Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Τα τρία συστημικά νεοφιλελεύθερα κόμματα εξουσίας του Μνημονιακού Τόξου (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ), που αποτελούν ταυτόχρονα και την επιτομή του Παλαιοκομματισμού (όπως αυτός διευρύνθηκε με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ όταν το 2015 κατέλαβε την εξουσία ως η «η πρώτη φορά Αριστερά»), δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα για την πολιτική τους επιβίωση ως κομμάτων εξουσίας.
Βέβαια το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ», αποτελεί καθαρό δημιούργημα της Κρίσης που εκδηλώθηκε το 2010 και μας οδήγησε στα Μνημόνια, μια κρίση σύνθετη : οικονομική, κοινωνική, πολιτική, θεσμών της Δημοκρατίας. Αν δεν υπήρχε το 2010, ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα «επιχειρούσε» πολιτικά κάπου εκεί που επί δεκαετίες «επιχειρεί», δηλαδή, να κυμαίνεται η εκλογική και πολιτική του επιρροή πέριξ του 3% με κάποιες «εκλάμψεις» ενίοτε, που το «εκτόξευαν» και πέριξ του 4%-5%.
Όμως η μέγιστη συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα, υπήρξε, στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, τούτη : είτε εκούσια είτε ακούσια, και προσωπικά θεωρώ (ως ένα βαθμό και έως κάποια στιγμή τουλάχιστον) ακούσια, αποτέλεσε την σωτήρια λέμβο στην οποία επιβιβάστηκε και διασώθηκε ο Παλαιοκομματισμός που εκφράζονταν (και συνεχίζει να εκφράζεται) από τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ. Μάλιστα το καράβι του Παλαιοκομματισμού την πιο κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή που η καταβύθιση του θεωρούνταν ζήτημα χρόνου, είχε ξεμείνει κατά την περίοδο 2010-2014 και από σωσίβιες λέμβους. Η σωσίβια λέμβος «ΣΥΡΙΖΑ» που έσωσε το ηγετικό πλήρωμα και μαζί μ’ αυτό και το ίδιο το καράβι ήρθε έξω απ’ αυτό, πραγματικό θεόσταλτο δώρο.
Αν δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα, ένα κόμμα στο οποίο ασμένως την κρίσιμη περίοδο του 2014-2015 θα του μεταβίβαζαν τη διακυβέρνηση της χώρας, περίοδος κατά την οποία υπήρχαν ακόμα πολλά να γίνουν ώστε να ολοκληρωθούν τα προγράμματα «διάσωσης» (τα Μνημόνια δηλαδή), κάτι που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσαν πλέον να υλοποιήσουν ούτε κατά ένα μικρό ποσοστό, χωρίς να κινδυνεύουν να εξαφανιστούν ως πολιτικές δυνάμεις και ως κόμματα ασφαλώς, έπρεπε επειγόντως να βρεθεί και εν ανάγκη να εφευρεθεί ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, αποκλειομένης ασφαλώς της Άκρας Δεξιάς, για πολλούς και ευνόητους λόγους, αλλά και του ΚΚΕ, επίσης για πολλούς και ευνόητους λόγους. Μοναδικό κριτήριο ήταν να είναι φιλοευρωπαϊκό, έστω και αν αμφισβητούσε την κρατούσα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, άλλωστε και ποιος δεν την αμφισβητεί, πάντως να μην επιθυμεί να εξέλθει της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Όλα τα άλλα θα «διευθετούνταν» είτε με το καλό είτε με το κακό, είτε με τη πειθώ είτε με τη βία, και «διευθετήθηκαν» με