Το δέντρο της ελιάς στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν ένα σύμβολο ειρήνης, γονιμότητας, εξαγνισμού, ισχύος, νίκης και μετάνοιας, διαδραματίζοντας ένα βασικό ρόλο στην ιστορία και τον πολιτισμό των αρχαίων. Η σημασία του ελαιολάδου ήταν επίσης ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς το λάδι πέρα από την καθημερινή χρήση του στο φαγητό, χρησιμοποιούνταν και σε διάφορες άλλες εφαρμογές, όπως στη βυρσοδεψία, στην υφαντική, στο φωτισμό, στην αρωματοποιία, στη
φαρμακευτική, στην ιατρική, αλλά και σε διάφορες λατρευτικές τελετές.
Γενικά οι αρχαίοι στηρίζονταν κατά κύριο λόγο στο λάδι της ελιάς για την προμήθεια του λίπους που τους ήταν απαραίτητη. Αντίθετα, τα ζωικά λίπη χρησιμοποιούνταν σε περιορισμένο βαθμό, ενώ το βούτυρο, αν και γνωστό, προορίζονταν για συγκεκριμένες θρησκευτικές τελετές ή κάποιες ιατρικές συνταγές. Έτσι η ελιά αποτέλεσε ένα δέντρο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερη τεχνολογία, τόσο ως προς τη συγκομιδή των καρπών της, όσο και ως προς την παραγωγή του λαδιού της.
Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας τοποθετούνται χρονικά στην πρώιμη Χαλκοκρατία, στην 3η δηλαδή χιλιετία π.Χ. Το προβάδισμα ως προς την ελαιοκαλλιέργεια πληρούσε η Μινωική Κρήτη λόγω του εύκρατου κλίματός της, της γεωμορφολογίας της, αλλά και της εντατικοποίησης της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής της. Μάλιστα η Κρήτη διέθετε ένα δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου όπου υλοποιούνταν η συστηματική εκμετάλλευση της ελιάς, απ’ όπου πιθανόν να μεταλαμπαδεύτηκαν στο νησί και οι σχετικές ελαιοκομικές γνώσεις. Οι ανασκαφές στην Κρήτη έφεραν στο φως τεράστιους πίθους για την αποθήκευση του λαδιού, πιστοποιώντας πως η δύναμη των Μινωιτών βασιλιάδων προερχόταν σε μεγάλο βαθμό και από την εξαγωγή του ελαιόλαδου, τόσο στην Αίγυπτο, όσο και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, καθώς μάλιστα από το 1450 π.Χ. και εξής η εκμετάλλευση του προϊόντος άρχισε βαθμιαία να συστηματικοποιείται. Αναφορές στην εκμετάλλευση της ελιάς, αλλά και τη διακίνηση και την εμπορία του λαδιού στο προϊστορικό Αιγαίο παρέχουν και τα ανακτορικά αρχεία της Κνωσού, της Πύλου και των Μυκηνών στη Γραμμική Β΄.
Στην ομηρική εποχή το ελαιόλαδο γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούνταν ευρέως για την επάλειψη του σώματος ως καλλυντικό, πριν και μετά τους αγώνες στα γυμνάσια και στα βαλανεία, καθώς και για την επάλειψη του σώματος των νεκρών. Το λάδι ως προϊόν εισήλθε στη διατροφή με τον καιρό, αποτελώντας μέρος των περισσότερων φαγητών και αρτημάτων. Παράλληλα, εκτός των άλλων χρησιμοποιούνταν και για την κατεργασία του λίνου αλλά και για τον καθαρισμό των ενδυμάτων. Στην εποχή του Σόλωνα μάλιστα το ελαιόλαδο καλλιεργούνταν συστηματικότατα, ώστε να θεσμοθετηθούν και οι σχετικοί νόμοι που να αφορούν την κυκλοφορία του.
Η διαδικασία της παραγωγής του ελαιολάδου έφερε στο προσκήνιο μία διαρκώς εξελισσόμενη τεχνολογία, όπου οι τραχιές πέτρες έδωσαν τη θέση τους στους ληνούς και έπειτα στους ελαιόμυλους. Έτσι η εκπίεση της ζύμης με τα χέρια πέρασε στη συμπίεση με το λοστό της Θηρασίας, στο πιεστήριο της κλασικής εποχής, τον ατέρμονα κοχλία του Ήρωνα για να ολοκληρωθεί με τους οργανωμένους πλέον «ληνεώνας».
