Από όλα τα αμφιθέατρα που έχτισαν οι Ρωμαίοι, το Φλάβιο Αμφιθέατρο, το γνωστό Κολοσσαίο, στη Ρώμη είναι το μεγαλύτερο από όλα σε διαστάσεις και το ακολουθούν τα αμφιθέατρα της Καπούα (Καπύη στα αρχαία Ελληνικά), του Ποτσουόλι και της Ελ Τζεμ στην Τυνησία, το μεγαλύτερο της Αφρικής. Ωστόσο, δεν είναι το αρχαιότερο, καθώς αυτό είναι της Καπούα.
Επιπλέον, οι ειδικοί πιστεύουν ότι το αμφιθέατρο της Καπούα ίσως ήταν το πρότυπο για το Κολοσσαίο, καθώς μοιράζονται πολλά δομικά χαρακτηριστικά, όπως και τα υπόλοιπα αμφιθέατρα. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι αναφερόμαστε σε αμφιθέατρα χτισμένα με πέτρα, αφού παλαιότερα ήταν ξύλινα.
Το αμφιθέατρο βρίσκεται στην αρχαία πόλη Καπούα της Ιταλίας, η οποία δεν ήταν εκεί που βρίσκεται η σύγχρονη, ομώνυμη πόλη, αλλά στον γειτονικό δήμο Σάντα Μαρία Καπούα Βετέρε, στην Καμπανία στην νότια Ιταλία, και η οποία έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη και πιο ευημερούσα πόλη στην ιταλική χερσόνησος μετά τη Ρώμη. Μέχρι το 1861, η πόλη ονομαζόταν Santa Maria la Mayor και όταν οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως την παλιά Καπούα άλλαξε και το όνομα της πόλης.
Το αμφιθέατρο είναι ελλειπτικό και έχει διαστάσεις 170 μέτρα στον κύριο άξονά του και 139 μέτρα στον ελάσσονα. Η πρόσοψη έφτανε σε ύψος τα 46 μέτρα και ήταν χωρισμένη σε τέσσερα επίπεδα. Το κατώτερο επίπεδο ήταν δωρικού ρυθμού και τα άλλα στο πρότυπο της Τοσκάνης.
Τα τρία κατώτερα επίπεδα αποτελούνταν από 80 καμάρες από τραβερτίνιο, διακοσμημένες με την προτομή ενός θεού στον θεμέλιο λίθο (την κεντρική πέτρα της αψίδας). Επτά από αυτές τις προτομές σώζονται ενσωματωμένες στο Δημοτικό Μέγαρο.
Το ανώτερο επίπεδο σχηματιζόταν από έναν τοίχο διακοσμημένο με παραστάδες μεταξύ των οποίων υπήρχαν παράθυρα που φώτιζαν έναν διάδρομο που προοριζόταν να προστατεύει τους θεατές από τον ήλιο και την κακοκαιρία -όπου εργάζονταν ναύτες του στόλου. Οι στοές στον πρώτο όροφο έδωσαν τη θέση τους σε μια διπλή ανοιχτή στοά, που στηριζόταν σε πεσσούς και καλύπτονταν με θόλους.
Η αρένα έχει τις ίδιες διαστάσεις με το Κολοσσαίο στη Ρώμη, με μήκος 76,29 μέτρα και πλάτος 45,93 μέτρα. Το υπέδαφος είναι δαιδαλώδες, άθικτο και αποτελείται από πλίνθους που στηρίζουν τους θόλους στους οποίους στηρίζεται η αρένα.
Τα κλουβιά στα οποία φυλάσσονταν τα άγρια ζώα είναι ακόμα και σήμερα ορατά, όπως είναι και οι στοές εξυπηρέτησης και το σύστημα ανελκυστήρων εμπορευμάτων που οδηγούσε στις καταπακτές, το οποίο είναι καλά διατηρημένο.
Διέθετε ένα πολύπλοκο δίκτυο αποχετεύσεων, που μετέτρεψαν το αμφιθέατρο σε ένα γιγάντιο “impluvium”, μια στέρνα δηλαδή όπου διοχετευόταν στον εξωτερικό χώρο το νερό που συγκεντρωνόταν στο “κοίλον”, όλο τον αμφιθεατρικό χώρο δηλαδή (με τα εδώλια, τις σκάλες και τα διαζώματα) γύρω από την ορχήστρα όπου κάθονταν οι θεατές. Παράλληλα, ένα υδραγωγείο παρείχε το απαραίτητο νερό για τη συντήρηση του κτιρίου.