τον δεύτερο τρόπο. Ένα κόμμα έμεινε, κι αυτό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Είτε το αντιλαμβάνονταν -την εποχή εκείνη- η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είτε όχι, αποστολή του θα ήταν, τούτη κατά τις επιθυμίες (για να μη πω και τον σχεδιασμό) του Βερολίνου και των Βρυξελλών, και τούτο ασχέτως προς τις κραυγές και τις απειλές για την περίπτωση που ο ελληνικός λαός θα έφερε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, να υποχρεωθεί μέσω της οικονομικής ασφυξίας που θα του επέβαλαν οι δανειστές και εν ταυτώ «εταίροι» μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, να ολοκληρώσει το πρόγραμμα «διάσωσης» που δεν μπορούσαν να κάνουν πλέον ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με την υιοθέτηση νέου Μνημονίου, όπερ και εγένετο, μάλιστα με την ψήφο και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, και δεύτερον, ίσως και πολύ ουσιαστικότερο, να αποτελέσει τον καλό αγωγό διοχέτευσης της δυσαρέσκειας του κόσμου από τα άνω δύο κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, διασώζοντας έτσι πολιτικά τα δύο παραδοσιακά και εν ταυτώ «φίλια» προς την πολιτική ευρωπαϊκή ελίτ κόμματα του Παλαιοκομματισμού από την πολιτική τους εξαΰλωση, κάτι που δεν φάνταζε καθόλου απίθανο την περίοδο εκείνη, και των οποίων η συνέχιση της ύπαρξής τους ως των κυρίαρχων κομμάτων εξουσίας, αποτελούσε -και αποτελεί- την «εγγύηση» για την ακώλυτη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων Μνημονίων έως το 2060 και για όσο χρειαστεί. Τούτου επιτευχθέντος, η πολιτική αποστολή και η πολιτική χρησιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι εξετελέσθη πλήρως και επιτυχώς. Σήμερα, Οκτώβρης του 2024 πια, ο ΣΥΡΙΖΑ σπαράσσεται εσωτερικά, και κυριολεκτικά μιλώντας κατασπαράσσεται, έχει ήδη διασπαστεί με την αποχώρηση βουλευτών και στελεχών του, και ό,τι μένει ως θέαμα πλέον σε καθημερινή συνέχεια, είναι η σταδιακή του ρευστοποίηση που θα οδηγήσει όπως εκτιμώ πιθανώς στα ιστορικά του ποσοστά του 3%, 4%, 5% (στη καλύτερη περίπτωση). Εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούσε ήδη ανέτως να θεωρηθεί ως ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αρκετά συγγενές προς το ΠΑΣΟΚ, παρά την ύπαρξη μιας ισχυρής μειοψηφικής αριστερής -μη σοσιαλδημοκρατικής- πλατφόρμας στο εσωτερικό του, από την οποία απαλλάχτηκε σύντομα όταν τη κρίσιμη στιγμή έπρεπε να διαλέξει την παραμονή του στην εξουσία με αντάλλαγμα την υπογραφή ενός ακόμα Μνημονίου ή την επιμονή του στις προεκλογικές αντιμνημονιακές του θέσεις, επιλέγοντας το πρώτο, παρότι αν επέλεγε το δεύτερο, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή απώλεια της κυβέρνησης, όμως, από την άλλη θα εδραίωνε το κόμμα αυτό για μακρύ χρονικό διάστημα ως μια ισχυρή πολιτική δύναμη, που θα διεκδικούσε σταθερά την εξουσία. Όμως αυτή η σκέψη φαίνεται πως ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη για την πολιτική για την ηγεσία του κόμματος αυτού.
ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, οι δύο παραδοσιακοί, μετά το 1975, πυλώνες του Παλαιοκομματισμού, το μόνο που ελπίζουν σήμερα είναι, μέχρι τουλάχιστον το 2060, να μη βρεθούν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν ένα νέο «2010», ή, πράγμα βέβαιο, εκτός κι αν μας πούνε ότι ελέγχουν και τις διεθνείς εξελίξεις ώστε να αποκλείσουν εκείνες που θα απειλούσαν την βιωσιμότητα των προγραμμάτων διάσωσης (δηλαδή των Μνημονίων), γεγονός που θα τις οδηγούσε στην επανάληψη των έργων και ημερών της Περιόδου των Μνημονίων, και επανάληψη του ίδιου εφιαλτικού σεναρίου να αντιμετωπίσουν να ξαναδούν εκ νέου «τον Χάρο» με τα μάτια τους. Σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση, κατά την οποία δεν συζητάμε αν, αλλά, πότε θα συμβεί, δηλαδή μια εκ νέου συνάντηση με το φάντασμα του «2010», στην έσχατη ανάγκη, ελπίζουν ότι πάντα θα υπάρχει μια οδός σωτηρίας, όπως συνέβη την περίοδο 2015-2018. Βέβαια, πολιτικά, αυτό είναι ένα παιχνίδι με τη φωτιά, ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου. Όμως ας μη ξεχνάμε ότι μιλάμε για νεοφιλελεύθερες ηγεσίες, φορείς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και όλων των συμπαρομαρτούντων της, από τον εθνομηδενισμό και την εμπορευματοποίηση της φτηνής εργασίας παγκοσμίως μέσω της υπόθαλψης της παράνομης μετανάστευσης, έως την woke ατζέντα και την πολιτική ορθότητα, όπου ξεχειλίζουν από φασίζουσες αντιλήψεις και σκοταδιστικά όσο και εμετικά αξιακά πρότυπα, με αποκλεισμό της δημοκρατικής δυνατότητας η κοινωνία στο σύνολό της, να εκφραστεί πάνω στα ζητήματα αυτά, και κυρίως εκείνα που απειλούν τον πυρήνα των θεμελιακών όσο και θεμελιωμένων κοινωνικών και δημοκρατικών αξιών αξιώνοντας να έχει λόγο καθοριστικό, σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοκρατίας, διότι. Η εποχή των λευκών επιταγών, μέσω «κυβερνητικών προγραμμάτων» τα οποία δήθεν ο λαός εγκρίνει με τις εκλογές, πρέπει να τελειώσει. Για όλα τα μεγάλα εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, πρέπει ο λαός να ερωτάται με δημοψηφίσματα.
Οι νεοφιλελεύθερες ηγεσίες και των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, (ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές του διακηρύξεις, το νεοφιλελεύθερον του χαρακτήρα τους τίθεται ως μια εργω επιβεβαίωση μέσω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών τους), καλούνται τώρα μετά τον νικηφόρο πόλεμο της Νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της συμπλεκόμενης μ’ αυτήν ολιγαρχίας ιδιωτικών συμφερόντων κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων την περίοδο 2010-2018, να φέρουν σε πέρας μια ακόμα πιο δύσκολη αποστολή της : να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα της νομοθετημένης Νεοφιλελεύθερης Αθλιότητας σε βάθος 1-2 γενεών, ως το 2060 (πάντα θεωρητικώς, εφόσον όλα πάνα καλά για τα νομοθετημένα μνημονιακά αίσχη και την πολιτική «κληρονομιά» που κατέλειπε εκείνη η περίοδος, με τον βιασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας).
Όμως, προκειμένου να συμβεί αυτό, δυστυχώς γι’ αυτές οι ολιγαρχίες δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων για να υποστηρίξουν τις πολιτικές τους επιλογές, όσο κι αν σ’ αυτές τις ψήφους προσθέσουμε και όσες μπορούν να εξαγοραστούν και όσες ακόμα μπορεί η συστημική προπαγάνδα να κερδίσει. Άλλωστε, αρκεί να δει κανείς με ποιον τρόπο οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εφαρμόστηκαν στην περίοδο της Μεγάλης Κρίσης του 2010 : πρώτο θύμα τους υπήρξε η Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και η Συνταγματική Τάξη, που υποκαταστάθηκαν από το Δίκαιο των Ολιγοπωλιακών Αγορών, των Καρτέλ.
