Ελληνική αμυντική βιομηχανία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στον απόηχο δύο πρόσφατων ιδιαίτερης σημασίας εξελίξεων για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία (ΕΑΒΙ), η «κυριακάτικη δημοκρατία» συζητά εφ’ όλης της ύλης με τον Παναγιώτη Μοσχολιό, για τη σχέση της με τις αμυντικές δαπάνες και την οικονομική ανάπτυξη, τις χαμένες ευκαιρίες, το παρόν και τα βασικά σημεία ενός ολιστικού σχεδίου για την ανάταξή της.

Συνέντευξη στον Περικλή Ζορζοβίλη

Ο Μοσχολιός, αναπληρωτής γραμματέας άμυνας του ΠΑΣΟΚ, έχει βαθιά γνώση και εμπειρία στα ζητήματα της ΕΑΒ, καθώς στα 35 χρόνια εργατικού βίου σε δύο κρατικές αμυντικές βιομηχανίες, την ΠΥΡΚΑΛ και την Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ), έχει θητεύσει και σε θέσεις ευθύνης (διευθύνων σύμβουλος της ΠΥΡΚΑΛ και πρώην γενικός διευθυντής της ΕΑΣ).

Η πρώτη εξέλιξη είναι η υπογραφή, την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου, της συμφωνίας σύστασης κοινοπραξίας της ΕΑΣ με τη σλοβακική εταιρία MSM Export s.r.o., που στην πράξη πρακτικά ισοδυναμεί με ιδιωτικοποίηση της κρατικής εταιρίας με ιδιαίτερα επαχθείς όρους για το δημόσιο συμφέρον. Η δεύτερη εξέλιξη αφορά την κυβερνητική απόφαση για την προμήθεια περιφερόμενων πυρομαχικών από τις ΗΠΑ, που συνεπάγεται τον αυτόματο αποκλεισμό της ΕΑΒΙ από τη σχεδίαση, την ανάπτυξη και την παραγωγή ενός οπλικού συστήματος που βρίσκεται σαφώς εντός των τεχνολογικών και παραγωγικών δυνατοτήτων της.

Για τον Μοσχολιό η μέχρι σήμερα πορεία της ΕΑΒΙ αλλά και η μελλοντική εξέλιξη είναι άμεσα εξαρτώμενη από τις αμυντικές δαπάνες. «Δεν υπάρχει κανένας αναλυτής, πολιτικός φορέας ή “δεξαμενή σκέψης” που να υποστηρίζουν ότι στο προβλεπτό μέλλον θα προκύψουν τέτοιες συνθήκες ειλικρινούς ειρήνης, ώστε η χώρα μας να αναπτύσσεται χωρίς ιδιαίτερη πρόνοια για την άμυνα και την ασφάλεια της σε καθεστώς σχεδόν μηδενικών αμυντικών δαπανών» σημειώνει χαρακτηριστικά. «Ακόμα κι όσοι υποστηρίζουν ρύθμιση των προβλημάτων με την Τουρκία μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων τονίζουν την αναγκαιότητα διατήρησης και ενίσχυσης της αμυντικής μας υποδομής και ικανής ισχύος αποτροπής και καταστολής».

Θεωρεί ότι μακροπρόθεσμα η ανάγκη διάθεσης σημαντικών πόρων για την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας, σε περιοριστικές δημοσιοοικονομικές συνθήκες και με την ανάγκη σημαντικής χρηματοδότησης κοινωνικών δαπανών, καθιστά κρίσιμο ζήτημα πώς επιδρούν οι αμυντικές δαπάνες στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. «Αν δηλαδή διαχέονται και σε ποιον βαθμό στην εσωτερική αγορά, δημιουργώντας νέες επενδύσεις, πρόσθετη απασχόληση κ.λπ.».

Επισημαίνει ότι κατά την περίοδο 1974-1995 οι αμυντικές δαπάνες συνέβαλαν σε μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης κατά 0,5 έως 0,6% και την αποδίδει σε διαχρονική έλλειψη πολιτικής. «Οι κύριοι παράγοντες της αρνητικής συμβολής των αμυντικών δαπανών στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι η μη απαίτηση ανταποδοτικών ωφελημάτων από τη διάθεση κρατικών πόρων για εξοπλισμούς στην εξωτερική αγορά και η συνακόλουθη απώλεια ευκαιριών τεχνολογικής ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας».

Τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν την εικοσαετία υποχώρησης

Για την τεκμηρίωση της θέσης του παραθέτει απογοητευτικά στατιστικά στοιχεία για την εγχώρια συμμετοχή στα εξοπλιστικά προγράμματα. Ενώ τη δεκαετία του 2000 οι αρμόδιες υπηρεσίες του Yπουργείου Εθνικής Αμυνας (ΥΠΕΘΑ) την υπολόγιζαν σε ποσοστό 4% επί των αναθέσεων και έθεταν τον φιλόδοξο στόχο επίτευξης ποσοστού 30%, την περίοδο 2019-2023, όπου οι δαπάνες για νέους εξοπλισμούς εκτιμάται ότι έχουν υπερβεί τα 20 δισ, ευρώ, η εγχώρια συμμετοχή περιορίστηκε σε μόλις 0,6%.

Εξίσου απογοητευτικά είναι τα στοιχεία για την ΕΑΒΙ. Το 2000 στους 10 υποκλάδους της (αεροναυπηγική, οπλικά και πυρομαχικά, οχήματα, ναυπηγεία, ηλεκτρονικά και τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρολογικά και επικοινωνίες, μεταλλουργικές εργασίες, λογισμικό και υπολογιστές και μη επανδρωμένα αεροχήματα) απασχολούνταν περίπου 19.000 εργαζόμενοι, εκ των οποίων περίπου 7.000 στις κρατικές εταιρίες ΕΑΒ, ΠΥΡΚΑΛ και ΕΒΟ, περίπου 3.700 στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας και περίπου 1.400 στην ΕΛΒΟ.

Την ίδια περίοδο στις 10 μεγαλύτερες βιομηχανικές εταιρίες, με βάση τον κύκλο εργασιών τους, συμπεριλαμβάνονταν τέσσερις με αμιγώς αμυντική δραστηριότητα. Σήμερα στις 100 μεγαλύτερες εταιρίες δεν συμπεριλαμβάνεται καμία, ενώ από τις 150 επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΚΠΥ (Σύνδεσμος Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού) και της ΕΕΛΕΑΑ (Ενωση Ελληνικών Εταιριών Αεροδιαστημικής Αμυνας και Ασφάλειας) b, ενώ οι υπόλοιπες δραστηριοποιούνται σε διάφορους κλάδους της ειρηνικής οικονομίας, διεκδικώντας επικουρικά αμυντικές προκατασκευαστικές εργασίες.

«Από τους 19.000 εργαζομένους η απασχόληση έχει μειωθεί τουλάχιστον 50%, με συνέπεια να φύγουν άτακτα χιλιάδες εργαζόμενοι με υψηλή εξειδίκευση, μερικοί εκ των οποίων μετακινήθηκαν σε υπηρεσίες του Δημοσίου (μέσω της κινητικότητας). Ενώ υπάρχουν περιπτώσεις επιστημονικού προσωπικού που απέκτησαν τεχνολογική εμπειρία στην εγχώρια βιομηχανία, τώρα εργάζονται σε υψηλόβαθμες θέσεις σε εταιρίες του εξωτερικού» σημειώνει ο Μοσχολιός.

«Τις πταίει» για το σπιράλ της πτώσης

Κατά την άποψη του Μοσχολιού, η υποχώρηση της ΕΑΒΙ είναι απόρροια των τεχνολογικών εξελίξεων στον χώρο της άμυνας, των συνακόλουθων μεταβολών στο πεδίο της εσωτερικής ζήτησης, των αλλαγών στην οικονομική πολιτική λόγω των δεσμεύσεων από τις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της έλλειψης κατάλληλης πολιτικής για την ενθάρρυνση επενδύσεων σε πάγιο εξοπλισμό και έρευνα – ανάπτυξη και στην αδυναμία ή αδιαφορία του δημοσίου να επιβάλει πολιτική ανταποδοτικής αξιοποίησης της δαπάνης για αμυντικούς εξοπλισμούς.

«Η υποχώρηση φαίνεται πιο πολύ στις υπό δημόσιο έλεγχο αμυντικές βιομηχανίες αλλά και σε όσες δέχτηκαν κρατικές επιδοτήσεις που κρίθηκαν παράνομες και επιστρεπτέες» σημειώνει. Εξηγεί ότι η επιβολή κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω παράνομων επιδοτήσεων οδήγησε ορισμένες από τις μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες σε ουσιαστική διακοπή εργασιών και υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση.

Ως παράδειγμα, αναφέρει την περίπτωση της ΕΑΣ που η επιδίωξη ιδιωτικοποίησης στο πρόσφατο παρελθόν ενεργοποίησε τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp), με συνέπεια η κρατική εταιρία να υποχρεωθεί να κλείσει τις γραμμές παραγωγής ειρηνικών προϊόντων, να μειώσει το μέγεθος της απασχόλησης και τον αριθμό των εργοστασίων της.