Στάδια παραγωγής ελαιόλαδου
Η διαδικασία της μετατροπής του ελαιοκάρπου σε ελαιόλαδο συντελούνταν σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Αρχικά πραγματοποιούνταν η σύνθλιψη του καρπού ώστε να παραχθεί μία ενιαία μάζα ελαιοπολτού, έπειτα πραγματοποιούνταν η συμπίεση του πολτού αυτού ώστε να βγουν τα υγρά της μάζας και τέλος γινόταν ο διαχωρισμός του λαδιού από τα υπόλοιπα υγρά, από το νερό δηλαδή και τις υπόλοιπες ακαθαρσίες.
Συγκομιδή ελαιοκάρπου
Η συγκομιδή των καρπών της ελιάς εξαρτιόταν από το βαθμό ωρίμανσης, καθώς και από το σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιούνταν ο εν λόγω καρπός. Για την παραγωγή του κοινού ελαιολάδου η συγκομιδή έπρεπε να γίνεται στο στάδιο των πυραλλίδων και πριν πιάσει ο χειμώνας. Ο Θεόφραστος αναφέρει πώς η μέρα που θα επιλεγεί γι’ αυτή τη δουλειά, δεν θα πρέπει να είναι βροχερή και πως τα φυτά δεν θα πρέπει να έχουν πολύ υγρασία, διότι αλλιώς τα κλαδιά τους είναι εύκολο να σπάσουν.
Η συγκομιδή του ελαιοκάρπου γινόταν συνήθως με το χέρι, κουνώντας ή χτυπώντας τα ψηλά κλαδιά του δέντρου με ευλύγιστες βέργες για να μην καταστρέφεται ο καρπός. Οι ελιές έπρεπε να συλλέγονται επάνω σε στρώμα πηλού, σε ψάθα ή σε κάποιο άλλο υπόστρωμα, ενώ εάν δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, τότε έπρεπε ο καρπός να πλυθεί με ζεστό νερό. Η μέθοδος περισυλλογής της ελιάς με το τράνταγμα των κλαδιών για να πέσει ο καρπός, εμπεριείχε γενικά τον κίνδυνο τραυματισμού του καρπού και έτσι η συλλογή που γινόταν κυρίως από τα παιδιά ή τους εργάτες με τα χέρια, πραγματοποιούνταν με μεγάλη προσοχή. Για τη διευκόλυνση της συγκομιδής χρησιμοποιούνταν τρίγωνα αναβατήρια με πλατιά σανίδα στο επάνω μέρος για να πατούν εκεί αυτοί που συνέλεγαν τις ελιές. Κάθε μέρα συγκεντρώνονταν τόση ποσότητα καρπού, όση μπορούσαν να επεξεργαστούν τη νύχτα που ερχόταν ή την επόμενη μέρα. Η καλύτερη παρασκευή βρώσιμων ελιών γινόταν όταν συλλέγονταν από τα δέντρα οι πιο απείραχτοι και μεγάλοι καρποί.
Στην αρχαία αγγειογραφία υπάρχουν παραστάσεις που μας δείχνουν πώς δοκιμάζονταν ο καρπός της ελιάς, με ζούληγμα για να βγουν οι χυμοί, διαμέσου ενός χωνιού μέσα σ’ ένα μικρό φλασκί. Έπειτα δοκιμάζονταν η μυρωδιά και η γεύση του ξεχωρισμένου ελαιόλαδου. Δοκιμές γινόταν επίσης στους καρπούς πριν τη συγκομιδή για να φανεί κατά πόσο οι ελιές ήταν ώριμες για μάζεμα.
Παραγωγή ελαιολάδου
Η παραγωγή του ομφάκινου ελαιολάδου ακολουθούσε μία ολοκληρωμένη διαδικασία. Μετά τη συγκομιδή, οι ελιές απλώνονταν επί ψιαθίων λύγω, για να ξεραθούν και να μην υποστούν ζημιές από τη θερμότητα. Τα φύλλα και τα ακρόκλαδα του δέντρου απομακρύνονταν και το βράδυ ο καρπός επιπάζονταν με αλάτι και τοποθετούνταν σε καθαρή μύλη.
