Είναι η στωική αταραξία παθητικότητα, ακινησία, έλλειψη ενδιαφέροντος για τα εγκόσμια και την πραγματικότητα ή είναι ένας τρόπος ζωής του σοφού, που προϋποθέτει μια τέλεια ακινησία, μια γαλήνη που ξεριζώνει από την ψυχή τα στοιχεία δυσαρμονίας και σύγκρουσης;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας που οδήγησαν τους Στωικούς να βασίσουν την Ηθική τους στο ιδεώδες του σοφού, του ανθρώπου δηλαδή που είναι ενάρετος, ώστε να μπορεί να γίνει ευτυχισμένος. Ο απώτερος λοιπόν σκοπός τους είναι η ευτυχία και η αντιμετώπιση των ευτυχισμένων και άσχημων στιγμών της ζωής με μέτρο και ηρεμία.
Η κοσμική θεότητα ήταν για κείνους το «Πυρ», ο λόγος των όσων υπάρχουν αυτό που δίνει νόημα σε όσα υπάρχουν και συμβαίνουν, τα οποία έχουν μια Αναγκαιότητα και μια αναπόφευκτη Σκοπιμότητα. Αυτές οι αρχές, που από άλλους φιλοσόφους ονομάζονται Πρόνοια και Μοίρα, αποτελούν βασικούς νόμους του σύμπαντος. Τα πάντα συνδέονται έτσι, ώστε το καθένα να είναι το αποτέλεσμα μιας αιτίας (αιτιοκρατία).
Υπάρχει η Ανάγκη που κινεί τα πράγματα, που κινεί τον κόσμο. Υπάρχει και η σκοπιμότητα που εμποδίζει οποιαδήποτε πορεία πέρα από την προκαθορισμένη. Αποδέχονται το κακό που υπάρχει μέσα στον κόσμο σαν ένα παιδαγωγικό ηθικό επιχείρημα, που μας οδηγεί να συνειδητοποιήσουμε το καλό και να φτάσουμε σ’ αυτό. Ο άνθρωπος οδηγούμενος από την πίστη του τίθεται στη διάθεση της Πρόνοιας με τη βεβαιότητα ότι όλα όσα θα συμβούν θα είναι πάντα τα καλύτερα.
Θα μπορούσε κάποιος πολύ επιφανειακά να θεωρήσει τη στωική αταραξία σαν μοιρολατρία. Για τους στωικούς, ο άνθρωπος μοιάζει με γλύπτη και είναι για την ζωή του ό,τι ο γλύπτης για το υλικό του. Ο γλύπτης βέβαια είναι κάτι ξεχωριστό από το υλικό του, ενώ ένας άνθρωπος δεν είναι διαχωρισμένος από τη ζωή του. Όπως ένα άγαλμα δεν είναι ανακάλυψη αλλά δημιούργημα, έτσι και ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει την ίδια του τη ζωή.
Πρέπει να την κατασκευάσει κι αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μοιρολατρία. Πώς θα πετύχει τον σκοπό του όμως ένας γλύπτης, αν δεν είναι γνώστης του υλικού και της γλυπτικής τέχνης, να κατασκευάσει δηλαδή ένα άγαλμα που έχει ήδη γεννήσει ο νους του με τη δημιουργική του φαντασία; Και πώς θα πετύχει ο άνθρωπος τον πρωταρχικό του στόχο, να γίνει δηλαδή ευτυχισμένος, αν δεν γνωρίζει τη φύση της ζωής και ειδικά το πώς να ζει;
Ένας ρεαλιστής αντιλαμβάνεται ότι η πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητα ιδανική και ότι τα πράγματα δεν είναι πάντοτε, αν όχι ποτέ, όπως θα επιθυμούσε να είναι. Ότι είναι εφήμερα και μεταβλητά, ότι η ζωή είναι αβέβαιη, ότι «τα πάντα υπόκεινται στο θάνατο και τη λεηλασία». Ο Επίκτητος έλεγε ότι «αυτό που είναι τρομερό δεν είναι ο θάνατος αλλά ο φόβος του θανάτου.»
Και ποια είναι αυτά τα στοιχεία του ανθρώπου που υπόκεινται στο θάνατο και τη φθορά;
Οι κατώτερες παρορμήσεις, αυτές που ονομάζονται φυσιολογικές δεν αποτελούν την ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη φύση ριζώνει στο Νου κι αυτό είναι που τη διακρίνει από τα άλλα βασίλεια. Ο άξονας του ψυχολογικού μας συστήματος είναι ο ψυχισμός και μπορεί να θολώνει το νου. Ο μοναδικός τρόπος να ελέγχει κάποιος το φυσικό (έδρα των ενστίκτων) και τον ψυχολογικό (έδρα των συναισθήσεων) φορέα του είναι μέσω της βούλησης και του νου.