Εξάλλου, δεν είναι μονάχα ο μακρύς δρόμος που πρέπει να διανύσουν οι νεοφιλελεύθερες μνημονιακές Κυβερνήσεις, εφαρμόζοντας τις μνημονιακές επιταγές, μέχρι το 2060 (και βλέπουμε). Είναι ότι μέχρι τότε, οι επιπτώσεις των μνημονιακών αυτών πολιτικών, μαθηματικά, θα σωρεύουν αθροιστικά, κάθε χρόνο που περνά ολοένα και περισσότερα προβλήματα για την συντριπτική πλειοψηφία του λαού, αλλά και για την ίδια την εθνική οικονομία, που θα μεταφράζονται και σε ολοένα και πιο οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, σε ολοένα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια, που θα οδηγεί σε μια πολιτική αντιπαράθεση λαού και Μνημονίων στη λογική της ακραίας πολιτικής αντίδρασης σε μια ακραία μνημονιακή επίθεση. Σήμερα, ακόμα, υπάρχουν τμήματα του λαού, που διαθέτουν ακόμα κάποια υπολείμματα από «τα έτοιμα» τα οποία μπορούν ακόμα να ρευστοποιούν ελπίζοντας πως «κερδίζοντας χρόνο» ίσως προλάβουν να μην εξαθλιωθούν, όσοι ακόμα κατόρθωσαν να το πετύχουν. Όμως εδώ, δεν υπάρχει ζήτημα «μαντεψιάς» για το τι μας επιφυλάσσει το νομοθετημένο νεοφιλελεύθερο μέλλον μας. Επιφυλάσσει το σταδιακό του ενδυνάμωμα, δηλαδή, ολοένα και λιγότερο Κοινωνικό Κράτος, ολοένα λιγότερες κοινωνικές δαπάνες, ολοένα και λιγότερη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, καρτελοποίηση της οικονομίας και των αγορών, ρευστοποίηση του εθνικού Κράτους και ό,τι αυτό εκφράζει, υπεροχή των υπερεθνικών συμφερόντων έναντι των εθνικών, ρευστοποίηση των εθνικών πολιτισμικών αξιών και παραδόσεων εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας, επιβολή της woke ατζέντας, «προσαρμογή» της παραδοσιακής Δημοκρατίας προς τα «σύγχρονα» νεοφιλελεύθερα προτάγματα, σαν τα παραπάνω, με ό,τι αυτό σημαίνει, ιδού ένα αδρό περίγραμμα ενός πολύ μακρινού μέλλοντος, μα ενός παρόντος το οποίο σταδιακά εγκαθιδρύεται εμπρός στα μάτια μας. Αυτό το δυστοπικό παρόν που προαναγγέλλει ένα ακόμα πιο δυστοπικό μέλλον, αποτελεί εν πολλοίς μια νομοθετημένη πραγματικότητα που ήδη την βιώνουμε, και μένει να δούμε εδώ σε ποιο βαθμό θα υπερβεί τα όρια της ανοχής και αντοχής μιας κοινωνίας που ακόμα και σήμερα φαίνεται να διαθέτει τέτοια ανοχή και τέτοια αντοχή, ίσως διότι είναι εξουθενωμένη από το σοκ που υπέστη την περίοδο των Μνημονίων, από το οποίο δεν φαίνεται να έχει συνέλθει ακόμα. Όμως, έχοντας οδηγό την Ιστορία, και ιδίως την δική μας Ιστορία, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει μια πραγματική αντινεοφιλελεύθερη και αντι-woke ατζέντα που θα εκφράζει όχι κάποια ιδεοληπτικά και δικαιωματιστικά γκρουπούσκουλα, αλλά την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Απλώς, δεν έχει ξεπηδήσει ακόμα εκείνη η ηγετική προσωπικότητα που θα αναλάβει το βάρος της αποστολής να αποτινάξει τον Νεοφιλελεύθερο ζυγό και όλα τα συμπαρομαρτούντα του. Αλλά δεν έχει ακόμα παρέλθει και ο χρόνος ανάρρωσης του λαού από το σοκ των Μνημονίων και τον τρόμο που είχε βιώσει. Όμως, θα παρέλθει κάποια στιγμή.