Κατά τη διαδικασία σύνθλιψης της ελιάς με στόχο την παραγωγή του λαδιού, το ζήτημα ήταν ο διαχωρισμός των υγρών από τη σάρκα της ελιάς, με την παράλληλη αποφυγή της σύνθλιψης του κουκουτσιού και έπειτα ο διαχωρισμός του λαδιού από τα υπόλοιπα υγρά του καρπού, τη λεγόμενη αμόργη. Καθώς η ψίχα της ελιάς είναι σκληρή γενικά, όλα αυτά επιτυγχάνονταν αρχικά συνθλίβοντας την ελιά σ’ ένα βαθμό, βγάζοντας έπειτα το κουκούτσι και τα υγρά στο σύνολό τους και έπειτα αφαιρώντας από αυτά το λάδι. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι κομμένες ελιές αποθηκεύονταν στον ελαιόμυλο, συνήθως ήταν καλύτερα να συνθλίβονται οι καρποί αμέσως μετά τη συγκομιδή.
Η σύνθλιψη των καρπών γινόταν σε συγκεκριμένου είδους μύλους. Με το πέρασμα των χρόνων και την εξέλιξη της παραγωγής του ελαιολάδου, ο πρωταρχικός τύπος του μύλου με μία μυλόπετρα που ο ρόλος της ήταν να γυρίζει και να κυλάει επάνω σε μία πέτρινη λεκάνη που περιείχε τις ελιές, δεν ήταν πια επαρκής. Καθώς η απόσταση ανάμεσα σε λεκάνη και μυλόπετρα δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σωστά, πολλά κουκούτσια σπάζανε και έτσι χαλούσε το ελαιόλαδο. Για το λόγο αυτό οι Έλληνες ανακάλυψαν και χρησιμοποιούσαν όπως και οι Ρωμαίοι αργότερα, τονΤραπητή, το μεταγενέστερο Τrapetum, όπου ένα ζευγάρι παράλληλες μυλόπετρες γυρνούσε γύρω από μία σταθερή δοκό, στηριγμένη στη μέση της λεκάνης. Στο μηχάνημα αυτό υπήρχε το πλεονέκτημα ότι η θέση της πέτρας μπορούσε να υπολογιστεί κατάλληλα, έτσι ώστε να έχει την απαραίτητη απόσταση από τα τοιχώματα της λεκάνης, για να μην συνθλίβεται μαζί με τη σάρκα και το κουκούτσι της ελιάς και κατά συνέπεια να χαλάει ο χυμός.
Μετά την πρώτη σύνθλιψη στο μύλο και αφού τα κουκούτσια ξεχωρίζονταν απ’ τον πολτό και αποκτούνταν το πρώτο υγρό, ο πολτός βυθίζονταν σε ζεστό νερό και έπειτα υποβάλλονταν σε μία δεύτερη πίεση, με την πρέσα του τύπου της δοκού σύνθλιψης (beam press). Έτσι το λάδι μαζί με τους υπόλοιπους χυμούς που ξεχωρίζονταν από τον πολτό, συγκεντρώνονταν σε αγγεία για να «ηρεμήσει». Οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν αγγεία για τη χρήση αυτή από τα οποία μάλιστα το νερό μπορούσε να απομακρυνθεί μέσω μιας προχοής στον πυθμένα του αγγείου, ώστε μετά να συγκεντρώνεται εύκολα το καθαρό λάδι.
Ανάμεσα στα δύο αυτά πατήματα, το πρώτο και το δεύτερο, ο πολτός συνήθως απλώνονταν σε μία ψάθα η οποία ήταν τοποθετημένη λίγο πιο πάνω από το έδαφος ώστε να απομακρυνθεί στο μεγαλύτερο μέρος της η πικρή αμόργη που περιέχονταν στην ελιά, της οποίας η γεύση θα χαλούσε το λάδι. Το δεύτερο στάδιο της σύνθλιψης θα μπορούσε μάλιστα να πραγματοποιηθεί σε διάφορα στάδια, με σταδιακή αύξηση της πίεσης. Σε κάθε περίπτωση προέκυπτε νέα ποσότητα λαδιού, αλλά κάθε φορά χειρότερης ποιότητας. Συνήθως παράγονταν τρεις διαφορετικές ποιότητες λαδιού. Η πρώτη ποιότητα ήταν αυτή που προέρχονταν από τον πολτό αμέσως μετά τη σύνθλιψη στον τραπητή. Οι άλλες δύο ποιότητες προέκυπταν στη δοκό σύνθλιψης μετά την εμβύθιση του πολτού στο νερό. Οι διαφορετικές ποιότητες του λαδιού που προέκυπταν, προορίζονταν για ποικίλες χρήσεις, όχι μόνο στη μαγειρική, αλλά και για την παραγωγή διαφόρων αλοιφών και καλλυντικών, καθώς επίσης και για διάφορες τελετουργικές διαδικασίες σε σχέση κυρίως με τον καθαρισμό του σώματος.