Η βούληση δίνει δύναμη και ο νους δίνει διάκριση ώστε να τίθενται τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Ο σωστός χειρισμός των συναισθημάτων (φόβος, επιθυμία, ηδονή, δυσαρμονία) έχει σαν αποτέλεσμα την ευδαιμονία, τη γαλήνια ευτυχία του σοφού. Αυτή δεν διαχωρίζεται από την αρετή και δεν είναι συγκινησιακή ή αισθησιακή ευτυχία, αλλά εστιάζεται στα ανώτερα στοιχεία του ανθρώπου, δηλαδή από το νου και πάνω.
Ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγει κάποιος το χτύπημα των παθών του είναι να τα γνωρίσει, επειδή η συναισθηματική σύγκρουση χάνει δύναμη μπροστά στην ψυχρότητα της λογικής ανάλυσης. Πρέπει να αναλύουμε την αιτία των παθών, να ανακαλύπτουμε δηλαδή για ποιο λόγο έχουμε τα συγκεκριμένα πάθη, να αναπτύσσουμε την εσωτερική ικανότητα να παρατηρούμε τον εαυτό μας κι εν συνεχεία να τον γνωρίσουμε και να τον ελέγχουμε.
Θ’ αναρωτηθεί κάποιος πως μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην ευτυχία μέσα από την κυριαρχία της ψυχρής λογικής ανάλυσης ή ακόμα και μέσω της διάκρισης σαν λειτουργία ενός νου;
Οι Στωικοί χρησιμοποίησαν δύο έννοιες που μπορούν να μας δώσουν απάντηση: το μικρόκοσμο και το μακρόκοσμο.
Ο άνθρωπος απελευθερώνεται από εξωτερικές πιέσεις μέσω του ΝΟΥ, που είναι ικανός να ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ και ανήκει στο μικρόκοσμο.
Ο Παγκόσμιος Νους ή Λόγος ρυθμίζει τη φύση. Αναλογικά ο ανώτερος νους (Μάνας) του ανθρώπου ρυθμίζει την ύπαρξή του. Αντανάκλαση του Λόγου στον άνθρωπο είναι το «Ηγεμονικόν», ο Θείος Σπινθήρας, ο οποίος επιστρέφει στην πρωταρχική του πηγή και ο σοφός μπορεί να ανακαλύψει τα ίχνη της φλόγας που καίει μέσα του και προέρχεται από το κοσμικό Πυρ. Θα συνειδητοποιήσει ότι εντάσσεται σ’ έναν ανώτερο κοσμικό ρυθμό και ότι είναι ένας μικρόκοσμος.
Θα αντιληφθεί ότι υπάρχει ένας Παγκόσμιος Νόμος και θα ακολουθήσει το δικό του Δάρμα, όπως αναφέρεται στη Μπαγκαβάτ Γκίτα. Θα μπορεί να αντιληφθεί τις εσωτερικές αιτίες των πραγμάτων κι αυτό θα τον οδηγήσει να υπακούει σ’ έναν ανώτερο ρυθμό και να εξομοιώνει την ανθρώπινη βούλησή του με τη Θεία Ανάγκη και τον Παγκόσμιο Νόμο.
«Ελεύθερος είναι αυτός που ελεύθερα υπακούει σε αυτά που κατ’ ανάγκη συμβαίνουν» έλεγε ο Σενέκας. Να έχει συνείδηση δηλαδή του τι είναι αυτή η Θεία Ανάγκη που κινεί τον κόσμο και ποιος ο ρόλος του μέσα σ΄ αυτή. Από κει πηγάζει και η έννοια του καθήκοντος: γνωρίζω και επιλέγω να ακολουθήσω το Δάρμα, να δράσω, αλλά με βάση την αρετή. Για τους Στωικούς το καθήκον ήταν ζήτημα της ενάρετης δράσης.
Οι Στωικοί δέχονταν την ύπαρξη της χαράς της ψυχής που προκύπτει από την άσκηση του καθήκοντος, επειδή αυτό τους οδηγεί στην ευτυχία. Το καθήκον ήταν για κείνους το γνήσιο ηθικό χρέος ή ένα κατόρθωμα. Ο Στωικός φιλόσοφος ήταν διατεθειμένος να παραμερίσει τα πάντα, για να πραγματοποιήσει το χρέος του.
Βάσιζαν την Ηθική τους στο ιδεώδες του σοφού, του ανθρώπου δηλαδή που είναι τόσο ενάρετος ώστε να μπορεί να γίνει ευτυχισμένος. Η αταραξία είναι ο τρόπος ζωής του σοφού που έχει γνωρίσει τον εαυτό του και διακατέχεται από εσωτερική ηρεμία. Είναι λοιπόν ένας σκοπός για το στωικό φιλόσοφο, αλλά και ένας τρόπος ζωής που θα τον οδηγήσει σ’ αυτόν το σκοπό, να φτάσει να κατακτήσει το «Γνώθι σ’ αυτόν».