Είχε χωρητικότητα από 45.000 έως 50.000 θεατές, με καθίσματα χωρισμένα σε χαμηλά (στην εξέδρα), μεσαία (στις μαρμάρινες κερκίδες) και ψηλά. Αυτή η μεγάλη χωρητικότητα και οι μεγάλες μετακινήσεις του κοινού στην αρχή και στο τέλος κάθε εκδήλωσης οδήγησαν τους αρχιτέκτονες να κατασκευάσουν στο αμφιθέατρο μια διπλή στοά για περιφερειακή κυκλοφορία στο ισόγειο, χαρακτηριστικό που διαθέτει μόνο το Κολοσσαίο.
Εκεί εγκαταστάθηκε η πρώτη και πιο διάσημη σχολή μονομάχων στον Ρωμαϊκό κόσμο, ιδιοκτησίας του “lanista” -του ιδιοκτήτη και εκπαιδευτή δηλαδή- Lentulo Batiato, που είχε κυρίως Γάλλους και Θράκες μονομάχους.
Η ακριβής ημερομηνία κατασκευής του είναι άγνωστη, αλλά οι πηγές το αναφέρουν όταν μιλούν για τον Σπάρτακο, τον διάσημο Θράκα μονομάχο που ηγήθηκε μιας εξέγερσης από το αμφιθέατρο της Καπούα το 73 π.Χ. -αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν, είναι πολύ πιθανό ότι ο Σπάρτακος μονομάχησε στην αρένα του αμφιθεάτρου της Καπούα.
Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι το σημερινό κτίριο χτίστηκε στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., πάνω στα ερείπια του προηγούμενου. Αν αυτή η υπόθεση ήταν σωστή, τότε το παλαιότερο ρωμαϊκό αμφιθέατρο είναι αυτό της Πομπηίας, που χτίστηκε το 70 π.Χ.
Αυτή η υπόθεση υποστηρίζεται από μια επιγραφή που βρέθηκε στην είσοδο του αμφιθεάτρου το 1726, η οποία τοποθετεί την κατασκευή του στην εποχή του Αυγούστου. Σύμφωνα με την επιγραφή, το 119 μ.Χ. αναστηλώθηκε από τον Αδριανό, ο οποίος πρόσθεσε αγάλματα και στήλες και καθαγιάστηκε από τον Αντωνίνο τον Ευσεβή το 155 μ.Χ.
Το 404 μ.Χ., οι αγώνες μονομάχων απαγορεύτηκαν από τον αυτοκράτορα Ονώριο, αν και το αμφιθέατρο συνέχισε να φιλοξενεί παραστάσεις άγριων θηρίων. Μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας, το 456 μ.Χ., οι Βάνδαλοι (ανατολικογερμανική φυλή ή ομάδα φυλών) του Γιζέριχου (Γεζέριχος ή Γενσέριχος) κατέστρεψαν σημαντικά το κτίριο, όπως συνέβη και το 841 από τους Σαρακηνούς. Πολλές από τις πέτρες του αμφιθεάτρου επαναχρησιμοποιήθηκαν στη Νορμανδική εποχή για να χτιστεί το Καστέλλο ντέλλα Πιέτρα και άλλα κτίρια στην πόλη, όπως ο καθεδρικός της Καπούα (Duomo) και διάφορα παλάτια.
Έσπασαν τους μεγάλους πέτρινους ογκόλιθους για τον μπρούντζο και τον μόλυβδο που τους συγκρατούσε, και οι μικρότερες πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για την πλακόστρωση των δρόμων. Η συντήρηση του συγκροτήματος ξεκίνησε το 1826, με την ανακήρυξη του ως Εθνικό Μνημείο από τον βασιλιά Φραγκίσκο Α’ των δύο Σικελιών ο οποίος διέταξε τον καθαρισμό και την ανασκαφή του αμφιθεάτρου υπό τη διεύθυνση του βασιλικού αρχιτέκτονα.
Πηγή: 3otiko