Μηχανισμοί για τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου
Ηδιαδικασία της σύνθλιψης του καρπού[1] ήταν η ίδια τόσο για την παραγωγή λαδιού, όσο και για την παραγωγή του κρασιού, καθώς και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν τα ίδια μηχανήματα. Παρ’ όλα αυτά οι διαδικασίες που σχετίζονται με την παραγωγή ελαιολάδου ήταν πιο σύνθετες από αυτές του κρασιού.
Η τεχνολογία της παραγωγής του ελαιολάδου με τριβή και σύνθλιψη προέκυψε από την παρατήρηση του ανθρώπου πώς κατά το πάτημα του ελαιοκάρπου εξέρχονταν σταγόνες λιπαρού υγρού που απάλυναν το δέρμα των ποδιών του. Μετά από πάρα πολλά χρόνια ο άνθρωπος άρχισε να χειρίζεται τις πέτρες για το σκοπό αυτό, τοποθετώντας τον καρπό επάνω σε μια τραχιά πλάκα, καθώς ένα ή δύο άτομα έσυραν επάνω στους καρπούς μία βαριά πέτρα. Αργότερα έπλεναν τους καρπούς με ζεστό νερό, τους τοποθετούσαν για κάποιες μέρες μέσα σε λάκκους και έπειτα τους πατούσαν σε τραχιά, επικλινή πέτρα που έφερε τρύπες για τη συγκέντρωση του ελαιολάδου.
Το άλεσμα αρχικά γινόταν με το χέρι. Αργότερα συναντάμε και τη χρήση των σάκων τους οποίους μισογέμιζαν με πολτό. Δύο άτομα κρατώντας τον κάθε σάκο από τα δύο άκρα του τον έστριβαν και το εξερχόμενο ελαιόλαδο το μάζευαν στα ειδικά αγγεία που ήταν από κάτω. Στις περιπτώσεις των μύλων, η εκάστοτε πέτρα περιφερόταν ελαφρά επάνω από τους καρπούς για να μη σπάσουν οι πυρήνες τους. Ο αλεσμένος πολτός που προέκυπτε, μεταφέρονταν με μικρές σκάφες στο ληνό. Και κύρτους εξ ιτέας πεπλεγμένους έμβαλλε, γιατί η ιτιά βοηθά ιδιαίτερα το λάδι. Στη συνέχεια έβαζαν επάνω από τον πολτό κάποιο ελαφρύ βάρος. Το προερχόμενο από αυτή την πίεση λάδι χαρακτηρίζονταν ως πρόρρυμον, ήδιστον και λεπτότατον και έπρεπε να μεταγγίζεται σε ξεχωριστά, καθαρά αγγεία. Το υπόλοιπο του πολτού υποβάλλονταν σε δεύτερη, μεγαλύτερη πίεση και το λάδι που προέκυπτε συγκεντρώνονταν επίσης σε ξεχωριστά αγγεία. Επρόκειτο για λάδι υποδεέστερο του πρώτου, αλλά καλύτερο του επόμενου της τρίτης πίεσης. Αφού το λάδι μεταγγίζονταν στα διάφορα είδη αγγείων, προσέθεταν σ’ αυτό αλάτι και νίτρο, το ανακάτευαν με ένα ξύλο ελιάς και το άφηναν να ηρεμήσει. Έπειτα ευρήσεις το μεν υδατώδες αυτού υφιζάνον, τουτέστι την αμόργην, το δε λιπαρώτερον άνωθεν επιπολάζον, ο λαμβάνειν προσήκει δίχα της αμόργης και εμβάλλειν εις αγγείον, όπως μαρτυρεί ο Απουλήιος.