Έτσι σήμερα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ουσιαστικά δεν έχουν να προσφέρουν καμία εναλλακτική έξω από όσα τα ίδια έχουν καθορίσει ως προοπτική με τις υπογραφές που έθεταν ως κυβερνήσεις στα ξενόφετα Μνημονιακά νομοθετήματα, αλλά και της σύγκλισής τους στα νεοφιλελεύθερα ιδεώδη. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο το πώς τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχουν μπολιαστεί με εξέχοντα στελέχη του ΠΑΣΟΚ της περιόδου ηγεσίας του νεοφιλελεύθερου Κ. Σημίτη. Ουσιαστικά τα νεοφιλελεύθερα στελέχη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, κι εδώ ας μνημονέυσουμε και πάλι τον ΣΥΡΙΖΑ, (κανείς δεν ξέρει στο μέλλον αν θα απαιτηθεί η ανάγκη μιας εκ νέου πολιτικής του «επιστράτευσης»), θα μπορούσαν άνετα να σχηματίσουν έναν Μεγάλο Συνασπισμό του Μνημονιακού Τόξου (το οποίο έχει αποκληθεί, κατά καιρούς από τις ηγεσίες τους και Δημοκρατικό Τόξο), αν αυτό ήταν όχι τόσο εφικτό όσο πολιτικά επιθυμητό, διότι τότε, θα κατέρρεαν συνολικά ως Συνασπισμός, θα κατέρρεε συνολικά το «Μνημονιακό Τόξο», ενώ τώρα μπορούν, ακόμα, με μεγαλύτερη άνεση να παίζουν εναλλάξ και τον ρόλο της δήθεν αντιπολίτευσης.
Αυτός ο Μεγάλος Συνασπισμός, ούτως ή άλλως, αποτελεί μια πραγματικότητα στην Ευρώπη αλλά κι εδώ, μιας και, με εξαίρεση τα «Άκρα», (ό,τι δηλαδή κείται εκατέρωθεν του Μεγάλου αυτού Συνασπισμού) Λαϊκό Κόμμα από την μια και Σοσιαλδημοκρατία από την άλλη, μαζί με κάποια ακόμα σκόρπια ρεύματα, δεν εκφράζουν παρά μια ενιαία Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, με εντελώς επουσιώδεις διαφορές, διαχειριστικής φύσεως. Ουσιαστικά, είναι ακριβώς αυτός ο ιδεολογικά αδιαφοροποίητος Μεγάλος Συνασπισμός, που πλέον, έχει περιορίσει δραματικά κάθε άλλη επιλογή των λαών να διαμαρτυρηθούν αλλά και εκτονωθούν πολιτικά, επιλέγοντας ο,τιδήποτε είναι διαθέσιμο στα Δεξιά ή στα Αριστερά του Τόξου του Μεγάλου Συνασπισμού, τρεχόντως δε, επιλέγουν ό,τι κινείται στα Δεξιά.
Η σημερινή κρίση των παραπάνω κομμάτων, (στη ΝΔ όχι τόσο έντονη και φανερή μιας και βρίσκεται στην κυβέρνηση, όμως, θα εκδηλωθεί σε όλη της την μεγαλοπρέπεια όταν χάσει όχι απλά την κυβέρνηση, αλλά και μεγάλο ποσοστό της εκλογικής της βάσης), είναι μια κρίση αξιών. Η Νεοφιλελεύθερη Εκκλησία, η οποία διαθέτει, με τρόπο που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, περισσότερους αρχιερείς, ιερείς και διάκους από το πλήθος των πιστών της από τον απλό λαό, είναι νομοτελειακό ότι δεν θα μπορεί επ’ αόριστον να ανταγωνίζεται άλλες Εκκλησίες όπου εκεί επικρατεί μια εντελώς αντίστροφη δημογραφική πυραμίδα.
Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, ίσως να φαίνεται, παρά τα προβλήματά τους, ότι δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα διάλυσης τύπου ΣΥΡΙΖΑ που βλέπουμε τούτες τις μέρες, όμως, όμως, είναι αδύνατον να επιβιώσουν αν τελικώς η απαξίωση του κόσμου για το πολιτικό σύστημα συνεχιστεί και κυρίως παγιωθεί. Αυτό δεν θα καταλήξει στο πουθενά. Κάπου θα καταλήξει.
Και ας μη ξεχνάμε, πως Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξαν τα τρία κόμματα, τα οποία ως Κυβερνήσεις την περίοδο 2010-2018, έδωσαν την χαρακτηριστική βολή σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί «εμπιστοσύνη» του κόσμου στο πολιτικό σύστημα, μια «εμπιστοσύνη» ούτως ή άλλως ασθενής και από πολύ πριν, που όμως, σε κάθε περίπτωση, ήταν τα παραπάνω κόμματα που χρεώνονται την «εκτέλεση», κυρίως δε, για να είμαστε όχι απλά δίκαιοι μα και ιστορικά συνεπείς, είναι η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Ο λαός «ξέμεινε» από επιλογές.
Δεν ξέρω αν το «νέο» θα έρθει, από πού, πότε και με ποια μορφή.
Ξέρω όμως πως όσο δεν έρχεται, Παλαιοκομματισμός και λαός, θα βρίσκονται σε μια εθνικά και ιστορικά επικίνδυνη περιδίνηση, μια κατάσταση με εντελώς αβέβαια έκβαση.
Ή μάλλον με εντελώς βέβαια έκβαση, απλώς, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τη μορφή και το περιεχόμενό της. Μπορούμε απλά να το εικάσουμε. Θα είναι ένα νέο «2010». Ίσως λίγο ή περισσότερο ηπιότερο; Το ίδιο; Χειρότερο; Ίδωμεν. Πάντως, το Μνημονιακό μας Ταξίδι προς το «2060» κείται μακράν ώστε να ελπίζουμε πως, για να επικαλεστώ τον Καβάφη, δεν θα συναντήσουμε τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον θυμωμένο Ποσειδώνα. Όμως ακόμα και στην «Ιθάκη» του Καφάβη, όπου εκεί εύχεται να είναι «μακρύς ο δρόμος», διότι δεν πρόκειται ο ταξιδιώτης ποτέ του να συναντήσει τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον θυμωμένο Ποσειδώνα, εν τούτοις, ο ποιητής βάζει και τις προϋποθέσεις για το ευτυχές αυτό ταξίδι. Πρέπει «εκλεκτή συγκίνηση» να αγγίζει το σώμα και τη ψυχή του ταξιδιώτη, πρέπει να μην «κουβανεί» μεσ’ τη ψυχή του τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον θυμωμένο Ποσειδώνα, και να μην τους «στήνει εμπρός» του.
Όμως, ο ελληνικός λαός, δεν πραγματοποιεί «ταξίδι». Ο «δρόμος για το 2060», είναι ένας μακρύς Δρόμος του Μαρτυρίου. Και αλίμονο, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως στο δρόμο μας συναντήσουμε τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον θυμωμένο Ποσειδώνα. Δόξα τω Θεώ, μερίμνησαν οι «σωτήρες» μας, να τους «κουβανούμε» εντός μας.
Και κατά κυριολεξία, να αποτελούν τους «ηγέτες» μας…
Μην μακρηγορείς.
Βελτίωσε τη σύνταξη.
Δώσε εναλλακτική πρόταση.