόσφέρθηκε καί πού ἀρνοῦνται νά τήν ἀφήσουν γιά τρεῖς πολύ σπουδαίους λόγους: τή δόξα, τό φόβο καί τό συμφέρον. Ἄλλωστε, εἶναι καθιερωμένο ὁ κατώτερος νά ὑποτάσσεται στόν ἀνώτερο. Σημειώνουμε ὅτι ἀνάλογα ἐπιχειρήματα χρησιμοποιοῦν οἱ Ἀθηναῖοι καί στόν περίφημο διάλογο μέ τούς Μηλίους, ἰσχυριζόμενοι ὅτι «δίκαια μέν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπό της ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατά δέ οἱ προύχοντες πράσσουσι καί οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσι». (= τό δίκαιο στίς ἀνθρώπινες σχέσεις λαμβάνεται ὑπόψη ὅταν οἱ ἀντίδικοι εἶναι ἴσοι, ἀλλιῶς οἱ δυνατοί κάνουν ὅσα μποροῦν καί οἱ ἀδύναμοι ὑποχωροῦν).
Κάτι ἀκόμη πού ἀξίζει νά ἐπισημανθεῖΐ εἶναι ὅτι στήν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη, ἐκτός ἀπό τους ψυχολογικούς ὅρους πού προαναφέραμε, χρησιμοποιοῦνται καί οἱ λέξεις ἀνάγκη καί τύχη, γιά νά ἐκφράσουν ἐπίσης καταστάσεις τῶν ὁποίων τό περιεχόμενο εἶναι πολύ δύσκολο ἕως ἀδύνατον νά ἐλεγχθεῖ, καθώς ὁ ἄνθρωπος πού ἐμπλέκεται σ’ αὐτές δέν ὁδηγεῖ πλέον τά γεγονότα ἀλλά ὁδηγεϊται ἀπ’ αὐτά. Ἔτσι, π.χ., ἀπό τή στιγμή πού οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐπέλεξαν νά εἶναι ἐπικεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων, ἦταν ἀναγκασμένοι νά κηρύξουν τόν πόλεμο στούς Ἀθηναίους. Ἀλλά καί οἱ Ἀθηναῖοι, ἀπό τή στιγμή πού δέχτηκαν τήν ἡγεμονία τῶν Ἑλλήνων, ἦταν ἀναγκασμένοι νά συνεχίσουν νά τήν ἔχουν. Τέλος, ἐντύπωση προκαλοῦν καί αὐτά πού λέγει ὁ Ἀλκιβιάδης στούς Ἀθηναίους: (Καί δέν εἶναι στό χέρι μας νά κανονίζουμε ἕως ποῦ θέλουμε νά φτάσει ἡ ἐξουσία μας, ἀλλά εἴμαστε ἀναγκασμένοι, ἀφοῦ βέβαια φτάσαμε ἐδῶ πού φτάσαμε, γιά ἄλλους νά καταστρώνουμε ἐχθρικά σχέδια καί γιά ἄλλους νά μή χαλαρώνουμε τήν ἐξουσία μας ἐπάνω τους, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐξουσιάσουν αὐτοί ἐμᾶς, ἄν δέν ἐξουσιάσουμε ἐμεῖς ἐκείνους).
Ὅσο γιά τήν τύχη καί τό ρόλο τοῦ τυχαίου στήν ἱστορία, μολονότι ὁ ἱκανός νοῦς μπορεῖ νά προσαρμοστεῖ ταχύτερα στά τυχαῖα περιστατικά, ὡστόσο εἶναι φανερό ὅτι ἡ ἔννοια τῆς τύχης ἀποτελεϊ περιοχή ὁπου ἀναγνωρίζεται «ἡ ἀδυναμία τῆς σκέψης νά ἐξουσιάσει πλήρως τή ζωή». Ἔτσι, π.χ., ἄν στήν Ἀθήνα δέ συνέβαινε ἡ ξαφνική καί ἄκαιρη κοπή τῶν Ἐρμῶν πρίν ἀπό τή Σικελική ἐκστρατεία καί δέν ἀνακαλοῦνταν ὁ Ἀλκιβιάδης , ὅλα θά ἦταν διαφορετικά στήν ἔκβαση τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἐπίσης, ἄν πρίν ἀπό τήν ἀποχώρηση τοῦ Νικία ἀπό τή Σικελία δέ συνέβαινε ἔκλειψη σελήνης, ὁ Ἀθηναῖος στρατηγός δέν θά παρέμενε ἄπρακτος ἐπί 27 μέρες, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἐχθροί νά τόν περικυκλώσουν καί νά καταστρέψουν τόν ἀθηναϊκό στόλο.