Η σύγχρονη βιβλιογραφία προτείνει έξι με οκτώ τρόπους επεξεργασίας της ελιάς, μεθόδους που βασίζονται στις δύο βασικές αρχές, της σύνθλιψης και της συμπίεσης των καρπών. Σε γενικές γραμμές οι πηγές αλλά και οι σχετικές ανασκαφικές πληροφορίες σε σχέση με την παραγωγή του ελαιολάδου είναι περιορισμένες για την αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική εποχή, σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά χρόνια.
1 White K. D., Greek and Roman Technology, 1986.
Ο Διαχωρισμός του ελαιολάδου
Ο διαχωρισμός του ελαιολάδου αποτελεί το τρίτο στάδιο της παραγωγής του λαδιού. Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία το λάδι διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα φυτικά υγρά που περιέχονται στον καρπό της ελιάς, με βασικότερο το νερό. Για το διαχωρισμό του λαδιού από τα υγρά χρησιμοποιήθηκε μία ποικιλία μεθόδων βασισμένων στην αρχή της βαρύτητας, καθώς το λάδι ως ελαφρύτερο υλικό από το νερό έχει την ιδιότητα να επιπλέει.
Η μέθοδος διαχωρισμού του λαδιού εξαρτιόταν πάντα από τις σχετικές τεχνικές γνώσεις των παραγωγών, αλλά και από τα σχετικά αγγεία υποδοχής των υγρών που προέκυπταν από τη συμπίεση. Ο Κάτωνας περιγράφει ως πιο απλή μέθοδο περισυλλογής του λαδιού που επιπλέει σε ανοιχτό αγγείο, αυτή που γινόταν με τη χρήση των οστράκων. Ο Columella προτείνει τη χρήση σιδερένιου οστράκου, δηλαδή κουτάλας.
Μία δεύτερη μέθοδος σχετίζεται με τη χρήση ειδικών αγγείων – διαχωριστήρων.
Μία τρίτη μέθοδος διαχωρισμού πραγματοποιείται καθώς το λάδι επιπλέει μέσα στη δεξαμενή συλλογής (βάλε φωτό δεξαμενών) και διοχετεύεται μέσω λαξευτής διεξόδου, στο ύψος του χείλους, σε άλλη πλαϊνή δεξαμενή. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως τα κατάλοιπα δύο ή περισσότερων δεξαμενών που επικοινωνούσαν στο άνω μέρος τους. Στη Στρογγυλή της Άρτας έχει έρθει στο φως πέτρινο υπολήνιο με εσωτερικό διαχωρισμό και εγκοπή επικοινωνίας στο ύψος του εσωτερικού χείλους. Στη ρωμαϊκή περίοδο χρησιμοποιούνταν επίσης οι δεξαμενές που επικοινωνούν στο χείλος.
Το λάδι το οποίο προερχόταν από τις διαδικασίες διαχωρισμού, τοποθετούνταν μέσα σε αγγεία ή φιάλες καθίζησης με κυκλικά τοιχώματα, για να «ηρεμήσει».
Διατήρηση ελαιολάδου
Για τη διατήρηση του ελαιολάδου σημαντικό ρόλο έπαιζε η καθαριότητα του ελαιοκάρπου αλλά και του ελαιοτριβείου, όπως και η αποθήκευση του λαδιού σε ξεχωριστά, καθαρά αγγεία, κυρίως πίθους, ύστερα από αλλεπάλληλες μεταγγίσεις και διαυγάσεις. Μάλιστα για κάθε πίεση το ελαιόλαδο συγκεντρώνονταν χωριστά για τις ανώτερες και τις κατώτερες στρώσεις της ελαιοζύμης. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο το κάτω μέρος του λαδιού γινόταν χειρότερο, εξαιτίας της θολούρας από την αμόργη. Η προσθήκη αλατιού επιτάχυνε την καθίζηση της μούργας, βοηθώντας στην καλύτερη διατήρηση του ελαιολάδου, καθιστώντας το παράλληλα περισσότερο αρωματικό.
Βιβλιογραφία
Drachmann D. A, Ancient Oil Mills and Presses, 1932.
Forbes J. R., Studies in Ancient Technology, vol. III, 1993.
White K. D., Greek and Roman Technology, 1986.
Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας «ΝΟΗΣΙΣ»