Επίσης, αναδεικνύει μια σημαντική διάσταση της «συρρίκνωσης» των κρατικών εταιριών. «Οι συνέπειες αυτές επιβάρυναν και μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες, που ήταν ενταγμένες στην εφοδιαστική αλυσίδα των πιο μεγάλων κρατικών αμυντικών βιομηχανιών». «Τελικά στον δημόσιο τομέα διατηρήθηκαν μόνο δύο αμυντικές βιομηχανίες, η ΕΑΒ και η ΕΑΣ, που διαχρονικά αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και έχουν ελλειμματική λειτουργία» προσθέτει ο Μοσχολιός.

Στο ερώτημα αν αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, απαντά με κατηγορηματικό τρόπο: «Βεβαίως, τα προβλήματα θα μπορούσαν να εντοπιστούν μέσω διαγνωστικών αναλύσεων και να αντιμετωπιστούν με εφαρμογή αξιόπιστων επιχειρησιακών σχεδίων σε συνεργασία μετόχου και διοικήσεων». Επισημαίνει δε ότι «η ανάγκη αυτή κατέστη επείγουσα στη μνημονιακή και τη μεταμνημονιακή εποχή που σταμάτησε η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων με τραπεζικά δάνεια με την εγγύηση του Δημοσίου».

Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν έγινε. «Η αποτυχία του Δημοσίου ως μετόχου και υπεύθυνου φορέα για προσαρμογές στο εποικοδόμημα, που όμως δεν έγιναν, άνοιξε τον δρόμο για όξυνση των προβλημάτων των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών» σημειώνει. Αναδεικνύει δε το παράδοξο ότι «το δημόσιο ως αποκλειστικός αγοραστής αμυντικών υλικών και υπηρεσιών ταυτόχρονα διαμαρτύρεται για την ασυνέπεια και τις επιδόσεις των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών».

Τα «αγκάθια» και το σχέδιο των οκτώ σημείων για την εγχώρια εξοπλιστική ανάταξη

Κατά την άποψη του Μοσχολιού, υπάρχουν ορισμένα βασικά δεδομένα που αφενός οριοθετούν το πλαίσιο για τη σχεδίαση και την υλοποίηση της πολιτικής ανάταξης της ΕΑΒΙ και αφετέρου αναδεικνύουν πόσο αδήριτη ανάγκη είναι η επιτυχία της:

Οι δαπάνες για εξοπλισμούς αποτελούν μέρος των συνολικών αμυντικών δαπανών και απορροφούν το 1,1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) για το έτος 2023.
Η δυνατότητα εσωτερικής αναδιάρθρωσης των αμυντικών δαπανών με αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς πρέπει να επιδιωχθεί.
Διαχρονικά οι αμυντικές δαπάνες έχουν αρνητική συνεισφορά στη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και έχουν σημαντική τεχνολογική υστέρηση σε σχέση με τα ισχύοντα σε διεθνές επίπεδο, αν και υπάρχουν περιορισμένες εξαιρέσεις.
Η πενταετία αυξημένης ζήτησης εξοπλισμών 2019-2023 αποτελεί περίοδο απώλειας ευκαιριών.
Τα δημοσιοοικονομικά δεδομένα αλλά και το περιβάλλον ασφαλείας της χώρας (απειλές, κίνδυνοι) επιβάλλουν την κατά προτεραιότητα αντιμετώπιση των προβλημάτων της ΕΑΒΙ με πολιτικές που θα επιφέρουν τεχνολογική έκρηξη, υλοποίηση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και υποδομών, καθορισμό περιοχών αμυντικής παραγωγής βάσει των επιλογών των Γενικών Επιτελείων, αξιοποίηση των προνοιών του 346 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), καθορισμό αυστηρού κριτηρίου ότι στις αναθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων θα αξιολογείται κατά προτεραιότητα η πρόθεση των υποψήφιων προμηθευτών να επενδύσουν στη χώρα μας, θέσπιση ισχυρών κινήτρων για συμμετοχή σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης με παράλληλη πρόβλεψη χρηματοδότησης κ.ά.
Ο Μοσχολιός θεωρεί ότι αποτελεί επείγουσα ανάγκη η σχεδίαση ενός ολιστικού στρατηγικού και επιχειρηματικού σχεδίου για την επανίδρυση των εναπομεινασών υπό δημόσιο έλεγχο εταιριών και για ενθάρρυνση και ενίσχυση των ιδιωτικών εταιριών μέσω των κατάλληλων αποφάσεων σε θεσμικό επίπεδο. Περιγράφει ως στόχο του σχεδίου την υλοποίηση πολιτικών για ταχεία τεχνολογική και παραγωγική αναβάθμιση της ΕΑΒΙ μέσω:

Στενής συνεργασίας ΕΑΒΙ, υποψήφιων επενδυτών και ΥΠΕΘΑ, προκειμένου να καθοριστούν κατευθύνσεις για κρίσιμους τομείς εξοπλισμών που η εγχώρια παραγωγή τους είναι προς το συμφέρον των ενόπλων δυνάμεων.
Υλοποίησης επενδύσεων μεγάλης κλίμακας σε έρευνα και ανάπτυξη και πάγιο εξοπλισμό.
Σύναψης μακροχρόνιων συμβάσεων.
Προσδιορισμού σε μεσο-μακροπρόθεσμη χρονική περίοδο των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων και πρόσκληση για ανάληψη επενδυτικών – αναπτυξιακών πρωτοβουλιών (διασύνδεση επιχειρηματικής δράσης υφιστάμενων εταιριών και άλλων επενδυτών με τις εξοπλιστικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων).
Βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός του οποίου δρα η ΕΑΒΙ, μέσω δράσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται:
Η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των υπό δημόσιο έλεγχο εταιριών. «Το υφιστάμενο παράγει γραφειοκρατία, μειώνει την ανταγωνιστικότητα και εξομοιώνει ικανούς και παραγωγικούς εργαζομένους με απασχολουμένους “χαμηλής ταχύτητας”» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Η αναζήτηση στρατηγικών επενδυτών για τις υπό δημόσιο έλεγχο εταιρίες με παροχή κινήτρων για σύσταση κοινοπρακτικών εταιρικών σχημάτων, για υλοποίηση άμεσων ξένων επενδύσεων. Ως θετικό βήμα, αλλά δυστυχώς μοναδικό παράδειγμα, αναφέρει τη διαγωνιστική διαδικασία για την προμήθεια πυρομαχικών αρμάτων διαμετρήματος 120 χλστ., που περιλαμβάνει την εγκατάσταση στην Ελλάδα μέρους της παραγωγής ως υποχρέωση των υποψήφιων προμηθευτών. «Ομως, και αυτό το βήμα παραμένει άνευ αντικρίσματος, δεδομένου ότι ο διαγωνισμός δεν έχει καν προκηρυχθεί, αν και η προμήθεια έχει εγκριθεί από την ειδική επιτροπή της Βουλής εδώ και μήνες» προσθέτει ο Μοσχολιός.
Η καθιέρωση ως βασικού κριτηρίου αξιολόγησης των υποψήφιων αναδόχων σε επικείμενες αναθέσεις συμβάσεων αμυντικού εξοπλισμού, της υποχρέωσης επένδυσης στην Ελλάδα για την παραγωγή από την ΕΑΒΙ τμήματος του εξοπλισμού ικανοποιητικής προστιθέμενης αξίας (π.χ. ποσοστού 20%-30%) και τεχνολογικού επιπέδου. Επισημαίνει δε ότι «η επίτευξη ικανοποιητικής συμφωνίας, με βάση τα αναφερόμενα κριτήρια αξιολόγησης, δύναται να οδηγήσει σε απευθείας αναθέσεις συμβάσεων με βάση τις πρόνοιες του 346 της ΣΛΕΕ».
Η αξιοποίηση των σχέσεων με τη Συμμαχία για την προμήθεια από τη χώρα μας πακέτων τεχνικών δεδομένων (TDP: Technical Data Package) αμυντικών προϊόντων που ενδιαφέρουν τις Ενοπλες Δυνάμεις.

Πρόταση για υπουργικό χαρτοφυλάκιο

Αποψη του Μοσχολιού είναι ότι η εκπόνηση του αναγκαίου ολιστικού στρατηγικού και επιχειρηματικού σχεδίου και κυρίως η συνεπής υλοποίησή του απαιτεί σχετική οργανωτική διάρθρωση με σχήμα υψηλής πολιτικής εξουσίας (π.χ. αναπληρωτής υπουργός). Θεωρεί επίσης αναγκαία τη διακομματική στήριξη σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, αναζωογόνησης της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας, δημιουργίας πλαισίου ανάπτυξης της ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας, ενθάρρυνσης επενδύσεων κ.ά.

