Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα χαρακτηριζόταν η γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα χωρίς να ερωτηθεί, όταν περιερχόταν σε έκσταση, μελλοντικά συμβάντα συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά.
Αυτό συνέβαινε, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, γιατί δεχόταν την επίσκεψη ενός θεϊκού πνεύματος. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στις Σίβυλλες και στις προφήτιδες των διάφορων μαντείων είναι ότι οι δεύτερες, όπως π.χ. η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών, προφήτευαν μόνο απαντώντας σε καλώς καθορισμένα ερωτήματα, ενώ οι Σίβυλλες προφήτευαν χωρίς να δεχθούν προηγουμένως ερωτήσεις.
Οι παραδόσεις για τις Σίβυλλες είναι αρχαιότατες.
Φαίνεται ότι σχετικές παραδόσεις από τις χώρες της Μέσης Ανατολής πέρασαν στον Ελληνικό χώρο μέσα από τη Μικρά Ασία σε εποχή που επικρατούσαν μυστικιστικές τάσεις και δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο φιλοσοφικός στοχασμός στα παράλια της Ιωνίας.
Η πίστη των αρχαίων λαών στην ευαίσθητη και διαισθητική φύση της γυναίκας συνετέλεσε ώστε πολλά αποφθέγματα σε τύπο χρησμού ή προφητείας να τα αποδίνουν σε μια Σίβυλλα και έτσι σιγά-σιγά εμπλουτίσθηκε η παράδοση. Πολλές φορές τους αποδίδονταν προφητείες επινοημένες μετά από μεγάλα γεγονότα, κι επειδή αυτό ήταν πολύ εντυπωσιακό, έκανε τον πολύ κόσμο να δίνει προσοχή στις προφητείες της Σίβυλλας.
Την ευπιστία αυτή του λαού, όπως ήταν φυσικό, την εκμεταλλεύθηκαν κατά καιρούς και διάφορες πολιτικοθρησκευτικές προπαγάνδες. Δημιουργήθηκε έτσι μια πλούσια συλλογή από σιβυλλικούς χρησμούς, των οποίων η επίδραση στον λαό ήταν αισθητή μέχρι τον Μεσαίωνα.
Η κάθε Σίβυλλα πιστευόταν ότι είχε το προφητικό χάρισμα από τη γέννησή της. Τη θεωρούσαν μια ύπαρξη ανάμεσα στον θεό και στο άνθρωπο. Δεν ήταν βέβαια αθάνατη, αλλά η διάρκεια της ζωής της ξεπερνούσε κατά πολύ τον μέσο όρο ζωής του ανθρώπου.
Και όπως ο χρησμοδότης θεός Απόλλων κρατούσε τη λύρα, έτσι και η Σίβυλλα κρατούσε ένα άλλο έγχορδο μουσικό όργανο, τη σαμβύκη (είδος τριγωνικής λύρας). Η επαφή της Σίβυλλας με το θείο προϋπέθετε την παρθενία της.
Τα αρχαιότερα ελληνικά κείμενα κάνουν λόγο για μία και μοναδική Σίβυλλα. Γράφουν έτσι για τη Σίβυλλα, ως μία συγκεκριμένη μορφή, πρώτος ο Ηράκλειτος, ύστερα ο Ευριπίδης και ο Πλάτων.
Ο πρώτος που κάνει λόγο για «Σίβυλλες» στον πληθυντικό είναι ο Αριστοτέλης. Ο Παυσανίας γράφει ότι η αρχαιότερη από όλες τις Σίβυλλες ήταν η Ηροφίλη, που έζησε πριν από τον Τρωικό Πόλεμο, κόρη του Δία και εγγονή του Ποσειδώνα.
Νεότερή της ήταν μια άλλη Ηροφίλη, που κατοικούσε κοντά σε μια πηγή νερού στις Ερυθρές της Μικράς Ασίας (Ηράκλειτος, fr. 92). Οι μετά τον Αριστοτέλη πηγές αναφέρουν τρεις, 4 ή και 10 Σίβυλλες. Σύμφωνα με αρχαίους θρύλους, υπήρξαν συνολικά 12 Σίβυλλες σε όλη την αρχαιότητα.
Από αυτές, οι πιο διάσημες ήταν:
Η Ιδαία Σίβυλλα ή Σίβυλλα της Μαρπησσού ή Ελλησποντία
Η Σαμία Σίβυλλα
Η Ερυθραία Σίβυλλα, η Ηροφίλη
Η Δελφική Σίβυλλα
Η Κυμαία Σίβυλλα, η Δημώ ή Δημοφίλη
Λιγότερο γνωστές Σίβυλλες ήταν:
Η Αιγυπτία Σίβυλλα
Η Θεσπρωτίς Σίβυλλα
Η Θετταλή Σίβυλλα, που ταυτίζεται με τη Μαντώ
Η Κιμμερία Σίβυλλα
Η Σίβυλλα της Κολοφώνας ή Λάμπουσα
Η Λιβυκή Σίβυλλα
Η Περσική Σίβυλλα
Η Ροδία Σίβυλλα
Η Σαρδιανή Σίβυλλα
Η Σικελή Σίβυλλα
Η Φρυγική Σίβυλλα