…
Ενῶ τά ζῶα εἶναι εὐχαριστημένα καί εὐτυχισμένα ὅταν ἔχουν ἀσφάλεια καί ἀρκετή τροφή, Οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἀριστοτέλης στά «Πολιτικά», “Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀδικοῦν μόνο γιά τά ἀναγκαία... ἄλλα καί γιά νά γεύονται ἀπολαύσεις καί νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες τους. Γιατί ἄν ἐπιθυμοῦν περισσότερα ἀπό τά ἀναγκαία, γιά νά ἱκανοποιήσουν αὔτην τήν ἐπιθυμία θά ἀδικήσουν, καί ὄχι μόνο γι’ αὔτην, ἄλλα καί γιά ν’ ἀπολαύσουν ἡδονές χωρίς κόπο... γιατί ἄδικοϋν πρό πάντων λόγω ὑπερβολικῶν ἐπιθυμιῶν καί ὄχι ἀπό ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων...”
Ἄλλα καί πέρα ἀπό αὖτα, ἐϊτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀπό παλιά καί ἑξακολουθεΐ νά ἔχει στή φύση τοῦ δλᾶ τά ἐϊδη τόσο τῶν δημιουργικῶν δσό καί τῶν ἐπιθετικῶν ἔνστικτων, ἱκανός γιά κάθε καλό ἄλλα καί γιά κάθε κακό. Εἶναι αὖτος πού ἀπέσπασε τά μυστικά τῆς φύσης σέ μεγάλο βαθμό καί τήν ὑπέταξε, ἕξασφαλιζο- ντᾶς γιά τόν ἕαυτό του ἕνα ἄνετο τρόπο ζωῆς. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁμως εἶναι ὄ ϊδιος πού κατέστρεψε τό περιβάλλον του καί σημάδεψε τήν πορεία του μέ πολέμους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, οἰκονομικούς, ἰδεολογικούς. Καί ἐνῶ συνέλαβε, μορφοποίησε καί ἄξιοποίησε μέ τίς γνώσεις του καί τά τεχνικά του μέσα ὁ,τι ἔχει διαστάσεις καί βάρος, ἀδυνατεῖ νά σταθμίσει καί νά ἔλεγξει τόν ἀρχέγονο φόβο, τήν πλανερή ἐλπίδα, τή ματαιοδοξία, τόν φθόνο, τή φιλοδοξία, τήν πλεονεξία. Καί ὁλα αὖτα θά συμβαίνουν, θά ἐπαναλαμβάνονται καί θά ὑπάρχουν -μᾶς βεβαιώνει ὁ Θουκυδίδης- παραπλήσια καί παρόμοια στό μέλλον, ὁσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἴδια...
Στίς μᾶλλον ἀπαισιόδοξες αὖτες διαπιστώσεις, Οἱ αἰσιόδοξοι ἀπαντοῦν πώς παρ’ ὁλα αὖτα ἡ ἀνθρωπότητα, ἔστω καί μέ κόπους, θυσίες καί αἷμα, πορεύτηκε ἕως τώρα τό δρόμο τοῦ πεπρωμένου της καί ἔτσι θά συνεχίσει καί στό μέλλον. Πιθανόν νά εἶναι κι ἔτσι, ἄν καί πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τώρα οἱ δυσκολίες προφανῶς θά εἶναι περισσότερες καί οἱ κίνδυνοι μεγαλύτεροι, καί νά γιατί: Γιατί ἡδη γίναμε πολλοί καί σέ λίγο θά γίνουμε πολύ περισσότεροι, μέ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τή σμίκρυνση τῆς μερίδας πού ἀναλογεῖ στόν καθένα- γιατί, ἐπίσης, τώρα εἴμαστε λιγότερο ἀνεκτικοί καί περισσότερο ἀπαιτητικοί, καί συχνά διεκδικοΰμε δυναμικά καί ἐπιθετικά «ζωτικό χῶρο»· τέλος, γιατί ἔχουμε τρομερές δυνάμεις καταστροφῆς στά χέρια μας, ἱκανές νά καταστρέψουν τόν πλανήτη.
Λέγεται πώς σχεδόν ποτέ τά πράγματα δέν πᾶνε τόσο καλά, ὁσο ἐλπίζουμε, ἀλλά καί ποτέ τόσο ἄσχημα, ὁσο φοβόμαστε. Τό δεύτερο τό εὐχόμαστε. Καί εὐχόμαστε, ἀκόμη, ὁ καλός θεός, πού βρέχει ἐπί δικαίων καί ἄδικων, νά φανεῖ καί πάλι σκανδαλωδῶς φιλεύσπλαχνος χαρίζο- ντᾶς μᾶς «σώφρονα λογισμόν», καί «καρδίαν νήφου- σάν», «διά τήν λίαν φιλοτητα βροτών », ὁπως θά ἔλεγε ὁ Αἰσχύλος.
Απόσπασμα από το έργο του Α. Κ. Καραδημητρίου
“Με αφετηρία την «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ» του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
και τις βασικές της ιδέες”
ΠΗΓΗ : ekivolos.gr