Προτείνει ως στρατηγική πολιτική επιλογή τον έλεγχο από το Δημόσιο κρίσιμων, για εθνικούς λόγους, βιομηχανικών δραστηριοτήτων (γραμμών παραγωγής), ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής λειτουργία τους σε περιόδους ύφεσης και μειωμένης εσωτερικής ζήτησης μέσω μικρών παραγγελιών ή και μέσω χρηματοδότησης της απορρέουσας υποαπασχολήσεως.

Κατά την εκτίμησή του, οι πρόσφατες αποφάσεις της Ε.Ε. για την αμυντική πολιτική με τη θέσπιση, μεταξύ άλλων, του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Βιομηχανικού Προγράμματος (E.D.I.P:), με πρόβλεψη για οικονομική υποστήριξη των αμυντικών υποδομών, ύψους 1,5 τρισ. ευρώ μέχρι το 2027, δημιουργούν ευκαιρίες αλλά και κινδύνους για την ΕΑΒΙ. «Για αξιοποίηση των ευκαιριών επιβάλλονται ελληνικές πολιτικές πρωτοβουλίες στα αρμόδια όργανα της Ενωσης με στόχο τη μείωση της τεχνολογικής απόστασης μεταξύ των αμυντικών βιομηχανιών των κρατών-μελών με διάθεση επενδυτικών πόρων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος περιθωριοποίησης της ΕΑΒΙ» επισημαίνει ο Μοσχολιός.

«Σφύριξε το τρένο» για την παραγωγική και αναπτυξιακή διέξοδο της ΕΑΣ

Για τον Μοσχολιό, η σημερινή κατάληξη προέκυψε από την απώλεια τεσσάρων σημαντικών ευκαιριών που η αξιοποίησή τους θα προσέφερε παραγωγική και αναπτυξιακή διέξοδο από τα σοβαρά προβλήματα της εταιρίας.

«Η πρώτη ευκαιρία αφορά την εγκατάλειψη του σχεδίου αναδιάρθρωσης που το 2013 εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Σαμαρά και ειδικά της υφυπουργού Φώφης Γεννηματά με την τρόικα» εξηγεί. Επισημαίνει δε ότι μέχρι και σήμερα δεν εκπονήθηκε ούτε υλοποιήθηκε εναλλακτικό σχέδιο.

«Η δεύτερη ευκαιρία αφορά την περίοδο από το 2019 μέχρι σήμερα, που παρά τα 20 δισ. για εξοπλισμούς δυστυχώς χάθηκαν οι δυνατότητες ανταποδοτικής αξιοποίησης της μεγάλης κρατικής δαπάνης».

Ως τρίτη ευκαιρία χαρακτηρίζει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. «Οπως είχε προτείνει ο καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης, ήταν αναγκαίο να προβλεφθούν πόροι για ισχυρή επενδυτική ένεση εκσυγχρονισμού της ΕΑΒΙ, ώστε να καταστεί αξιόπιστος εταίρος σε προγράμματα ανάπτυξης και συμπαραγωγής».

Αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην τέταρτη ευκαιρία που αφορά τη σημερινή υψηλή ζήτηση σε συμβατικά πυρομαχικά και ειδικά σε πυρομαχικά πυροβολικού 155 χλστ. «Η αξιοποίησή της θα επέτρεπε στην ΕΑΣ να ξαναβγεί στη διεθνή αγορά, να επιτύχει υψηλούς τζίρους και κεφάλαια για επενδύσεις και ως ισότιμος εταίρος να συνάψει συμφωνίες με ξένους συνεργάτες» εξηγεί ο Μοσχολιός.

«Ομως, δυσεξήγητες και αδιαφανείς κυβερνητικές αποφάσεις οδηγούν σε πλήρη απώλεια της ευκαιρίας, είτε σε αποκόμιση κλάσματος των ωφελειών. Βάσει όσων έχουν δημοσιευτεί, οι όροι λειτουργίας τής υπό ίδρυση κοινοπραξίας, η διαδικασία επιλογής ξένου συνεργάτη, η εκχώρηση για 25 χρόνια όλων σχεδόν των γραμμών παραγωγής πυρομαχικών στη διαχείριση ξένης διοίκησης και η άρνηση επαναλειτουργίας όλης της γραμμής παραγωγής των 155 χλστ. συνιστούν ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις» επισημαίνει.

Στην ερώτηση αν θα υπάρξει πέμπτη ευκαιρία η απάντησή του ήταν μάλλον απαισιόδοξη. «Ισως οι πρόσφατες προτάσεις Ντράγκι να δημιουργήσουν νέα ευκαιρία, αλλά η μέχρι τώρα κυβερνητική στάση δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