Ο άνθρωπος που αρχίζει να συντονίζεται με την εντολή του Λόγου, φτάνει στην ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ και στην ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ. Οι Στωικοί θεωρούν σαν πρώτη, την αρχή της αυτοσυντήρησης, επειδή το έμψυχο ον ξεχωρίζει μ’ αυτήν ό,τι είναι σύμφωνο με τη φύση του. Έτσι τα αντικείμενα των παθών παραμένουν αδιάφορα σ’ εκείνον ο οποίος συνεργάζεται με τη θέλησή του στη διάσωση του Παγκόσμιου Ρυθμού.
Η στωική αταραξία πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι το κακό υπάρχει ως ένα μέσο για να οδηγήσει τον άνθρωπο στο καλό και ότι όλη η ζωή τους είναι μια εξάσκηση, ακόμη και στα πιο μικρά και καθημερινά, για τη συνειδητοποίηση ότι, ο άνθρωπος πρέπει να συμφιλιώνεται με τη μοίρα του. Βασίζεται στην αρχή ότι όταν συμβεί κάτι κακό υπάρχει και κάτι χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, κι έτσι δεν είναι απροετοίμαστος για ό,τι κι αν του συμβεί, αλλά το αντιμετωπίζει με ηρεμία.
Κι όπως γράφει ο Επίκτητος στο Εγχειρίδιό του:
“Ποτέ να μην πεις για κανένα πράγμα: Το έχασα! Να λες: Το επέστρεψα! Πέθανε το παιδί σου; Γύρισε πίσω εκεί που ανήκει. Πέθανε η γυναίκα σου; Επεστράφη! Σου αφαίρεσαν δόλια την περιουσία; Κι αυτή επεστράφη. Κι εκείνος που σου την έκλεψε είναι τάχα αχρείος; Μα τι σε νοιάζει με ποιον τρόπο απαίτησε εκείνος που σου την πρόσφερε να την επιστρέψεις; Όσο σου επιτρέπει κράτησε τα αγαθά σου σα να είναι ξένα πράγματα, όπως κάνουν αυτοί που μένουν προσωρινά σε πανδοχείο.”
Η αυτάρκεια είναι άλλη μια αρχή που ξεκίνησε από τους Κυνικούς και υιοθετήθηκε και από τους Στωικούς. Προκύπτει από την αξιολόγηση του τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο για τον άνθρωπο που θέλει να δώσει την ενέργειά του σ’ αυτό που είναι καθήκον του, αλλά και για να μην εξαρτάται η πνευματική του εξέλιξη και ευτυχία από τα υλικά αγαθά. Να φτάσει να μην εξαρτάται η ψυχική του ηρεμία από τον εξωτερικό περίγυρο, καταστάσεις, πλούτη ή φτώχια, ανθρώπους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο Μάρκος Αυρήλιος που σαν αυτοκράτορας της Ρώμης συνέχισε να διατηρεί τις παλιές του συνήθειες σαν πολίτης, αλλά επιπλέον δεν κοιμόταν στο κρεβάτι του αλλά στο πάτωμα.
Οι Στωικοί ήταν άνθρωποι που αναλάμβαναν ευθύνες και αξιώματα στην κοινωνία και ήθελαν να την κάνουν καλύτερη από όποια θέση κι αν ήταν, επειδή αναγνώριζαν ότι ο κόσμος δεν ήταν όπως εκείνοι επιθυμούσαν. Θεωρούσαν όμως τον κάθε άνθρωπο ιερό και είχαν καθήκον να προσφέρουν το καλύτερο που μπορούσαν.
Η ζωή για τους Στωικούς ήταν ένα παιχνίδι, ένα υλικό, όχι ένας αυτοσκοπός. Και σημασία έχει τι κάνουμε με τη ζωή και όχι τι κάνουμε στη ζωή.
Η στωική αταραξία καθρεφτίζεται στα έργα πολλών φιλοσόφων ακόμα και σύγχρονων, όταν διαβάζουμε:
«Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερό του ρυθμό είναι λεύτερος.
Νοιώθω στην καρδιά μου όλες τις ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και
τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμε να τις υποτάξω σ’ ένα ρυθμό ανώτερο
από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου
που ανηφορίζει.»
Ν. Καζαντζάκης
Αν αναρωτηθούμε τι είναι εκείνο που αξίζει να κάνουμε σήμερα, για να είναι καλύτερο το αύριο, ίσως ακούσουμε μια φωνή που έρχεται από πολύ παλιά, να μας δίνει την απάντηση: “Τι θα έκανα σήμερα, αν ούριο δε ζούσα; ”.
Βιβλιογραφία:
– ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ, Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ
– ΣΕΝΕΚΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΗ Η ΖΩΗ, Εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
– ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΛΙΝΟΣ ΜΠΕΝΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΠΑΡΟΥΣΙΑ-ΑΘΗΝΑ 2004